Deutsch | Griechisch |
---|---|
Jemand wird es so schildern. | Βέβαια. Πώς κι έτσι; Übersetzung nicht bestätigt |
Wir werden rühmend Eure Trefflichkeit ihm schildern, bringen Euch zusammen, kurz gesagt, und wetten dann auf Eure Köpfe. | Ο 'μλετ είναι αφελής, γενναίος κι απονήρευτος. Übersetzung nicht bestätigt |
Wie boshaft er werden könnte und dabei nur die Wahrheit schildern würde. | Φανταστείτε πόσο δηκτικός και μοχθηρός θα μπορούσε να γίνει, με την αλήθεια. Übersetzung nicht bestätigt |
Wie dem auch sei, sein Leben und Schicksal schildern ironischerweise am besten die Worte von Nazideutschlands unerbittlichstem Feind, Sir Winston Churchill. | Σε καθε περιπτωση, η ζωη του και η μοιρα του συνολικα...εχει αρκετη ειρωνεια στις λεξεις, του πιο σκληρου εχθρου της Ναζιστικης Γερμανιας... του εντιμοτατου Γουιστον Τζορτσιλ. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich werde Ihnen, so gut es geht, die Gräfin schildern... obwohl ihre Persönlichkeit zu vieldeutig und schillernd ist... um sie ganz kurz beschreiben zu können. | Θα προσπαθήσω να περιγράψω το άτομό της όσο μπορώ καλύτερα... το οποίο, ωστόσο, παραείναι πλούσιο σε μυστήριες αντιθέσεις.. ...για να αποδοθεί σε λίγα λεπτά. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
beschreiben |
erörtern |
schildern |
darlegen |
erklären |
erzählen |
beleuchten |
elaborieren |
erläutern |
ausmalen |
offenlegen |
verlauten lassen |
verzälle |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schildere | ||
du | schilderst | |||
er, sie, es | schildert | |||
Präteritum | ich | schilderte | ||
Konjunktiv II | ich | schilderte | ||
Imperativ | Singular | schildere! | ||
Plural | schildert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschildert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schildern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περιγράφω | περιγράφουμε, περιγράφομε | περιγράφομαι | περιγραφόμαστε |
περιγράφεις | περιγράφετε | περιγράφεσαι | περιγράφεστε, περιγραφόσαστε | ||
περιγράφει | περιγράφουν(ε) | περιγράφεται | περιγράφονται | ||
Imper fekt | περιέγραφα | περιγράφαμε | περιγραφόμουν(α) | περιγραφόμαστε, περιγραφόμασταν | |
περιέγραφες | περιγράφατε | περιγραφόσουν(α) | περιγραφόσαστε, περιγραφόσασταν | ||
περιέγραφε | περιέγραφαν, περιγράφαν(ε) | περιγραφόταν(ε) | περιγράφονταν, περιγραφόντανε, περιγραφόντουσαν | ||
Aorist | περιέγραψα | περιγράψαμε | περιγράφτηκα, περιγράφηκα | περιγραφτήκαμε, περιγραφήκαμε | |
περιέγραψες | περιγράψατε | περιγράφτηκες, περιγράφηκες | περιγραφτήκατε, περιγραφήκατε | ||
περιέγραψε | περιέγραψαν, περιγράψαν(ε) | περιγράφτηκε, περιγράφηκε | περιγράφτηκαν, περιγραφτήκαν(ε), περιγράφηκαν, περιγραφήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα περιγράφω | θα περιγράφουμε, | θα περιγράφομαι | θα περιγραφόμαστε | |
θα περιγράφεις | θα περιγράφετε | θα περιγράφεσαι | θα περιγράφεστε, | ||
θα περιγράφει | θα περιγράφουν(ε) | θα περιγράφεται | θα περιγράφονται | ||
Fut ur | θα περιγράψω | θα περιγράψουμε, | θα περιγραφτώ, | θα περιγραφτούμε, | |
θα περιγράψεις | θα περιγράψετε | θα περιγραφτείς, θα περιγραφείς | θα περιγραφτείτε, θα περιγραφείτε | ||
θα περιγράψει | θα περιγράψουν(ε) | θα περιγραφτεί, | θα περιγραφτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περιγράφω | να περιγράφουμε, | να περιγράφομαι | να περιγραφόμαστε |
να περιγράφεις | να περιγράφετε | να περιγράφεσαι | να περιγράφεστε, | ||
να περιγράφει | να περιγράφουν(ε) | να περιγράφεται | να περιγράφονται | ||
Aorist | να περιγράψω | να περιγράψουμε, | να περιγραφτώ, | να περιγραφτούμε, | |
να περιγράψεις | να περιγράψετε | να περιγραφτείς, | να περιγραφτείτε, | ||
να περιγράψει | να περιγράψουν(ε) | να περιγραφτεί, | να περιγραφτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | περιέγραφε | περιγράφετε | περιγράφεστε | |
Aorist | περιέγραψε | περιγράψτε, περιγράφτε | περιγράψου | περιγραφτείτε, περιγραφείτε | |
Part izip | Pres | περιγράφοντας | περιγραφόμενος | ||
Perf | έχοντας περιγράψει, έχοντας περιγεγραμμένο | περιγεγραμμένος, -η, -ο | περιγεγραμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | περιγράψει | περιγραφτεί, περιγραφεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ζωγραφίζω | ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομε | ζωγραφίζομαι | ζωγραφιζόμαστε |
ζωγραφίζεις | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζεσαι | ζωγραφίζεστε, ζωγραφιζόσαστε | ||
ζωγραφίζει | ζωγραφίζουν(ε) | ζωγραφίζεται | ζωγραφίζονται | ||
Imper fekt | ζωγράφιζα | ζωγραφίζαμε | ζωγραφιζόμουν(α) | ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόμασταν | |
ζωγράφιζες | ζωγραφίζατε | ζωγραφιζόσουν(α) | ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφιζόσασταν | ||
ζωγράφιζε | ζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν(ε) | ζωγραφιζόταν(ε) | ζωγραφίζονταν, ζωγραφιζόντανε, ζωγραφιζόντουσαν | ||
Aorist | ζωγράφισα | ζωγραφίσαμε | ζωγραφίστηκα | ζωγραφιστήκαμε | |
ζωγράφισες | ζωγραφίσατε | ζωγραφίστηκες | ζωγραφιστήκατε | ||
ζωγράφισε | ζωγράφισαν, ζωγραφίσαν(ε) | ζωγραφίστηκε | ζωγραφίστηκαν, ζωγραφιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ζωγραφίσει έχω ζωγραφισμένο | έχουμε ζωγραφίσει έχουμε ζωγραφισμένο | έχω ζωγραφιστεί είμαι ζωγραφισμένος, -η | έχουμε ζωγραφιστεί είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες | |
έχεις ζωγραφίσει έχεις ζωγραφισμένο | έχετε ζωγραφίσει έχετε ζωγραφισμένο | έχεις ζωγραφιστεί είσαι ζωγραφισμένος, -η | έχετε ζωγραφιστεί είστε ζωγραφισμένοι, -ες | ||
έχει ζωγραφίσει έχει ζωγραφισμένο | έχουν ζωγραφίσει έχουν ζωγραφισμένο | έχει ζωγραφιστεί είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο | έχουν ζωγραφιστεί είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ζωγραφίσει είχα ζωγραφισμένο | είχαμε ζωγραφίσει είχαμε ζωγραφισμένο | είχα ζωγραφιστεί ήμουν ζωγραφισμένος, -η | είχαμε ζωγραφιστεί ήμαστε ζωγραφισμένοι, -ες | |
είχες ζωγραφίσει είχες ζωγραφισμένο | είχατε ζωγραφίσει είχατε ζωγραφισμένο | είχες ζωγραφιστεί ήσουν ζωγραφισμένος, -η | είχατε ζωγραφιστεί ήσαστε ζωγραφισμένοι, -ες | ||
είχε ζωγραφίσει είχε ζωγραφισμένο | είχαν ζωγραφίσει είχαν ζωγραφισμένο | είχε ζωγραφιστεί ήταν ζωγραφισμένος, -η, -ο | είχαν ζωγραφιστεί ήταν ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ζωγραφίζω | θα ζωγραφίζουμε, | θα ζωγραφίζομαι | θα ζωγραφιζόμαστε | |
θα ζωγραφίζεις | θα ζωγραφίζετε | θα ζωγραφίζεσαι | θα ζωγραφίζεστε, | ||
θα ζωγραφίζει | θα ζωγραφίζουν(ε) | θα ζωγραφίζεται | θα ζωγραφίζονται | ||
Fut ur | θα ζωγραφίσω | θα ζωγραφίσουμε, | θα ζωγραφιστώ | θα ζωγραφιστούμε | |
θα ζωγραφίσεις | θα ζωγραφίσετε | θα ζωγραφιστείς | θα ζωγραφιστείτε | ||
θα ζωγραφίσει | θα ζωγραφίσουν(ε) | θα ζωγραφιστεί | θα ζωγραφιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ζωγραφίζω | να ζωγραφίζουμε, | να ζωγραφίζομαι | να ζωγραφιζόμαστε |
να ζωγραφίζεις | να ζωγραφίζετε | να ζωγραφίζεσαι | να ζωγραφίζεστε, | ||
να ζωγραφίζει | να ζωγραφίζουν(ε) | να ζωγραφίζεται | να ζωγραφίζονται | ||
Aorist | να ζωγραφίσω | να ζωγραφίσουμε, | να ζωγραφιστώ | να ζωγραφιστούμε | |
να ζωγραφίσεις | να ζωγραφίσετε | να ζωγραφιστείς | να ζωγραφιστείτε | ||
να ζωγραφίσει | να ζωγραφίσουν(ε) | να ζωγραφιστεί | να ζωγραφιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ζωγραφίσει | να έχουμε ζωγραφίσει | να έχω ζωγραφιστεί | να έχουμε ζωγραφιστεί | |
να έχεις ζωγραφίσει | να έχετε ζωγραφίσει | να έχεις ζωγραφιστεί | να έχετε ζωγραφιστεί | ||
να έχει ζωγραφίσει | να έχουν ζωγραφίσει | να έχει ζωγραφιστεί | να έχουν ζωγραφιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ζωγράφιζε | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζεστε | |
Aorist | ζωγράφισε | ζωγραφίστε | ζωγραφίσου | ζωγραφιστείτε | |
Part izip | Pres | ζωγραφίζοντας | ζωγραφιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ζωγραφίσει, έχοντας ζωγραφισμένο | ζωγραφισμένος, -η, -ο | ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ζωγραφίσει | ζωγραφιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.