streichen
 Verb

βάφω Verb
(6)
διαγράφω Verb
(1)
καταργώ Verb
(0)
μπογιατίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Im Regen streichen oder alle Welt glauben lassen, ich wäre eine Hure?Να βάφω στη βροχή ή να λένε όλοι ότι είμαι πόρνη;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich so schlau bin, wie kommt es dann, dass ich beim Zäune streichen helfe, um ein rechtswissenschaftliches Diplom der Harvard Universität abzubezahlen?Αφού είμαι τόσο έξυπνος, γιατί βάφω κάγκελα για να ξεπληρώσω το δάνειο για το Χάρβαρντ;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde nicht dafür bezahlen deinen Zaun zu streichen und ich werde auch nicht für dein Auto bezahlen.Δεν βάφω το φράκτη σου και δεν αγοράζω το αυτοκίνητο σου. Πάρε το χαρτί πίσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich benutzte es, um meinen Aufenthaltsraum ziegelrot zu streichen.Το χρησιμοποιούσα για να βάφω τα τούβλα του δωματίου κόκκινα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich hab auch angefangen die Wände zu streichenΆρχισα επίσης να βάφω το δωμάτιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
streichen um

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάφωβάφουμε, βάφομεβάφομαιβαφόμαστε
βάφειςβάφετεβάφεσαιβάφεστε, βαφόσαστε
βάφειβάφουν(ε)βάφεταιβάφονται
Imper
fekt
έβαφαβάφαμεβαφόμουν(α)βαφόμαστε, βαφόμασταν
έβαφεςβάφατεβαφόσουν(α)βαφόσαστε, βαφόσασταν
έβαφεέβαφαν, βάφαν(ε)βαφόταν(ε)βάφονταν, βαφόντανε, βαφόντουσαν
Aoristέβαψαβάψαμεβάφτηκα, βάφηκαβαφτήκαμε, βαφήκαμε
έβαψεςβάψατεβάφτηκες, βάφηκεςβαφτήκατε, βαφήκατε
έβαψεέβαψαν, βάψαν(ε)βάφτηκε, βάφηκεβάφτηκαν, βαφτήκαν(ε), βάφηκαν, βαφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάψει
έχω βαμμένο
έχουμε βάψει
έχουμε βαμμένο
έχω βαφτεί
έχω βαφεί
είμαι βαμμένος, -η
έχουμε βαφτεί
έχουμε βαφεί
είμαστε βαμμένοι, -ες
έχεις βάψει
έχεις βαμμένο
έχετε βάψει
έχετε βαμμένο
έχεις βαφτεί
έχεις βαφεί
είσαι βαμμένος, -η
έχετε βαφτεί
έχετε βαφεί
είστε βαμμένοι, -ες
έχει βάψει
έχει βαμμένο
έχουν βάψει
έχουν βαμμένο
έχει βαφτεί
έχει βαφεί
είναι βαμμένος, -η, -ο
έχουν βαφτεί
έχουν βαφεί
είναι βαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάψει
είχα βαμμένο
είχαμε βάψει
είχαμε βαμμένο
είχα βαφτεί
είχα βαφεί
ήμουν βαμμένος, -η
είχαμε βαφτεί
είχαμε βαφεί
ήμαστε βαμμένοι, -ες
είχες βάψει
είχες βαμμένο
είχατε βάψει
είχατε βαμμένο
είχες βαφτεί
είχες βαφεί
ήσουν βαμμένος, -η
είχατε βαφτεί
είχατε βαφεί
ήσαστε βαμμένοι, -ες
είχε βάψει
είχε βαμμένο
είχαν βάψει
είχαν βαμμένο
είχε βαφτεί
είχε βαφεί
ήταν βαμμένος, -η, -ο
είχαν βαφτεί
είχαν βαφεί
ήταν βαμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάφωθα βάφουμε, θα βάφομεθα βάφομαιθα βαφόμαστε
θα βάφειςθα βάφετεθα βάφεσαιθα βάφεστε, θα βαφόσαστε
θα βάφειθα βάφουν(ε)θα βάφεταιθα βάφονται
Fut
ur
θα βάψωθα βάψουμε, θα βάψομεθα βαφτώ, θα βαφώθα βαφτούμε, θα βαφούμε
θα βάψειςθα βάψετεθα βαφτείς, θα βαφείςθα βαφτείτε, θα βαφείτε
θα βάψειθα βάψουν(ε)θα βαφτεί, θα βαφείθα βαφτούν(ε), θα βαφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάψει
θα έχω βαμμένο
θα έχουμε βάψει
θα έχουμε βαμμένο
θα έχω βαφτεί
θα έχω βαφεί
θα είμαι βαμμένος, -η
θα έχουμε βαφτεί
θα έχουμε βαφεί
θα είμαστε βαμμένοι, -ες
θα έχεις βάψει
θα έχεις βαμμένο
θα έχετε βάψει
θα έχετε βαμμένο
θα έχεις βαφτεί
θα έχεις βαφεί
θα είσαι βαμμένος, -η
θα έχετε βαφτεί
θα έχετε βαφεί
θα είστε βαμμένοι, -ες
θα έχει βάψει
θα έχει βαμμένο
θα έχουν βάψει
θα έχουν βαμμένο
θα έχει βαφτεί
θα έχει βαφεί
θα είναι βαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτεί
θα έχουν βαφεί
θα είναι βαμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάφωνα βάφουμε, να βάφομενα βάφομαινα βαφόμαστε
να βάφειςνα βάφετενα βάφεσαινα βάφεστε, να βαφόσαστε
να βάφεινα βάφουν(ε)να βάφεταινα βάφονται
Aoristνα βάψωνα βάψουμε, να βάψομενα βαφτώ, να βαφώνα βαφτούμε, να βαφούμε
να βάψειςνα βάψετενα βαφτείς, να βαφείςνα βαφτείτε, να βαφείτε
να βάψεινα βάψουν(ε)να βαφτεί, να βαφείνα βαφτούν(ε), να βαφούν(ε)
Perfνα έχω βάψει
να έχω βαμμένο
να έχουμε βάψει
να έχουμε βαμμένο
να έχω βαφτεί
να έχω βαφεί
να είμαι βαμμένος, -η
να έχουμε βαφτεί
να έχουμε βαφεί
να είμαστε βαμμένοι, -ες
να έχεις βάψει
να έχεις βαμμένο
να έχετε βάψει
να έχετε βαμμένο
να έχεις βαφτεί
να έχεις βαφεί
να είσαι βαμμένος, -η
να έχετε βαφτεί
να έχετε βαφεί
να είστε βαμμένοι, -ες
να έχει βάψει
να έχει βαμμένο
να έχουν βάψει
να έχουν βαμμένο
να έχει βαφτεί
να έχει βαφεί
να είναι βαμμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτεί
να έχουν βαφεί
να είναι βαμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάφεβάφετεβάφεστε
Aoristβάψεβάψτε, βάφτεβάψουβαψτείτε, βαφείτε
Part
izip
Presβάφονταςβαφόμενος
Perfέχοντας βάψει, έχοντας βαμμένοβαμμένος, -η, -οβαμμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάψειβαφτεί, βαφεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαγράφωδιαγράφουμε, διαγράφομεδιαγράφομαιδιαγραφόμαστε
διαγράφειςδιαγράφετεδιαγράφεσαιδιαγράφεστε, διαγραφόσαστε
διαγράφειδιαγράφουν(ε)διαγράφεταιδιαγράφονται
Imper
fekt
διέγραφαδιαγράφαμεδιαγραφόμουν(α)διαγραφόμαστε, διαγραφόμασταν
διέγραφεςδιαγράφατεδιαγραφόσουν(α)διαγραφόσαστε, διαγραφόσασταν
διέγραφεδιέγραφαν, διαγράφαν(ε)διαγραφόταν(ε)διαγράφονταν, διαγραφόντανε, διαγραφόντουσαν
Aoristδιέγραψαδιαγράψαμεδιαγράφτηκα, διαγράφηκαδιαγραφτήκαμε, διαγραφήκαμε
διέγραψεςδιαγράψατεδιαγράφτηκες, διαγράφηκεςδιαγραφτήκατε, διαγραφήκατε
διέγραψεδιέγραψαν, διαγράψαν(ε)διαγράφτηκε, διαγράφηκεδιαγράφτηκαν, διαγραφτήκαν(ε), διαγράφηκαν, διαγραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαγράψει
έχω διαγραμμένο
έχουμε διαγράψει
έχουμε διαγραμμένο
έχω διαγραφτεί
έχω διαγραφεί
είμαι διαγραμμένος, -η
έχουμε διαγραφτεί
έχουμε διαγραφεί
είμαστε διαγραμμένοι, -ες
έχεις διαγράψει
έχεις διαγραμμένο
έχετε διαγράψει
έχετε διαγραμμένο
έχεις διαγραφτεί
έχεις διαγραφεί
είσαι διαγραμμένος, -η
έχετε διαγραφτεί
έχετε διαγραφεί
είστε διαγραμμένοι, -ες
έχει διαγράψει
έχει διαγραμμένο
έχουν διαγράψει
έχουν διαγραμμένο
έχει διαγραφτεί
έχει διαγραφεί
είναι διαγραμμένος, -η, -ο
έχουν διαγραφτεί
έχουν διαγραφεί
είναι διαγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαγράψει
είχα διαγραμμένο
είχαμε διαγράψει
είχαμε διαγραμμένο
είχα διαγραφτεί
είχα διαγραφεί
ήμουν διαγραμμένος, -η
είχαμε διαγραφτεί
είχαμε διαγραφεί
ήμαστε διαγραμμένοι, -ες
είχες διαγράψει
είχες διαγραμμένο
είχατε διαγράψει
είχατε διαγραμμένο
είχες διαγραφτεί
είχες διαγραφεί
ήσουν διαγραμμένος, -η
είχατε διαγραφτεί
είχατε διαγραφεί
ήσαστε διαγραμμένοι, -ες
είχε διαγράψει
είχε διαγραμμένο
είχαν διαγράψει
είχαν διαγραμμένο
είχε διαγραφτεί
είχε διαγραφεί
ήταν διαγραμμένος, -η, -ο
είχαν διαγραφτεί
είχαν διαγραφεί
ήταν διαγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαγράφωθα διαγράφουμε, θα διαγράφομεθα διαγράφομαιθα διαγραφόμαστε
θα διαγράφειςθα διαγράφετεθα διαγράφεσαιθα διαγράφεστε, θα διαγραφόσαστε
θα διαγράφειθα διαγράφουν(ε)θα διαγράφεταιθα διαγράφονται
Fut
ur
θα διαγράψωθα διαγράψουμε, θα διαγράψομεθα διαγραφτώ, θα διαγραφώθα διαγραφτούμε, θα διαγραφούμε
θα διαγράψειςθα διαγράψετεθα διαγραφτείς, θα διαγραφείςθα διαγραφτείτε, θα διαγραφείτε
θα διαγράψειθα διαγράψουν(ε)θα διαγραφτεί, θα διαγραφείθα διαγραφτούν(ε), θα διαγραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαγράψει
θα έχω διαγραμμένο
θα έχουμε διαγράψει
θα έχουμε διαγραμμένο
θα έχω διαγραφτεί
θα έχω διαγραφεί
θα είμαι διαγραμμένος, -η
θα έχουμε διαγραφτεί
θα έχουμε διαγραφεί
θα είμαστε διαγραμμένοι, -ες
θα έχεις διαγράψει
θα έχεις διαγραμμένο
θα έχετε διαγράψει
θα έχετε διαγραμμένο
θα έχεις διαγραφτεί
θα έχεις διαγραφεί
θα είσαι διαγραμμένος, -η
θα έχετε διαγραφτεί
θα έχετε διαγραφεί
θα είστε διαγραμμένοι, -ες
θα έχει διαγράψει
θα έχει διαγραμμένο
θα έχουν διαγράψει
θα έχουν διαγραμμένο
θα έχει διαγραφτεί
θα έχει διαγραφεί
θα είναι διαγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν διαγραφτεί
θα έχουν διαγραφεί
θα είναι διαγραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαγράφωνα διαγράφουμε, να διαγράφομενα διαγράφομαινα διαγραφόμαστε
να διαγράφειςνα διαγράφετενα διαγράφεσαινα διαγράφεστε, να διαγραφόσαστε
να διαγράφεινα διαγράφουν(ε)να διαγράφεταινα διαγράφονται
Aoristνα διαγράψωνα διαγράψουμε, να διαγράψομενα διαγραφτώ, να διαγραφώνα διαγραφτούμε, να διαγραφούμε
να διαγράψειςνα διαγράψετενα διαγραφτείς, να διαγραφείςνα διαγραφτείτε, να διαγραφείτε
να διαγράψεινα διαγράψουν(ε)να διαγραφτεί, να διαγραφείνα διαγραφτούν(ε), να διαγραφούν(ε)
Perfνα έχω διαγράψει
να έχω διαγραμμένο
να έχουμε διαγράψει
να έχουμε διαγραμμένο
να έχω διαγραφτεί
να έχω διαγραφεί
να είμαι διαγραμμένος, -η
να έχουμε διαγραφτεί
να έχουμε διαγραφεί
να είμαστε διαγραμμένοι, -ες
να έχεις διαγράψει
να έχεις διαγραμμένο
να έχετε διαγράψει
να έχετε διαγραμμένο
να έχεις διαγραφτεί
να έχεις διαγραφεί
να είσαι διαγραμμένος, -η
να έχετε διαγραφτεί
να έχετε διαγραφεί
να είστε διαγραμμένοι, -ες
να έχει διαγράψει
να έχει διαγραμμένο
να έχουν διαγράψει
να έχουν διαγραμμένο
να έχει διαγραφτεί
να έχει διαγραφεί
να είναι διαγραμμένος, -η, -ο
να έχουν διαγραφτεί
να έχουν διαγραφεί
να είναι διαγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιέγραφεδιαγράφετεδιαγράφεστε
Aoristδιέγραψεδιαγράψτε, διαγράφτεδιαγράψουδιαγραφτείτε, διαγραφείτε
Part
izip
Presδιαγράφονταςδιαγραφόμενος
Perfέχοντας διαγράψει, έχοντας διαγραμμένοδιαγραμμένος, -η, -οδιαγραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαγράψειδιαγραφτεί, διαγραφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback