περιγράφω altgriechisch περιγράφω περί + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch décrire[1] [2])
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πριν από οκτώ χρόνια, ξεκίνησε αυτή η ορμητική ενέργεια, αυτό το κύμα του "Αιδοίου", και το περιγράφω ως κύμα επειδή, για να είμαι ειλικρινής, δεν το κατανοώ πλήρως. Αισθάνομαι πως το υπηρετώ. | Vor acht Jahren begann dieser Impuls und diese Energie, diese V-Welle und ich kann es nur als "V-Welle" beschreiben, denn ehrlich gesagt verstehe ich es wirklich nicht so richtig, ich fühle mich dem zu Diensten. Übersetzung nicht bestätigt |
Και το περιγράφω ως εξής. | Ich möchte das so beschreiben: Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περιγράφω | περιγράφουμε, περιγράφομε | περιγράφομαι | περιγραφόμαστε |
περιγράφεις | περιγράφετε | περιγράφεσαι | περιγράφεστε, περιγραφόσαστε | ||
περιγράφει | περιγράφουν(ε) | περιγράφεται | περιγράφονται | ||
Imper fekt | περιέγραφα | περιγράφαμε | περιγραφόμουν(α) | περιγραφόμαστε, περιγραφόμασταν | |
περιέγραφες | περιγράφατε | περιγραφόσουν(α) | περιγραφόσαστε, περιγραφόσασταν | ||
περιέγραφε | περιέγραφαν, περιγράφαν(ε) | περιγραφόταν(ε) | περιγράφονταν, περιγραφόντανε, περιγραφόντουσαν | ||
Aorist | περιέγραψα | περιγράψαμε | περιγράφτηκα, περιγράφηκα | περιγραφτήκαμε, περιγραφήκαμε | |
περιέγραψες | περιγράψατε | περιγράφτηκες, περιγράφηκες | περιγραφτήκατε, περιγραφήκατε | ||
περιέγραψε | περιέγραψαν, περιγράψαν(ε) | περιγράφτηκε, περιγράφηκε | περιγράφτηκαν, περιγραφτήκαν(ε), περιγράφηκαν, περιγραφήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα περιγράφω | θα περιγράφουμε, | θα περιγράφομαι | θα περιγραφόμαστε | |
θα περιγράφεις | θα περιγράφετε | θα περιγράφεσαι | θα περιγράφεστε, | ||
θα περιγράφει | θα περιγράφουν(ε) | θα περιγράφεται | θα περιγράφονται | ||
Fut ur | θα περιγράψω | θα περιγράψουμε, | θα περιγραφτώ, | θα περιγραφτούμε, | |
θα περιγράψεις | θα περιγράψετε | θα περιγραφτείς, θα περιγραφείς | θα περιγραφτείτε, θα περιγραφείτε | ||
θα περιγράψει | θα περιγράψουν(ε) | θα περιγραφτεί, | θα περιγραφτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περιγράφω | να περιγράφουμε, | να περιγράφομαι | να περιγραφόμαστε |
να περιγράφεις | να περιγράφετε | να περιγράφεσαι | να περιγράφεστε, | ||
να περιγράφει | να περιγράφουν(ε) | να περιγράφεται | να περιγράφονται | ||
Aorist | να περιγράψω | να περιγράψουμε, | να περιγραφτώ, | να περιγραφτούμε, | |
να περιγράψεις | να περιγράψετε | να περιγραφτείς, | να περιγραφτείτε, | ||
να περιγράψει | να περιγράψουν(ε) | να περιγραφτεί, | να περιγραφτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | περιέγραφε | περιγράφετε | περιγράφεστε | |
Aorist | περιέγραψε | περιγράψτε, περιγράφτε | περιγράψου | περιγραφτείτε, περιγραφείτε | |
Part izip | Pres | περιγράφοντας | περιγραφόμενος | ||
Perf | έχοντας περιγράψει, έχοντας περιγεγραμμένο | περιγεγραμμένος, -η, -ο | περιγεγραμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | περιγράψει | περιγραφτεί, περιγραφεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschreibe | ||
du | beschreibst | |||
er, sie, es | beschreibt | |||
Präteritum | ich | beschrieb | ||
Konjunktiv II | ich | beschriebe | ||
Imperativ | Singular | beschreibe! beschreib! | ||
Plural | beschreibt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschrieben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschreiben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schildere | ||
du | schilderst | |||
er, sie, es | schildert | |||
Präteritum | ich | schilderte | ||
Konjunktiv II | ich | schilderte | ||
Imperativ | Singular | schildere! | ||
Plural | schildert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschildert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schildern |
περιγράφω [periγráfo] -ομαι Ρ αόρ. περιέγραψα, απαρέμφ. περιγράψει, παθ. αόρ. περιγράφηκα και περιγράφτηκα, απαρέμφ. περιγραφεί και περιγραφτεί, μππ. περιγεγραμμένος* : 1. παριστάνω με λόγο, προφορικό ή γραπτό, ένα πράγμα, ένα γεγονός ή μια κατάσταση· λέω, προφορικά ή γραπτά, πώς είναι ένα πράγμα ή μια κατάσταση, ή πώς έγινε ένα γεγονός ή συμβάν, για να κάνω τον ακροατή ή τον αναγνώστη να πλάσει και να δει με το νου του την εικόνα τους: Εγώ απλώς θα περιγράψω το γεγονός, δε θα το ερμηνεύσω ούτε θα το αξιολογήσω. περιγράφω ένα σπίτι / ένα τοπίο / μια μάχη / ένα ταξίδι. περιγράφω τα συναισθήματα / την αγωνία / τη χαρά μου. περιγράφω λεπτομερώς / σε γενικές γραμμές / με γλαφυρότητα. Δε βρίσκω λόγια να περιγράψω την ομορφιά της. περιγράφω ένα φαινόμενο. || Tέτοιο θέαμα με τίποτα δεν περιγράφεται. H έκπληξή μου δεν περιγράφεται, ήταν τόσο μεγάλη που είναι δύσκολο ή αδύνατο να την περιγράψω. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.