Deutsch | Griechisch |
---|---|
Gestatten Sie mir, zunächst darauf hinzuweisen, dass es mir große Freude bereitet, mit dem Parlament heute einen Vorschlag für eine Verordnung zu erörtern, durch die die Verwaltungszusammenarbeit zwischen den Mitgliedstaaten mit dem Ziel einer Verbesserung der Kontrollsysteme auf dem Gebiet der Mehrwertsteuer gestärkt werden soll. | . (ΕΝ) Θα ήθελα να αρχίσω λέγοντας ότι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που μπορώ να συζητώ με το Κοινοβούλιο σήμερα μια πρόταση κανονισμού για την εντατικοποίηση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να ενισχυθεί ο έλεγχος του ΦΠΑ. Übersetzung bestätigt |
Mitglied der Kommission. Frau Präsidentin, obwohl ich heute meinen Kollegen Günther Oettinger vertrete, freue ich wirklich sehr, mit Ihnen die Zukunft der kohlenstoffemissionsarmen Technologien zu erörtern. | Μέλος της Επιτροπής. (EN) Κυρία Πρόεδρε, παρότι σήμερα αντικαθιστώ τον συνάδελφό μου, Günther Oettinger, χαίρομαι πολύ που συζητώ μαζί σας το μέλλον των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Übersetzung bestätigt |
Im Augenblick ist das eine Frage für das britische Klageverfahren, und ich habe bereits begonnen, dieses Thema mit der britischen Regierung zu erörtern, um zu sehen, ob sie dieses Klageverfahren revidieren wird, das in gewissen Fällen, wenn es zum Beispiel um die Pressefreiheit geht, sehr großen Schaden anrichten kann. | Επί του παρόντος, αυτό αποτελεί ζήτημα για το βρετανικό σύστημα επίλυσης διαφορών και ήδη άρχισα να συζητώ με τη βρετανική κυβέρνηση για να δω αν θα μπορούσαν να αναθεωρήσουν αυτό το σύστημα δικαστικών διαδικασιών, το οποίο μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν τίθεται θέμα ελευθερίας του τύπου επί παραδείγματι, όντως να καταστεί πολύ επιζήμιο. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
beschreiben |
erörtern |
schildern |
darlegen |
erklären |
erzählen |
beleuchten |
elaborieren |
erläutern |
ausmalen |
offenlegen |
verlauten lassen |
verzälle |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erörtere | ||
du | erörterst | |||
er, sie, es | erörtert | |||
Präteritum | ich | erörterte | ||
Konjunktiv II | ich | erörterte | ||
Imperativ | Singular | erörtere! | ||
Plural | erörtert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erörtert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erörtern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συζητάω, συζητώ | συζητάμε, συζητούμε | συζητιέμαι | συζητιόμαστε |
συζητάς | συζητάτε | συζητιέσαι | συζητιέστε, συζητιόσαστε | ||
συζητάει, συζητά | συζητάν(ε), συζητούν(ε) | συζητιέται | συζητιούνται, συζητιόνται | ||
Imper fekt | συζητούσα, συζήταγα | συζητούσαμε, συζητάγαμε | συζητιόμουν(α) | συζητιόμαστε, συζητιόμασταν | |
συζητούσες, συζήταγες | συζητούσατε, συζητάγατε | συζητιόσουν(α) | συζητιόσαστε, συζητιόσασταν | ||
συζητούσε, συζήταγε | συζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανε | συζητιόταν(ε) | συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν | ||
Aorist | συζήτησα | συζητήσαμε | συζητήθηκα | συζητηθήκαμε | |
συζήτησες | συζητήσατε | συζητήθηκες | συζητηθήκατε | ||
συζήτησε | συζήτησαν, συζητήσαν(ε) | συζητήθηκε | συζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συζητάω, | θα συζητάμε, | |||
θα συζητάς | θα συζητάτε | θα συζητιέσαι | θα συζητιέστε, | ||
θα συζητάει, | θα συζητάν(ε), | θα συζητιέται | θα συζητιούνται, | ||
Fut ur | θα συζητήσω | θα συζητήσουμε, | θα συζητηθώ | θα συζητηθούμε | |
θα συζητήσεις | θα συζητήσετε | θα συζητηθείς | θα συζητηθείτε | ||
θα συζητήσει | θα συζητήσουν(ε) | θα συζητηθεί | θα συζητηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συζητάω, | να συζητάμε, | να συζητιέμαι | να συζητιόμαστε |
να συζητάς | να συζητάτε | να συζητιέσαι | να συζητιέστε, | ||
να συζητάει, | να συζητάν(ε), | να συζητιέται | να συζητιούνται, | ||
Aorist | να συζητήσω | να συζητήσουμε, | να συζητηθώ | να συζητηθούμε | |
να συζητήσεις | να συζητήσετε | να συζητηθείς | να συζητηθείτε | ||
να συζητήσει | να συζητήσουν(ε) | να συζητηθεί | να συζητηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συζήτα, συζήταγε | συζητάτε | συζητιέστε | |
Aorist | συζήτησε, συζήτα | συζητήστε | συζητήσου | συζητηθείτε | |
Part izip | Pres | συζητώντας | |||
Perf | έχοντας συζητήσει, | συζητημένος, -η, -ο | συζητημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συζητήσει | συζητηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναλύω | αναλύουμε, αναλύομε | αναλύομαι | αναλυόμαστε |
αναλύεις | αναλύετε | αναλύεσαι | αναλύεστε, αναλυόσαστε | ||
αναλύει | αναλύουν(ε) | αναλύεται | αναλύονται | ||
Imper fekt | ανέλυα | αναλύαμε | αναλυόμουν(α) | αναλυόμαστε | |
ανέλυες | αναλύατε | αναλυόσουν(α) | αναλυόσαστε | ||
ανέλυε | ανέλυαν, αναλύαν(ε) | αναλυόταν(ε) | αναλύονταν | ||
Aorist | ανέλυσα, ανάλυσα | αναλύσαμε | αναλύθηκα | αναλυθήκαμε | |
ανέλυσες, ανάλυσες | αναλύσατε | αναλύθηκες | αναλυθήκατε | ||
ανέλυσε, ανάλυσε | ανέλυσαν, αναλύσαν(ε) | αναλύθηκε | αναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναλύσει έχω αναλυμένο | έχουμε αναλύσει έχουμε αναλυμένο | έχω αναλυθεί είμαι αναλυμένος, -η | έχουμε αναλυθεί είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
έχεις αναλύσει έχεις αναλυμένο | έχετε αναλύσει έχετε αναλυμένο | έχεις αναλυθεί είσαι αναλυμένος, -η | έχετε αναλυθεί είστε αναλυμένοι, -ες | ||
έχει αναλύσει έχει αναλυμένο | έχουν αναλύσει έχουν αναλυμένο | έχει αναλυθεί είναι αναλυμένος, -η, -ο | έχουν αναλυθεί είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναλύσει είχα αναλυμένο | είχαμε αναλύσει είχαμε αναλυμένο | είχα αναλυθεί ήμουν αναλυμένος, -η | είχαμε αναλυθεί ήμαστε αναλυμένοι, -ες | |
είχες αναλύσει είχες αναλυμένο | είχατε αναλύσει είχατε αναλυμένο | είχες αναλυθεί ήσουν αναλυμένος, -η | είχατε αναλυθεί ήσαστε αναλυμένοι, -ες | ||
είχε αναλύσει είχε αναλυμένο | είχαν αναλύσει είχαν αναλυμένο | είχε αναλυθεί ήταν αναλυμένος, -η, -ο | είχαν αναλυθεί ήταν αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναλύω | θα αναλύουμε, θα αναλύομε | θα αναλύομαι | θα αναλυόμαστε | |
θα αναλύεις | θα αναλύετε | θα αναλύεσαι | θα αναλύεστε θα αναλυόσαστε | ||
θα αναλύει | θα αναλύουν(ε) | θα αναλύεται | θα αναλύονται | ||
Fut ur | θα αναλύσω | θα αναλύσουμε, θα αναλύσομε | θα αναλυθώ | θα αναλυθούμε | |
θα αναλύσεις | θα αναλύσετε | θα αναλυθείς | θα αναλυθείτε | ||
θα αναλύσει | θα αναλύσουν(ε) | θα αναλυθεί | θα αναλυθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναλύσει θα έχω αναλυμένο | θα έχουμε αναλύσει θα έχουμε αναλυμένο | θα έχω αναλυθεί θα είμαι αναλυμένος, -η | θα έχουμε αναλυθεί θα είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
θα έχεις αναλύσει θα έχεις αναλυμένο | θα έχετε αναλύσει θα έχετε αναλυμένο | θα έχεις αναλυθεί θα είσαι αναλυμένος, -η | θα έχετε αναλυθεί θα είστε αναλυμένοι, -ες | ||
θα έχει αναλύσει θα έχει αναλυμένο | θα έχουν αναλύσει θα έχουν αναλυμένο | θα έχει αναλυθεί θα είναι αναλυμένος, -η, -ο | θα έχουν αναλυθεί θα είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναλύω | να αναλύουμε, να αναλύομε | να αναλύομαι | να αναλυόμαστε |
να αναλύεις | να αναλύετε | να αναλύεσαι | να αναλύεστε, να αναλυόσαστε | ||
να αναλύει | να αναλύουν(ε) | να αναλύεται | να αναλύονται | ||
Aorist | να αναλύσω | να αναλύσουμε, να αναλύσομε | να αναλυθώ | να αναλυθούμε | |
να αναλύσεις | να αναλύσετε | να αναλυθείς | να αναλυθείτε | ||
να αναλύσει | να αναλύσουν(ε) | να αναλυθεί | να αναλυθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναλύσει να έχω αναλυμένο | να έχουμε αναλύσει να έχουμε αναλυμένο | να έχω αναλυθεί να είμαι αναλυμένος, -η | να έχουμε αναλυθεί να είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
να έχεις αναλύσει να έχεις αναλυμένο | να έχετε αναλύσει να έχετε αναλυμένο | να έχεις αναλυθεί να είσαι αναλυμένος, -η | να έχετε αναλυθεί να είστε αναλυμένοι, -ες | ||
να έχει αναλύσει να έχει αναλυμένο | να έχουν αναλύσει να έχουν αναλυμένο | να έχει αναλυθεί να είναι αναλυμένος, -η, -ο | να έχουν αναλυθεί να είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανάλυε | αναλύετε | αναλύεστε | |
Aorist | ανάλυσε | αναλύσετε, αναλύστε | αναλύσου | αναλυθείτε | |
Part izip | Pres | αναλύοντας | |||
Perf | έχοντας αναλύσει, έχοντας αναλυμένο | αναλυμένος, -η, -ο | αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναλύσει | αναλυθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.