anmerken
 Verb

σημειώνω Verb
(7)
DeutschGriechisch
Das möchte ich nur der Präzision halber anmerken.Το σημειώνω απλώς ως διευκρίνιση.

Übersetzung bestätigt

Wir tun Recht daran, diese Schutzmaßnahme zu schaffen, und ich möchte anmerken, dass der ehemalige Vorsitzende von Herrn Hannans Partei, der ein Mitglied unseres Ausschusses ist, im Übrigen für die Maßnahme gestimmt hat, daher ist Herrn Hannans Haltung beschämend.Πράττουμε σωστά λαμβάνοντας αυτό το μέτρο διασφάλισης, και σημειώνω ότι ο πρώην ηγέτης του κόμματος του κ. Hannan, μέλος της επιτροπής μας, στην πραγματικότητα ψήφισε υπέρ αυτού του μέτρου, επομένως η συμπεριφορά του κ. Hannan είναι απαράδεκτη.

Übersetzung bestätigt

Nicht zuletzt möchte ich anmerken, dass die Kommission kürzlich der Genehmigung der Maissorte GA 21 zugestimmt hat, die Einfuhren aus Argentinien mit dem zufälligen Vorkommen dieser genetisch veränderten Pflanze ermöglichen wird.Τέλος, σημειώνω ότι η Επιτροπή ενέκρινε πρόσφατα τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στο υβρίδιο αραβοσίτου GA 21, γεγονός που θα διευκολύνει τις εισαγωγές ζωοτροφών από την Αργεντινή με τυχαία ίχνη αυτού του ΓΤ οργανισμού. "

Übersetzung bestätigt

Zweitens möchte ich anmerken, dass die Regierung der Militärjunta das Übereinkommen der Vereinten Nationen gegen Korruption im Jahr 2005 zwar unterzeichnet, es aber nicht ratifiziert hat. Die Ratifizierung sollte aber auch nur als ein erster Schritt gesehen werden: Die Umsetzung ist entscheidend, wenn es um die Bekämpfung von Korruption geht.Δεύτερον, σημειώνω ότι η κυβέρνηση της στρατιωτικής χούντας υπέγραψε τη σύμβαση των "νωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς το 2005, αλλά δεν την επικύρωσε. " επικύρωση, ωστόσο, πρέπει να θεωρείται μόνο ως ένα πρώτο βήμα: η εφαρμογή είναι το κλειδί, όταν πρόκειται για την καταπολέμηση της διαφθοράς. " διαφθορά φέρνει φτώχεια και ατιμωρησία.

Übersetzung bestätigt

Wir in Nordirland erhalten bedeutende Finanzmittel aus dem ESF, die vom Ministerium für Bildung und Beschäftigung verteilt werden, und ich möchte anmerken, dass in einer vor kurzem im Oberhaus durchgeführten Untersuchung des ESF festgestellt wurde, dass der ESF nach wie vor einen erheblichen Beitrag zur Unterstützung des Wirtschaftswachstums in Nordirland leistet, das auf die Schaffung einer wissensbasierten Wirtschaft mit hochqualifizierten und flexiblen Arbeitskräften abzielt.Στη Βόρεια Ιρλανδία, λαμβάνουμε σημαντική χρηματοδότηση από το ΕΚΤ, η οποία διατίθεται μέσω του Υπουργείου Μάθησης και Απασχόλησης, σημειώνω δε ότι, σε πρόσφατη έρευνα της Βουλής των Λόρδων σχετικά με το ΕΚΤ, διαπιστώθηκε ότι το ΕΚΤ εξακολουθεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην υποστήριξη της οικονομικής μεγέθυνσης στη Βόρεια Ιρλανδία, αποβλέποντας στη δημιουργία μιας οικονομίας της γνώσης με εργατικό δυναμικό που χαρακτηρίζεται από υψηλή εξειδίκευση και αυξημένη ευελιξία.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σημειώνωσημειώνουμε, σημειώνομεσημειώνομαισημειωνόμαστε
σημειώνειςσημειώνετεσημειώνεσαισημειώνεστε, σημειωνόσαστε
σημειώνεισημειώνουν(ε)σημειώνεταισημειώνονται
Imper
fekt
σημείωνασημειώναμεσημειωνόμουν(α)σημειωνόμαστε, σημειωνόμασταν
σημείωνεςσημειώνατεσημειωνόσουν(α)σημειωνόσαστε, σημειωνόσασταν
σημείωνεσημείωναν, σημειώναν(ε)σημειωνόταν(ε)σημειώνονταν, σημειωνόντανε, σημειωνόντουσαν
Aoristσημείωσασημειώσαμεσημειώθηκασημειωθήκαμε
σημείωσεςσημειώσατεσημειώθηκεςσημειωθήκατε
σημείωσεσημείωσαν, σημειώσαν(ε)σημειώθηκεσημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σημειώσει
έχω σημειωμένο
έχουμε σημειώσει
έχουμε σημειωμένο
έχω σημειωθεί
είμαι σημειωμένος, -η
έχουμε σημειωθεί
είμαστε σημειωμένοι, -ες
έχεις σημειώσει
έχεις σημειωμένο
έχετε σημειώσει
έχετε σημειωμένο
έχεις σημειωθεί
είσαι σημειωμένος, -η
έχετε σημειωθεί
είστε σημειωμένοι, -ες
έχει σημειώσει
έχει σημειωμένο
έχουν σημειώσει
έχουν σημειωμένο
έχει σημειωθεί
είναι σημειωμένος, -η, -ο
έχουν σημειωθεί
είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σημειώσει
είχα σημειωμένο
είχαμε σημειώσει
είχαμε σημειωμένο
είχα σημειωθεί
ήμουν σημειωμένος, -η
είχαμε σημειωθεί
ήμαστε σημειωμένοι, -ες
είχες σημειώσει
είχες σημειωμένο
είχατε σημειώσει
είχατε σημειωμένο
είχες σημειωθεί
ήσουν σημειωμένος, -η
είχατε σημειωθεί
ήσαστε σημειωμένοι, -ες
είχε σημειώσει
είχε σημειωμένο
είχαν σημειώσει
είχαν σημειωμένο
είχε σημειωθεί
ήταν σημειωμένος, -η, -ο
είχαν σημειωθεί
ήταν σημειωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σημειώνωθα σημειώνουμε, θα σημειώνομεθα σημειώνομαιθα σημειωνόμαστε
θα σημειώνειςθα σημειώνετεθα σημειώνεσαιθα σημειώνεστε, θα σημειωνόσαστε
θα σημειώνειθα σημειώνουν(ε)θα σημειώνεταιθα σημειώνονται
Fut
ur
θα σημειώσωθα σημειώσουμε, θα σημειώσομεθα σημειωθώθα σημειωθούμε
θα σημειώσειςθα σημειώσετεθα σημειωθείςθα σημειωθείτε
θα σημειώσειθα σημειώσουνθα σημειωθείθα σημειωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σημειώσει
θα έχω σημειωμένο
θα έχουμε σημειώσει
θα έχουμε σημειωμένο
θα έχω σημειωθεί
θα είμαι σημειωμένος, -η
θα έχουμε σημειωθεί
θα είμαστε σημειωμένοι, -ες
θα έχεις σημειώσει
θα έχεις σημειωμένο
θα έχετε σημειώσει
θα έχετε σημειωμένο
θα έχεις σημειωθεί
θα είσαι σημειωμένος, -η
θα έχετε σημειωθεί
θα είστε σημειωμένοι, -ες
θα έχει σημειώσει
θα έχει σημειωμένο
θα έχουν σημειώσει
θα έχουν σημειωμένο
θα έχει σημειωθεί
θα είναι σημειωμένος, -η, -ο
θα έχουν σημειωθεί
θα είναι σημειωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σημειώνωνα σημειώνουμε, να σημειώνομενα σημειώνομαινα σημειωνόμαστε
να σημειώνειςνα σημειώνετενα σημειώνεσαινα σημειώνεστε, να σημειωνόσαστε
να σημειώνεινα σημειώνουν(ε)να σημειώνεταινα σημειώνονται
Aoristνα σημειώσωνα σημειώσουμε, να σημειώσομενα σημειωθώνα σημειωθούμε
να σημειώσειςνα σημειώσετενα σημειωθείςνα σημειωθείτε
να σημειώσεινα σημειώσουν(ε)να σημειωθείνα σημειωθούν(ε)
Perfνα έχω σημειώσει
να έχω σημειωμένο
να έχουμε σημειώσει
να έχουμε σημειωμένο
να έχω σημειωθεί
να είμαι σημειωμένος, -η
να έχουμε σημειωθεί
να είμαστε σημειωμένοι, -ες
να έχεις σημειώσει
να έχεις σημειωμένο
να έχετε σημειώσει
να έχετε σημειωμένο
να έχεις σημειωθεί
να είσαι σημειωμένος, -η
να έχετε σημειωθεί
να είστε σημειωμένοι, -ες
να έχει σημειώσει
να έχει σημειωμένο
να έχουν σημειώσει
να έχουν σημειωμένο
να έχει σημειωθεί
να είναι σημειωμένος, -η, -ο
να έχουν σημειωθεί
να είναι σημειωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσημείωνεσημειώνετεσημειώνεστε
Aoristσημείωσεσημειώστε, σημειώσετεσημειώσουσημειωθείτε
Part
izip
Presσημειώνοντας
Perfέχοντας σημειώσει, έχοντας σημειωμένοσημειωμένος, -η, -οσημειωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσημειώσεισημειωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback