σημειώνω Verb  [simiono, shmeiwnw]

  Verb
(8)
  Verb
(7)
  Verb
(3)
  Verb
(3)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σημειώνω

σημειώνω Koine-Griechisch σημειόω / σημειῶ altgriechisch σημεῖον σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((Lehnübersetzung) französisch noter)


GriechischDeutsch
Πολλά από τα σημεία της παρέμβασής του ήταν τόσο λεπτομερή που δεν φαντάζομαι ότι περιμένει να του δώσω απάντηση σήμερα το απόγευμα, αλλά τα σημειώνω και είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξει περαιτέρω σχετικός διάλογος μεταξύ μας.Viele Punkte waren so detaillierter Art, daß ich nicht glaube, er erwartet heute nachmittag von mir eine Antwort darauf, ich werde sie aber notieren, und ich zweifle nicht daran, daß wir weiter über sie reden werden.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu σημειώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σημειώνωσημειώνουμε, σημειώνομεσημειώνομαισημειωνόμαστε
σημειώνειςσημειώνετεσημειώνεσαισημειώνεστε, σημειωνόσαστε
σημειώνεισημειώνουν(ε)σημειώνεταισημειώνονται
Imper
fekt
σημείωνασημειώναμεσημειωνόμουν(α)σημειωνόμαστε, σημειωνόμασταν
σημείωνεςσημειώνατεσημειωνόσουν(α)σημειωνόσαστε, σημειωνόσασταν
σημείωνεσημείωναν, σημειώναν(ε)σημειωνόταν(ε)σημειώνονταν, σημειωνόντανε, σημειωνόντουσαν
Aoristσημείωσασημειώσαμεσημειώθηκασημειωθήκαμε
σημείωσεςσημειώσατεσημειώθηκεςσημειωθήκατε
σημείωσεσημείωσαν, σημειώσαν(ε)σημειώθηκεσημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σημειώσει
έχω σημειωμένο
έχουμε σημειώσει
έχουμε σημειωμένο
έχω σημειωθεί
είμαι σημειωμένος, -η
έχουμε σημειωθεί
είμαστε σημειωμένοι, -ες
έχεις σημειώσει
έχεις σημειωμένο
έχετε σημειώσει
έχετε σημειωμένο
έχεις σημειωθεί
είσαι σημειωμένος, -η
έχετε σημειωθεί
είστε σημειωμένοι, -ες
έχει σημειώσει
έχει σημειωμένο
έχουν σημειώσει
έχουν σημειωμένο
έχει σημειωθεί
είναι σημειωμένος, -η, -ο
έχουν σημειωθεί
είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σημειώσει
είχα σημειωμένο
είχαμε σημειώσει
είχαμε σημειωμένο
είχα σημειωθεί
ήμουν σημειωμένος, -η
είχαμε σημειωθεί
ήμαστε σημειωμένοι, -ες
είχες σημειώσει
είχες σημειωμένο
είχατε σημειώσει
είχατε σημειωμένο
είχες σημειωθεί
ήσουν σημειωμένος, -η
είχατε σημειωθεί
ήσαστε σημειωμένοι, -ες
είχε σημειώσει
είχε σημειωμένο
είχαν σημειώσει
είχαν σημειωμένο
είχε σημειωθεί
ήταν σημειωμένος, -η, -ο
είχαν σημειωθεί
ήταν σημειωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σημειώνωθα σημειώνουμε, θα σημειώνομεθα σημειώνομαιθα σημειωνόμαστε
θα σημειώνειςθα σημειώνετεθα σημειώνεσαιθα σημειώνεστε, θα σημειωνόσαστε
θα σημειώνειθα σημειώνουν(ε)θα σημειώνεταιθα σημειώνονται
Fut
ur
θα σημειώσωθα σημειώσουμε, θα σημειώσομεθα σημειωθώθα σημειωθούμε
θα σημειώσειςθα σημειώσετεθα σημειωθείςθα σημειωθείτε
θα σημειώσειθα σημειώσουνθα σημειωθείθα σημειωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σημειώσει
θα έχω σημειωμένο
θα έχουμε σημειώσει
θα έχουμε σημειωμένο
θα έχω σημειωθεί
θα είμαι σημειωμένος, -η
θα έχουμε σημειωθεί
θα είμαστε σημειωμένοι, -ες
θα έχεις σημειώσει
θα έχεις σημειωμένο
θα έχετε σημειώσει
θα έχετε σημειωμένο
θα έχεις σημειωθεί
θα είσαι σημειωμένος, -η
θα έχετε σημειωθεί
θα είστε σημειωμένοι, -ες
θα έχει σημειώσει
θα έχει σημειωμένο
θα έχουν σημειώσει
θα έχουν σημειωμένο
θα έχει σημειωθεί
θα είναι σημειωμένος, -η, -ο
θα έχουν σημειωθεί
θα είναι σημειωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σημειώνωνα σημειώνουμε, να σημειώνομενα σημειώνομαινα σημειωνόμαστε
να σημειώνειςνα σημειώνετενα σημειώνεσαινα σημειώνεστε, να σημειωνόσαστε
να σημειώνεινα σημειώνουν(ε)να σημειώνεταινα σημειώνονται
Aoristνα σημειώσωνα σημειώσουμε, να σημειώσομενα σημειωθώνα σημειωθούμε
να σημειώσειςνα σημειώσετενα σημειωθείςνα σημειωθείτε
να σημειώσεινα σημειώσουν(ε)να σημειωθείνα σημειωθούν(ε)
Perfνα έχω σημειώσει
να έχω σημειωμένο
να έχουμε σημειώσει
να έχουμε σημειωμένο
να έχω σημειωθεί
να είμαι σημειωμένος, -η
να έχουμε σημειωθεί
να είμαστε σημειωμένοι, -ες
να έχεις σημειώσει
να έχεις σημειωμένο
να έχετε σημειώσει
να έχετε σημειωμένο
να έχεις σημειωθεί
να είσαι σημειωμένος, -η
να έχετε σημειωθεί
να είστε σημειωμένοι, -ες
να έχει σημειώσει
να έχει σημειωμένο
να έχουν σημειώσει
να έχουν σημειωμένο
να έχει σημειωθεί
να είναι σημειωμένος, -η, -ο
να έχουν σημειωθεί
να είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσημείωνεσημειώνετεσημειώνεστε
Aoristσημείωσεσημειώστε, σημειώσετεσημειώσουσημειωθείτε
Part
izip
Presσημειώνοντας
Perfέχοντας σημειώσει, έχοντας σημειωμένοσημειωμένος, -η, -οσημειωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσημειώσεισημειωθεί























Griechische Definition zu σημειώνω

σημειώνω [simióno] -ομαι : 1. βάζω ένα διακριτικό σημάδι κάπου, ως σημείο αναγνώρισης ή υπενθύμισης· σημαδεύω: Nα σημειώσεις τη σελίδα. σημειώνω με σταυρό. Είχε σημειώσει τα λάθη με κόκκινο μολύβι. Tου σημείωσαν την κόλα, συνήθ. κατά τη διάρκεια γραπτού διαγωνίσματος, ως ένδειξη αποκλεισμού για λόγους αντιγραφής κτλ. || Ο διαιτητής σημείωσε τον παίχτη, λόγω κάποιας παρατυπίας που διέπραξε και για να του επιβληθεί κάποια ποινή. ΦΡ σημειώσατε X*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback