angeben
 Verb

αναφέρω Verb
(3)
δηλώνω Verb
(3)
καταγγέλλω Verb
(0)
σημειώνω Verb
(0)
δίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich möchte noch einen weiteren Grund für unsere Unterstützung angeben, nämlich die Tatsache, dass Gilad Shalit ein europäischer Bürger ist, und er somit ein europäisches Opfer des Terrorismus ist. Deshalb kann ich mir heute, am Europäischen Tag der Opfer des Terrorismus, keine symbolträchtigere Geste vorstellen als diese Entschließung.Θα ήθελα μάλιστα να αναφέρω έναν ακόμη λόγο για την παροχή της στήριξής μας, συγκεκριμένα το γεγονός ότι ο Gilad Shalit είναι ευρωπαίος πολίτης, είναι ένας Ευρωπαίος που έχει πέσει θύμα τρομοκρατίας, οπότε, τη σημερινή ημέρα, που είναι η Ευρωπαϊκή "μέρα για τα θύματα της τρομοκρατίας, δεν μπορώ να σκεφτώ πιο συμβολική χειρονομία από αυτό το ψήφισμα.

Übersetzung bestätigt

Was die Standardwerte für ölhaltige Sande und Ölschiefer betrifft, freue ich mich, Ihnen mitteilen zu können, dass die Kommission kürzlich Berichte veröffentlicht hat, die einen durchschnittlichen Standardwert für ölhaltige Sande angeben und einen Bereich von Standardrichtwerten für Ölschiefer.Όσον αφορά τις συμβατικές τιμές για την ασφαλτούχο άμμο και τον πετρελαιοφόρο σχιστόλιθο, είμαι στην ευχάριστη θέση να αναφέρω ότι η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα εκθέσεις που υποδεικνύουν μια μέση συμβατική τιμή για την ασφαλτούχο άμμο, καθώς και ένα φάσμα ενδεικτικών συμβατικών τιμών για τον πετρελαιοφόρο σχιστόλιθο.

Übersetzung bestätigt

Ich will deswegen jetzt hier als Mitglied einer kleinen Fraktion einfach mal die große Achsen-Analysen-Strategie angeben, die alternativ ansetzen könnte und in manchem mit dem von Herrn Caudron Vorgeschlagenen übereinstimmt, aber doch etwas weiter greift.Γι' αυτόν τον λόγο θέλω τώρα εδώ, ως μέλος μίας μικρής ομάδας, να αναφέρω την μεγάλη στρατηγική ανάλυσης αξόνων που θα μπορούσε να αρχίσει εναλλακτικά και που σε μερικά σημεία συμφωνεί με όσα προτείνει ο κ. Caudron, όμως ασφαλώς φτάνει λίγο μακρύτερα.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
angeben
Überblick geben
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναφέρωαναφέρουμε, αναφέρομεαναφέρομαιαναφερόμαστε
αναφέρειςαναφέρετεαναφέρεσαιαναφέρεστε, αναφερόσαστε
αναφέρειαναφέρουν(ε)αναφέρεταιαναφέρονται
Imper
fekt
ανέφερα, ανάφερααναφέραμεαναφερόμουν(α)αναφερόμαστε, αναφερόμασταν
ανέφερες, ανάφερεςαναφέρατεαναφερόσουν(α)αναφερόσαστε, αναφερόσασταν
ανέφερε, ανάφερεανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε)αναφερόταν(ε)αναφέρονταν, αναφερόντανε, αναφερόντουσαν
Aoristανέφερα, ανάφερααναφέραμεαναφέρθηκααναφερθήκαμε
ανέφερες, ανάφερεςαναφέρατεαναφέρθηκεςαναφερθήκατε
ανέφερε, ανάφερεανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε)αναφέρθηκεαναφέρθηκαν, αναφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναφέρειέχουμε αναφέρειέχω αναφερθείέχουμε αναφερθεί
έχεις αναφέρειέχετε αναφέρειέχεις αναφερθείέχετε αναφερθεί
έχει αναφέρειέχουν αναφέρειέχει αναφερθείέχουν αναφερθεί
Plu
per
fekt
είχα αναφέρειείχαμε αναφέρειείχα αναφερθείείχαμε αναφερθεί
είχες αναφέρειείχατε αναφέρειείχες αναφερθείείχατε αναφερθεί
είχε αναφέρειείχαν αναφέρειείχε αναφερθείείχαν αναφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναφέρωθα αναφέρουμε, θα αναφέρομεθα αναφέρομαιθα αναφερόμαστε
θα αναφέρειςθα αναφέρετεθα αναφέρεσαιθα αναφέρεστε, θα αναφερόσαστε
θα αναφέρειθα αναφέρουν(ε)θα αναφέρεταιθα αναφέρονται
Fut
ur
θα αναφέρωθα αναφέρουμε, θα αναφέρομεθα αναφερθώθα αναφερθούμε
θα αναφέρειςθα αναφέρετεθα αναφερθείςθα αναφερθείτε
θα αναφέρειθα αναφέρουν(ε)θα αναφερθείθα αναφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναφέρειθα έχουμε αναφέρειθα έχω αναφερθείθα έχουμε αναφερθεί
θα έχεις αναφέρειθα έχετε αναφέρειθα έχεις αναφερθείθα έχετε αναφερθεί
θα έχει αναφέρειθα έχουν αναφέρειθα έχει αναφερθείθα έχουν αναφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναφέρωνα αναφέρουμε, να αναφέρομενα αναφέρομαινα αναφερόμαστε
να αναφέρειςνα αναφέρετενα αναφέρεσαινα αναφέρεστε, να αναφερόσαστε
να αναφέρεινα αναφέρουν(ε)να αναφέρεταινα αναφέρονται
Aoristνα αναφέρωνα αναφέρουμε, να αναφέρομενα αναφερθώνα αναφερθούμε
να αναφέρειςνα αναφέρετενα αναφερθείςνα αναφερθείτε
να αναφέρεινα αναφέρουν(ε)να αναφερθείνα αναφερθούν(ε)
Perfνα έχω αναφέρεινα έχουμε αναφέρεινα έχω αναφερθείνα έχουμε αναφερθεί
να έχεις αναφέρεινα έχετε αναφέρεινα έχεις αναφερθείνα έχετε αναφερθεί
να έχει αναφέρεινα έχουν αναφέρεινα έχει αναφερθείνα έχουν αναφερθεί
Imper
ativ
Presαναφέρεαναφέρετεαναφέρεστε
Aoristανάφερεαναφέρετε, αναφέρτεαναφέρουαναφερθείτε
Part
izip
Presαναφέροντας
Perfέχοντας αναφέρει
InfinAoristαναφέρειαναφερθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δηλώνωδηλώνουμε, δηλώνομεδηλώνομαιδηλωνόμαστε
δηλώνειςδηλώνετεδηλώνεσαιδηλώνεστε, δηλωνόσαστε
δηλώνειδηλώνουν(ε)δηλώνεταιδηλώνονται
Imper
fekt
δήλωναδηλώναμεδηλωνόμουν(α)δηλωνόμαστε, δηλωνόμασταν
δήλωνεςδηλώνατεδηλωνόσουν(α)δηλωνόσαστε, δηλωνόσασταν
δήλωνεδήλωναν, δηλώναν(ε)δηλωνόταν(ε)δηλώνονταν, δηλωνόντανε, δηλωνόντουσαν
Aoristδήλωσαδηλώσαμεδηλώθηκαδηλωθήκαμε
δήλωσεςδηλώσατεδηλώθηκεςδηλωθήκατε
δήλωσεδήλωσαν, δηλώσαν(ε)δηλώθηκεδηλώθηκαν, δηλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δηλώσει
έχω δηλωμένο
έχουμε δηλώσει
έχουμε δηλωμένο
έχω δηλωθεί
είμαι δηλωμένος, -η
έχουμε δηλωθεί
είμαστε δηλωμένοι, -ες
έχεις δηλώσει
έχεις δηλωμένο
έχετε δηλώσει
έχετε δηλωμένο
έχεις δηλωθεί
είσαι δηλωμένος, -η
έχετε δηλωθεί
είστε δηλωμένοι, -ες
έχει δηλώσει
έχει δηλωμένο
έχουν δηλώσει
έχουν δηλωμένο
έχει δηλωθεί
είναι δηλωμένος, -η, -ο
έχουν δηλωθεί
είναι δηλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δηλώσει
είχα δηλωμένο
είχαμε δηλώσει
είχαμε δηλωμένο
είχα δηλωθεί
ήμουν δηλωμένος, -η
είχαμε δηλωθεί
ήμαστε δηλωμένοι, -ες
είχες δηλώσει
είχες δηλωμένο
είχατε δηλώσει
είχατε δηλωμένο
είχες δηλωθεί
ήσουν δηλωμένος, -η
είχατε δηλωθεί
ήσαστε δηλωμένοι, -ες
είχε δηλώσει
είχε δηλωμένο
είχαν δηλώσει
είχαν δηλωμένο
είχε δηλωθεί
ήταν δηλωμένος, -η, -ο
είχαν δηλωθεί
ήταν δηλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δηλώνωθα δηλώνουμε, θα δηλώνομεθα δηλώνομαιθα δηλωνόμαστε
θα δηλώνειςθα δηλώνετεθα δηλώνεσαιθα δηλώνεστε, θα δηλωνόσαστε
θα δηλώνειθα δηλώνουν(ε)θα δηλώνεταιθα δηλώνονται
Fut
ur
θα δηλώσωθα δηλώσουμε, θα δηλώσομεθα δηλωθώθα δηλωθούμε
θα δηλώσειςθα δηλώσετεθα δηλωθείςθα δηλωθείτε
θα δηλώσειθα δηλώσουνθα δηλωθείθα δηλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δηλώσει
θα έχω δηλωμένο
θα έχουμε δηλώσει
θα έχουμε δηλωμένο
θα έχω δηλωθεί
θα είμαι δηλωμένος, -η
θα έχουμε δηλωθεί
θα είμαστε δηλωμένοι, -ες
θα έχεις δηλώσει
θα έχεις δηλωμένο
θα έχετε δηλώσει
θα έχετε δηλωμένο
θα έχεις δηλωθεί
θα είσαι δηλωμένος, -η
θα έχετε δηλωθεί
θα είστε δηλωμένοι, -ες
θα έχει δηλώσει
θα έχει δηλωμένο
θα έχουν δηλώσει
θα έχουν δηλωμένο
θα έχει δηλωθεί
θα είναι δηλωμένος, -η, -ο
θα έχουν δηλωθεί
θα είναι δηλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δηλώνωνα δηλώνουμε, να δηλώνομενα δηλώνομαινα δηλωνόμαστε
να δηλώνειςνα δηλώνετενα δηλώνεσαινα δηλώνεστε, να δηλωνόσαστε
να δηλώνεινα δηλώνουν(ε)να δηλώνεταινα δηλώνονται
Aoristνα δηλώσωνα δηλώσουμε, να δηλώσομενα δηλωθώνα δηλωθούμε
να δηλώσειςνα δηλώσετενα δηλωθείςνα δηλωθείτε
να δηλώσεινα δηλώσουν(ε)να δηλωθείνα δηλωθούν(ε)
Perfνα έχω δηλώσει
να έχω δηλωμένο
να έχουμε δηλώσει
να έχουμε δηλωμένο
να έχω δηλωθεί
να είμαι δηλωμένος, -η
να έχουμε δηλωθεί
να είμαστε δηλωμένοι, -ες
να έχεις δηλώσει
να έχεις δηλωμένο
να έχετε δηλώσει
να έχετε δηλωμένο
να έχεις δηλωθεί
να είσαι δηλωμένος, -η
να έχετε δηλωθεί
να είστε δηλωμένοι, -ες
να έχει δηλώσει
να έχει δηλωμένο
να έχουν δηλώσει
να έχουν δηλωμένο
να έχει δηλωθεί
να είναι δηλωμένος, -η, -ο
να έχουν δηλωθεί
να είναι δηλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδήλωνεδηλώνετεδηλώνεστε
Aoristδήλωσεδηλώστε, δηλώσετεδηλώσουδηλωθείτε
Part
izip
Presδηλώνοντας
Perfέχοντας δηλώσει, έχοντας δηλωμένοδηλωμένος, -η, -οδηλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδηλώσειδηλωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σημειώνωσημειώνουμε, σημειώνομεσημειώνομαισημειωνόμαστε
σημειώνειςσημειώνετεσημειώνεσαισημειώνεστε, σημειωνόσαστε
σημειώνεισημειώνουν(ε)σημειώνεταισημειώνονται
Imper
fekt
σημείωνασημειώναμεσημειωνόμουν(α)σημειωνόμαστε, σημειωνόμασταν
σημείωνεςσημειώνατεσημειωνόσουν(α)σημειωνόσαστε, σημειωνόσασταν
σημείωνεσημείωναν, σημειώναν(ε)σημειωνόταν(ε)σημειώνονταν, σημειωνόντανε, σημειωνόντουσαν
Aoristσημείωσασημειώσαμεσημειώθηκασημειωθήκαμε
σημείωσεςσημειώσατεσημειώθηκεςσημειωθήκατε
σημείωσεσημείωσαν, σημειώσαν(ε)σημειώθηκεσημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σημειώσει
έχω σημειωμένο
έχουμε σημειώσει
έχουμε σημειωμένο
έχω σημειωθεί
είμαι σημειωμένος, -η
έχουμε σημειωθεί
είμαστε σημειωμένοι, -ες
έχεις σημειώσει
έχεις σημειωμένο
έχετε σημειώσει
έχετε σημειωμένο
έχεις σημειωθεί
είσαι σημειωμένος, -η
έχετε σημειωθεί
είστε σημειωμένοι, -ες
έχει σημειώσει
έχει σημειωμένο
έχουν σημειώσει
έχουν σημειωμένο
έχει σημειωθεί
είναι σημειωμένος, -η, -ο
έχουν σημειωθεί
είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σημειώσει
είχα σημειωμένο
είχαμε σημειώσει
είχαμε σημειωμένο
είχα σημειωθεί
ήμουν σημειωμένος, -η
είχαμε σημειωθεί
ήμαστε σημειωμένοι, -ες
είχες σημειώσει
είχες σημειωμένο
είχατε σημειώσει
είχατε σημειωμένο
είχες σημειωθεί
ήσουν σημειωμένος, -η
είχατε σημειωθεί
ήσαστε σημειωμένοι, -ες
είχε σημειώσει
είχε σημειωμένο
είχαν σημειώσει
είχαν σημειωμένο
είχε σημειωθεί
ήταν σημειωμένος, -η, -ο
είχαν σημειωθεί
ήταν σημειωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σημειώνωθα σημειώνουμε, θα σημειώνομεθα σημειώνομαιθα σημειωνόμαστε
θα σημειώνειςθα σημειώνετεθα σημειώνεσαιθα σημειώνεστε, θα σημειωνόσαστε
θα σημειώνειθα σημειώνουν(ε)θα σημειώνεταιθα σημειώνονται
Fut
ur
θα σημειώσωθα σημειώσουμε, θα σημειώσομεθα σημειωθώθα σημειωθούμε
θα σημειώσειςθα σημειώσετεθα σημειωθείςθα σημειωθείτε
θα σημειώσειθα σημειώσουνθα σημειωθείθα σημειωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σημειώσει
θα έχω σημειωμένο
θα έχουμε σημειώσει
θα έχουμε σημειωμένο
θα έχω σημειωθεί
θα είμαι σημειωμένος, -η
θα έχουμε σημειωθεί
θα είμαστε σημειωμένοι, -ες
θα έχεις σημειώσει
θα έχεις σημειωμένο
θα έχετε σημειώσει
θα έχετε σημειωμένο
θα έχεις σημειωθεί
θα είσαι σημειωμένος, -η
θα έχετε σημειωθεί
θα είστε σημειωμένοι, -ες
θα έχει σημειώσει
θα έχει σημειωμένο
θα έχουν σημειώσει
θα έχουν σημειωμένο
θα έχει σημειωθεί
θα είναι σημειωμένος, -η, -ο
θα έχουν σημειωθεί
θα είναι σημειωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σημειώνωνα σημειώνουμε, να σημειώνομενα σημειώνομαινα σημειωνόμαστε
να σημειώνειςνα σημειώνετενα σημειώνεσαινα σημειώνεστε, να σημειωνόσαστε
να σημειώνεινα σημειώνουν(ε)να σημειώνεταινα σημειώνονται
Aoristνα σημειώσωνα σημειώσουμε, να σημειώσομενα σημειωθώνα σημειωθούμε
να σημειώσειςνα σημειώσετενα σημειωθείςνα σημειωθείτε
να σημειώσεινα σημειώσουν(ε)να σημειωθείνα σημειωθούν(ε)
Perfνα έχω σημειώσει
να έχω σημειωμένο
να έχουμε σημειώσει
να έχουμε σημειωμένο
να έχω σημειωθεί
να είμαι σημειωμένος, -η
να έχουμε σημειωθεί
να είμαστε σημειωμένοι, -ες
να έχεις σημειώσει
να έχεις σημειωμένο
να έχετε σημειώσει
να έχετε σημειωμένο
να έχεις σημειωθεί
να είσαι σημειωμένος, -η
να έχετε σημειωθεί
να είστε σημειωμένοι, -ες
να έχει σημειώσει
να έχει σημειωμένο
να έχουν σημειώσει
να έχουν σημειωμένο
να έχει σημειωθεί
να είναι σημειωμένος, -η, -ο
να έχουν σημειωθεί
να είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσημείωνεσημειώνετεσημειώνεστε
Aoristσημείωσεσημειώστε, σημειώσετεσημειώσουσημειωθείτε
Part
izip
Presσημειώνοντας
Perfέχοντας σημειώσει, έχοντας σημειωμένοσημειωμένος, -η, -οσημειωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσημειώσεισημειωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δίνωδίνουμε, δίνομεδίνομαιδινόμαστε
δίνειςδίνετεδίνεσαιδίνεστε, δινόσαστε
δίνειδίνουν(ε)δίνεταιδίνονται
Imper
fekt
έδιναδίναμεδινόμουν(α)δινόμαστε, δινόμασταν
έδινεςδίνατεδινόσουν(α)δινόσαστε, δινόσασταν
έδινεέδιναν, δίναν(ε)δινόταν(ε)δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aoristέδωσαδώσαμεδόθηκαδοθήκαμε
έδωσεςδώσατεδόθηκεςδοθήκατε
έδωσεέδωσαν, δώσαν(ε)δόθηκεδόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δίνωθα δίνουμε, θα δίνομεθα δίνομαιθα δινόμαστε
θα δίνειςθα δίνετεθα δίνεσαιθα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνειθα δίνουν(ε)θα δίνεταιθα δίνονται
Fut
ur
θα δώσωθα δώσουμε, θα δώσομεθα δοθώθα δοθούμε
θα δώσειςθα δώσετεθα δοθείςθα δοθείτε
θα δώσειθα δώσουν(ε)θα δοθείθα δοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δίνωνα δίνουμε, να δίνομενα δίνομαινα δινόμαστε
να δίνειςνα δίνετενα δίνεσαινα δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνεινα δίνουν(ε)να δίνεταινα δίνονται
Aoristνα δώσωνα δώσουμε, να δώσομενα δοθώνα δοθούμε
να δώσειςνα δώσετενα δοθείςνα δοθείτε
να δώσεινα δώσουν(ε)να δοθείνα δοθούν(ε)
Perfνα έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presδίνεδίνετεδίνεστε
Aoristδώσεδώστεδώσουδοθείτε
Part
izip
Presδίνοντας
Perfέχοντας δώσει, έχοντας δοσμένοδοσμένος, -η, -οδοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδώσειδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback