verzeichnen
 Verb

σημειώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die Register der Engel verzeichnen fünf Schläge.Έχει καταγραφεί. Που καταγράφηκε; Στα κατάστιχα των αγγέλων.

Übersetzung nicht bestätigt

Du hast selbst genug zu verzeichnen.Το Βιβλίο σου είναι γεμάτο φόνους.

Übersetzung nicht bestätigt

Mein Protokoll wird Antonssons Schuld als unerheblich verzeichnen.Η αναφορά θα επικεντρωθεί στο ότι ο 'ντονσον είχε μικρή ή καθόλου ευθύνη για το γεγονός.

Übersetzung nicht bestätigt

Sonst keine offiziellen Ereignisse zu verzeichnen.Κανένα συμβάν άξιο παρατήρησης.

Übersetzung nicht bestätigt

Und es gibt noch immer kein Wort aus dem Inneren der Downing Street, obwohl wir noch neue Ankommende verzeichnen.Δεν έχει ακουστεί ακόμα τίποτα από την Ντάουνινγκ, έχουμε όμως νέες αφίξεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
auflisten
verzeichnen
listen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σημειώνωσημειώνουμε, σημειώνομεσημειώνομαισημειωνόμαστε
σημειώνειςσημειώνετεσημειώνεσαισημειώνεστε, σημειωνόσαστε
σημειώνεισημειώνουν(ε)σημειώνεταισημειώνονται
Imper
fekt
σημείωνασημειώναμεσημειωνόμουν(α)σημειωνόμαστε, σημειωνόμασταν
σημείωνεςσημειώνατεσημειωνόσουν(α)σημειωνόσαστε, σημειωνόσασταν
σημείωνεσημείωναν, σημειώναν(ε)σημειωνόταν(ε)σημειώνονταν, σημειωνόντανε, σημειωνόντουσαν
Aoristσημείωσασημειώσαμεσημειώθηκασημειωθήκαμε
σημείωσεςσημειώσατεσημειώθηκεςσημειωθήκατε
σημείωσεσημείωσαν, σημειώσαν(ε)σημειώθηκεσημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σημειώσει
έχω σημειωμένο
έχουμε σημειώσει
έχουμε σημειωμένο
έχω σημειωθεί
είμαι σημειωμένος, -η
έχουμε σημειωθεί
είμαστε σημειωμένοι, -ες
έχεις σημειώσει
έχεις σημειωμένο
έχετε σημειώσει
έχετε σημειωμένο
έχεις σημειωθεί
είσαι σημειωμένος, -η
έχετε σημειωθεί
είστε σημειωμένοι, -ες
έχει σημειώσει
έχει σημειωμένο
έχουν σημειώσει
έχουν σημειωμένο
έχει σημειωθεί
είναι σημειωμένος, -η, -ο
έχουν σημειωθεί
είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σημειώσει
είχα σημειωμένο
είχαμε σημειώσει
είχαμε σημειωμένο
είχα σημειωθεί
ήμουν σημειωμένος, -η
είχαμε σημειωθεί
ήμαστε σημειωμένοι, -ες
είχες σημειώσει
είχες σημειωμένο
είχατε σημειώσει
είχατε σημειωμένο
είχες σημειωθεί
ήσουν σημειωμένος, -η
είχατε σημειωθεί
ήσαστε σημειωμένοι, -ες
είχε σημειώσει
είχε σημειωμένο
είχαν σημειώσει
είχαν σημειωμένο
είχε σημειωθεί
ήταν σημειωμένος, -η, -ο
είχαν σημειωθεί
ήταν σημειωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σημειώνωθα σημειώνουμε, θα σημειώνομεθα σημειώνομαιθα σημειωνόμαστε
θα σημειώνειςθα σημειώνετεθα σημειώνεσαιθα σημειώνεστε, θα σημειωνόσαστε
θα σημειώνειθα σημειώνουν(ε)θα σημειώνεταιθα σημειώνονται
Fut
ur
θα σημειώσωθα σημειώσουμε, θα σημειώσομεθα σημειωθώθα σημειωθούμε
θα σημειώσειςθα σημειώσετεθα σημειωθείςθα σημειωθείτε
θα σημειώσειθα σημειώσουνθα σημειωθείθα σημειωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σημειώσει
θα έχω σημειωμένο
θα έχουμε σημειώσει
θα έχουμε σημειωμένο
θα έχω σημειωθεί
θα είμαι σημειωμένος, -η
θα έχουμε σημειωθεί
θα είμαστε σημειωμένοι, -ες
θα έχεις σημειώσει
θα έχεις σημειωμένο
θα έχετε σημειώσει
θα έχετε σημειωμένο
θα έχεις σημειωθεί
θα είσαι σημειωμένος, -η
θα έχετε σημειωθεί
θα είστε σημειωμένοι, -ες
θα έχει σημειώσει
θα έχει σημειωμένο
θα έχουν σημειώσει
θα έχουν σημειωμένο
θα έχει σημειωθεί
θα είναι σημειωμένος, -η, -ο
θα έχουν σημειωθεί
θα είναι σημειωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σημειώνωνα σημειώνουμε, να σημειώνομενα σημειώνομαινα σημειωνόμαστε
να σημειώνειςνα σημειώνετενα σημειώνεσαινα σημειώνεστε, να σημειωνόσαστε
να σημειώνεινα σημειώνουν(ε)να σημειώνεταινα σημειώνονται
Aoristνα σημειώσωνα σημειώσουμε, να σημειώσομενα σημειωθώνα σημειωθούμε
να σημειώσειςνα σημειώσετενα σημειωθείςνα σημειωθείτε
να σημειώσεινα σημειώσουν(ε)να σημειωθείνα σημειωθούν(ε)
Perfνα έχω σημειώσει
να έχω σημειωμένο
να έχουμε σημειώσει
να έχουμε σημειωμένο
να έχω σημειωθεί
να είμαι σημειωμένος, -η
να έχουμε σημειωθεί
να είμαστε σημειωμένοι, -ες
να έχεις σημειώσει
να έχεις σημειωμένο
να έχετε σημειώσει
να έχετε σημειωμένο
να έχεις σημειωθεί
να είσαι σημειωμένος, -η
να έχετε σημειωθεί
να είστε σημειωμένοι, -ες
να έχει σημειώσει
να έχει σημειωμένο
να έχουν σημειώσει
να έχουν σημειωμένο
να έχει σημειωθεί
να είναι σημειωμένος, -η, -ο
να έχουν σημειωθεί
να είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσημείωνεσημειώνετεσημειώνεστε
Aoristσημείωσεσημειώστε, σημειώσετεσημειώσουσημειωθείτε
Part
izip
Presσημειώνοντας
Perfέχοντας σημειώσει, έχοντας σημειωμένοσημειωμένος, -η, -οσημειωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσημειώσεισημειωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback