διαγράφω altgriechisch διαγράφω διά + γράφω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Από τη στιγμή που θα φέρω το αγαλματάκι, σε διαγράφω. | Ich werde dir die Figur holen. Ich werde dich dann streichen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαγράφω | διαγράφουμε, διαγράφομε | διαγράφομαι | διαγραφόμαστε |
διαγράφεις | διαγράφετε | διαγράφεσαι | διαγράφεστε, διαγραφόσαστε | ||
διαγράφει | διαγράφουν(ε) | διαγράφεται | διαγράφονται | ||
Imper fekt | διέγραφα | διαγράφαμε | διαγραφόμουν(α) | διαγραφόμαστε, διαγραφόμασταν | |
διέγραφες | διαγράφατε | διαγραφόσουν(α) | διαγραφόσαστε, διαγραφόσασταν | ||
διέγραφε | διέγραφαν, διαγράφαν(ε) | διαγραφόταν(ε) | διαγράφονταν, διαγραφόντανε, διαγραφόντουσαν | ||
Aorist | διέγραψα | διαγράψαμε | διαγράφτηκα, διαγράφηκα | διαγραφτήκαμε, διαγραφήκαμε | |
διέγραψες | διαγράψατε | διαγράφτηκες, διαγράφηκες | διαγραφτήκατε, διαγραφήκατε | ||
διέγραψε | διέγραψαν, διαγράψαν(ε) | διαγράφτηκε, διαγράφηκε | διαγράφτηκαν, διαγραφτήκαν(ε), διαγράφηκαν, διαγραφήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαγράφω | θα διαγράφουμε, | θα διαγράφομαι | θα διαγραφόμαστε | |
θα διαγράφεις | θα διαγράφετε | θα διαγράφεσαι | θα διαγράφεστε, | ||
θα διαγράφει | θα διαγράφουν(ε) | θα διαγράφεται | θα διαγράφονται | ||
Fut ur | θα διαγράψω | θα διαγράψουμε, | θα διαγραφτώ, | θα διαγραφτούμε, | |
θα διαγράψεις | θα διαγράψετε | θα διαγραφτείς, | θα διαγραφτείτε, | ||
θα διαγράψει | θα διαγράψουν(ε) | θα διαγραφτεί, | θα διαγραφτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαγράφω | να διαγράφουμε, | να διαγράφομαι | να διαγραφόμαστε |
να διαγράφεις | να διαγράφετε | να διαγράφεσαι | να διαγράφεστε, | ||
να διαγράφει | να διαγράφουν(ε) | να διαγράφεται | να διαγράφονται | ||
Aorist | να διαγράψω | να διαγράψουμε, | να διαγραφτώ, | να διαγραφτούμε, | |
να διαγράψεις | να διαγράψετε | να διαγραφτείς, | να διαγραφτείτε, | ||
να διαγράψει | να διαγράψουν(ε) | να διαγραφτεί, | να διαγραφτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διέγραφε | διαγράφετε | διαγράφεστε | |
Aorist | διέγραψε | διαγράψτε, διαγράφτε | διαγράψου | διαγραφτείτε, διαγραφείτε | |
Part izip | Pres | διαγράφοντας | διαγραφόμενος | ||
Perf | έχοντας διαγράψει, έχοντας διαγραμμένο | διαγραμμένος, -η, -ο | διαγραμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαγράψει | διαγραφτεί, διαγραφεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | streiche | ||
du | streichst | |||
er, sie, es | streicht | |||
Präteritum | ich | strich | ||
Konjunktiv II | ich | striche | ||
Imperativ | Singular | streiche! streich! | ||
Plural | streicht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gestrichen | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:streichen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | cancele cancle cancel | ||
du | cancelst | |||
er, sie, es | cancelt | |||
Präteritum | ich | cancelte | ||
Konjunktiv II | ich | cancelte | ||
Imperativ | Singular | cancel! | ||
Plural | cancelt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gecancelt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:canceln |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zeichne ein | ||
du | zeichnest ein | |||
er, sie, es | zeichnet ein | |||
Präteritum | ich | zeichnete ein | ||
Konjunktiv II | ich | zeichnete ein | ||
Imperativ | Singular | zeichne ein! | ||
Plural | zeichnet ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingezeichnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einzeichnen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schließe aus | ||
du | schließt aus | |||
er, sie, es | schließt aus | |||
Präteritum | ich | schloss aus | ||
Konjunktiv II | ich | schlösse aus | ||
Imperativ | Singular | schließ aus! | ||
Plural | schließt aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgeschlossen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausschließen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschreibe | ||
du | beschreibst | |||
er, sie, es | beschreibt | |||
Präteritum | ich | beschrieb | ||
Konjunktiv II | ich | beschriebe | ||
Imperativ | Singular | beschreibe! beschreib! | ||
Plural | beschreibt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschrieben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschreiben |
διαγράφω [δiaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. διέγραψα, απαρέμφ. διαγράψει, παθ. αόρ. διαγράφηκα και διαγράφτηκα, απαρέμφ. διαγραφεί και διαγραφτεί, μππ. διαγραμμένος : I1. με κατάλληλες ενέργειες σβήνω, απαλείφω κτ. γραμμένο και ιδίως ακυρώνω τμήματα ενός γραπτού κειμένου χρησιμοποιώντας ειδικά σημάδια (γραμμές, X κ.ά.): Διέγραψε την τελευταία παράγραφο του κειμένου του. Διαγράφονται τρεις λέξεις. Διέγραψε με ένα χι (X) όλη τη σελίδα. || Διαγράφεται, ειδική ένδειξη χαραγμένη συνήθ. πάνω σε σφραγίδα με την οποία ακυρώνεται κτ. (π.χ. χαρτόσημο κ.ά.) για να μην ξαναχρησιμοποιηθεί. || (επέκτ.) καταργώ κτ., το κάνω να μην ισχύει πια: διαγράφω τα χρέη / την ποινή κάποιου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.