αναφέρω Verb (3) |
δηλώνω Verb (3) |
καταγγέλλω Verb (0) |
σημειώνω Verb (0) |
δίνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich möchte noch einen weiteren Grund für unsere Unterstützung angeben, nämlich die Tatsache, dass Gilad Shalit ein europäischer Bürger ist, und er somit ein europäisches Opfer des Terrorismus ist. Deshalb kann ich mir heute, am Europäischen Tag der Opfer des Terrorismus, keine symbolträchtigere Geste vorstellen als diese Entschließung. | Θα ήθελα μάλιστα να αναφέρω έναν ακόμη λόγο για την παροχή της στήριξής μας, συγκεκριμένα το γεγονός ότι ο Gilad Shalit είναι ευρωπαίος πολίτης, είναι ένας Ευρωπαίος που έχει πέσει θύμα τρομοκρατίας, οπότε, τη σημερινή ημέρα, που είναι η Ευρωπαϊκή "μέρα για τα θύματα της τρομοκρατίας, δεν μπορώ να σκεφτώ πιο συμβολική χειρονομία από αυτό το ψήφισμα. Übersetzung bestätigt |
Was die Standardwerte für ölhaltige Sande und Ölschiefer betrifft, freue ich mich, Ihnen mitteilen zu können, dass die Kommission kürzlich Berichte veröffentlicht hat, die einen durchschnittlichen Standardwert für ölhaltige Sande angeben und einen Bereich von Standardrichtwerten für Ölschiefer. | Όσον αφορά τις συμβατικές τιμές για την ασφαλτούχο άμμο και τον πετρελαιοφόρο σχιστόλιθο, είμαι στην ευχάριστη θέση να αναφέρω ότι η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα εκθέσεις που υποδεικνύουν μια μέση συμβατική τιμή για την ασφαλτούχο άμμο, καθώς και ένα φάσμα ενδεικτικών συμβατικών τιμών για τον πετρελαιοφόρο σχιστόλιθο. Übersetzung bestätigt |
Ich will deswegen jetzt hier als Mitglied einer kleinen Fraktion einfach mal die große Achsen-Analysen-Strategie angeben, die alternativ ansetzen könnte und in manchem mit dem von Herrn Caudron Vorgeschlagenen übereinstimmt, aber doch etwas weiter greift. | Γι' αυτόν τον λόγο θέλω τώρα εδώ, ως μέλος μίας μικρής ομάδας, να αναφέρω την μεγάλη στρατηγική ανάλυσης αξόνων που θα μπορούσε να αρχίσει εναλλακτικά και που σε μερικά σημεία συμφωνεί με όσα προτείνει ο κ. Caudron, όμως ασφαλώς φτάνει λίγο μακρύτερα. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
angeben |
Überblick geben |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gebe an | ||
du | gibst an | |||
er, sie, es | gibt an | |||
Präteritum | ich | gab an | ||
Konjunktiv II | ich | gäbe an | ||
Imperativ | Singular | gib an! | ||
Plural | gebt an! gebet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angegeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:angeben |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναφέρω | αναφέρουμε, αναφέρομε | αναφέρομαι | αναφερόμαστε |
αναφέρεις | αναφέρετε | αναφέρεσαι | αναφέρεστε, αναφερόσαστε | ||
αναφέρει | αναφέρουν(ε) | αναφέρεται | αναφέρονται | ||
Imper fekt | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφερόμουν(α) | αναφερόμαστε, αναφερόμασταν | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφερόσουν(α) | αναφερόσαστε, αναφερόσασταν | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφερόταν(ε) | αναφέρονταν, αναφερόντανε, αναφερόντουσαν | ||
Aorist | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφέρθηκα | αναφερθήκαμε | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφέρθηκες | αναφερθήκατε | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφέρθηκε | αναφέρθηκαν, αναφερθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναφέρει | έχουμε αναφέρει | έχω αναφερθεί | έχουμε αναφερθεί | |
έχεις αναφέρει | έχετε αναφέρει | έχεις αναφερθεί | έχετε αναφερθεί | ||
έχει αναφέρει | έχουν αναφέρει | έχει αναφερθεί | έχουν αναφερθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναφέρει | είχαμε αναφέρει | είχα αναφερθεί | είχαμε αναφερθεί | |
είχες αναφέρει | είχατε αναφέρει | είχες αναφερθεί | είχατε αναφερθεί | ||
είχε αναφέρει | είχαν αναφέρει | είχε αναφερθεί | είχαν αναφερθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφέρομαι | θα αναφερόμαστε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφέρεσαι | θα αναφέρεστε, θα αναφερόσαστε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφέρεται | θα αναφέρονται | ||
Fut ur | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφερθώ | θα αναφερθούμε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφερθείς | θα αναφερθείτε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφερθεί | θα αναφερθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναφέρει | θα έχουμε αναφέρει | θα έχω αναφερθεί | θα έχουμε αναφερθεί | |
θα έχεις αναφέρει | θα έχετε αναφέρει | θα έχεις αναφερθεί | θα έχετε αναφερθεί | ||
θα έχει αναφέρει | θα έχουν αναφέρει | θα έχει αναφερθεί | θα έχουν αναφερθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφέρομαι | να αναφερόμαστε |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφέρεσαι | να αναφέρεστε, να αναφερόσαστε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφέρεται | να αναφέρονται | ||
Aorist | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφερθώ | να αναφερθούμε | |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφερθείς | να αναφερθείτε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφερθεί | να αναφερθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναφέρει | να έχουμε αναφέρει | να έχω αναφερθεί | να έχουμε αναφερθεί | |
να έχεις αναφέρει | να έχετε αναφέρει | να έχεις αναφερθεί | να έχετε αναφερθεί | ||
να έχει αναφέρει | να έχουν αναφέρει | να έχει αναφερθεί | να έχουν αναφερθεί | ||
Imper ativ | Pres | αναφέρε | αναφέρετε | αναφέρεστε | |
Aorist | ανάφερε | αναφέρετε, αναφέρτε | αναφέρου | αναφερθείτε | |
Part izip | Pres | αναφέροντας | |||
Perf | έχοντας αναφέρει | ||||
Infin | Aorist | αναφέρει | αναφερθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δηλώνω | δηλώνουμε, δηλώνομε | δηλώνομαι | δηλωνόμαστε |
δηλώνεις | δηλώνετε | δηλώνεσαι | δηλώνεστε, δηλωνόσαστε | ||
δηλώνει | δηλώνουν(ε) | δηλώνεται | δηλώνονται | ||
Imper fekt | δήλωνα | δηλώναμε | δηλωνόμουν(α) | δηλωνόμαστε, δηλωνόμασταν | |
δήλωνες | δηλώνατε | δηλωνόσουν(α) | δηλωνόσαστε, δηλωνόσασταν | ||
δήλωνε | δήλωναν, δηλώναν(ε) | δηλωνόταν(ε) | δηλώνονταν, δηλωνόντανε, δηλωνόντουσαν | ||
Aorist | δήλωσα | δηλώσαμε | δηλώθηκα | δηλωθήκαμε | |
δήλωσες | δηλώσατε | δηλώθηκες | δηλωθήκατε | ||
δήλωσε | δήλωσαν, δηλώσαν(ε) | δηλώθηκε | δηλώθηκαν, δηλωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δηλώνω | θα δηλώνουμε, | θα δηλώνομαι | θα δηλωνόμαστε | |
θα δηλώνεις | θα δηλώνετε | θα δηλώνεσαι | θα δηλώνεστε, | ||
θα δηλώνει | θα δηλώνουν(ε) | θα δηλώνεται | θα δηλώνονται | ||
Fut ur | θα δηλώσω | θα δηλώσουμε, | θα δηλωθώ | θα δηλωθούμε | |
θα δηλώσεις | θα δηλώσετε | θα δηλωθείς | θα δηλωθείτε | ||
θα δηλώσει | θα δηλώσουν | θα δηλωθεί | θα δηλωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δηλώνω | να δηλώνουμε, | να δηλώνομαι | να δηλωνόμαστε |
να δηλώνεις | να δηλώνετε | να δηλώνεσαι | να δηλώνεστε, | ||
να δηλώνει | να δηλώνουν(ε) | να δηλώνεται | να δηλώνονται | ||
Aorist | να δηλώσω | να δηλώσουμε, | να δηλωθώ | να δηλωθούμε | |
να δηλώσεις | να δηλώσετε | να δηλωθείς | να δηλωθείτε | ||
να δηλώσει | να δηλώσουν(ε) | να δηλωθεί | να δηλωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις δηλώσει να έχεις δηλωμένο | να έχετε δηλώσει να έχετε δηλωμένο | να έχεις δηλωθεί να είσαι δηλωμένος, -η | να έχετε δηλωθεί να είστε δηλωμένοι, -ες | ||
να έχει δηλώσει να έχει δηλωμένο | να έχουν δηλώσει να έχουν δηλωμένο | να έχει δηλωθεί | να έχουν δηλωθεί | ||
Imper ativ | Pres | δήλωνε | δηλώνετε | δηλώνεστε | |
Aorist | δήλωσε | δηλώστε, δηλώσετε | δηλώσου | δηλωθείτε | |
Part izip | Pres | δηλώνοντας | |||
Perf | έχοντας δηλώσει, | δηλωμένος, -η, -ο | δηλωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δηλώσει | δηλωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | σημειώνω | σημειώνουμε, σημειώνομε | σημειώνομαι | σημειωνόμαστε |
σημειώνεις | σημειώνετε | σημειώνεσαι | σημειώνεστε, σημειωνόσαστε | ||
σημειώνει | σημειώνουν(ε) | σημειώνεται | σημειώνονται | ||
Imper fekt | σημείωνα | σημειώναμε | σημειωνόμουν(α) | σημειωνόμαστε, σημειωνόμασταν | |
σημείωνες | σημειώνατε | σημειωνόσουν(α) | σημειωνόσαστε, σημειωνόσασταν | ||
σημείωνε | σημείωναν, σημειώναν(ε) | σημειωνόταν(ε) | σημειώνονταν, σημειωνόντανε, σημειωνόντουσαν | ||
Aorist | σημείωσα | σημειώσαμε | σημειώθηκα | σημειωθήκαμε | |
σημείωσες | σημειώσατε | σημειώθηκες | σημειωθήκατε | ||
σημείωσε | σημείωσαν, σημειώσαν(ε) | σημειώθηκε | σημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα σημειώνω | θα σημειώνουμε, | θα σημειώνομαι | θα σημειωνόμαστε | |
θα σημειώνεις | θα σημειώνετε | θα σημειώνεσαι | θα σημειώνεστε, | ||
θα σημειώνει | θα σημειώνουν(ε) | θα σημειώνεται | θα σημειώνονται | ||
Fut ur | θα σημειώσω | θα σημειώσουμε, | θα σημειωθώ | θα σημειωθούμε | |
θα σημειώσεις | θα σημειώσετε | θα σημειωθείς | θα σημειωθείτε | ||
θα σημειώσει | θα σημειώσουν | θα σημειωθεί | θα σημειωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να σημειώνω | να σημειώνουμε, | να σημειώνομαι | να σημειωνόμαστε |
να σημειώνεις | να σημειώνετε | να σημειώνεσαι | να σημειώνεστε, | ||
να σημειώνει | να σημειώνουν(ε) | να σημειώνεται | να σημειώνονται | ||
Aorist | να σημειώσω | να σημειώσουμε, | να σημειωθώ | να σημειωθούμε | |
να σημειώσεις | να σημειώσετε | να σημειωθείς | να σημειωθείτε | ||
να σημειώσει | να σημειώσουν(ε) | να σημειωθεί | να σημειωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις σημειώσει να έχεις σημειωμένο | να έχετε σημειώσει να έχετε σημειωμένο | να έχεις σημειωθεί να είσαι σημειωμένος, -η | να έχετε σημειωθεί να είστε σημειωμένοι, -ες | ||
να έχει σημειώσει να έχει σημειωμένο | να έχουν σημειώσει να έχουν σημειωμένο | να έχει σημειωθεί | να έχουν σημειωθεί | ||
Imper ativ | Pres | σημείωνε | σημειώνετε | σημειώνεστε | |
Aorist | σημείωσε | σημειώστε, σημειώσετε | σημειώσου | σημειωθείτε | |
Part izip | Pres | σημειώνοντας | |||
Perf | έχοντας σημειώσει, | σημειωμένος, -η, -ο | σημειωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | σημειώσει | σημειωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δίνω | δίνουμε, δίνομε | δίνομαι | δινόμαστε |
δίνεις | δίνετε | δίνεσαι | δίνεστε, δινόσαστε | ||
δίνει | δίνουν(ε) | δίνεται | δίνονται | ||
Imper fekt | έδινα | δίναμε | δινόμουν(α) | δινόμαστε, δινόμασταν | |
έδινες | δίνατε | δινόσουν(α) | δινόσαστε, δινόσασταν | ||
έδινε | έδιναν, δίναν(ε) | δινόταν(ε) | δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν | ||
Aorist | έδωσα | δώσαμε | δόθηκα | δοθήκαμε | |
έδωσες | δώσατε | δόθηκες | δοθήκατε | ||
έδωσε | έδωσαν, δώσαν(ε) | δόθηκε | δόθηκαν, δοθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δίνω | θα δίνουμε, | θα δίνομαι | θα δινόμαστε | |
θα δίνεις | θα δίνετε | θα δίνεσαι | θα δίνεστε, | ||
θα δίνει | θα δίνουν(ε) | θα δίνεται | θα δίνονται | ||
Fut ur | θα δώσω | θα δώσουμε, | θα δοθώ | θα δοθούμε | |
θα δώσεις | θα δώσετε | θα δοθείς | θα δοθείτε | ||
θα δώσει | θα δώσουν(ε) | θα δοθεί | θα δοθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δίνω | να δίνουμε, | να δίνομαι | να δινόμαστε |
να δίνεις | να δίνετε | να δίνεσαι | να δίνεστε, | ||
να δίνει | να δίνουν(ε) | να δίνεται | να δίνονται | ||
Aorist | να δώσω | να δώσουμε, | να δοθώ | να δοθούμε | |
να δώσεις | να δώσετε | να δοθείς | να δοθείτε | ||
να δώσει | να δώσουν(ε) | να δοθεί | να δοθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | δίνε | δίνετε | δίνεστε | |
Aorist | δώσε | δώστε | δώσου | δοθείτε | |
Part izip | Pres | δίνοντας | |||
Perf | έχοντας δώσει, έχοντας δοσμένο | δοσμένος, -η, -ο | δοσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δώσει | δοθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.