erörtern
 Verb

συζητώ Verb
(3)
αναλύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Gestatten Sie mir, zunächst darauf hinzuweisen, dass es mir große Freude bereitet, mit dem Parlament heute einen Vorschlag für eine Verordnung zu erörtern, durch die die Verwaltungszusammenarbeit zwischen den Mitgliedstaaten mit dem Ziel einer Verbesserung der Kontrollsysteme auf dem Gebiet der Mehrwertsteuer gestärkt werden soll.. (ΕΝ) Θα ήθελα να αρχίσω λέγοντας ότι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που μπορώ να συζητώ με το Κοινοβούλιο σήμερα μια πρόταση κανονισμού για την εντατικοποίηση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να ενισχυθεί ο έλεγχος του ΦΠΑ.

Übersetzung bestätigt

Mitglied der Kommission. Frau Präsidentin, obwohl ich heute meinen Kollegen Günther Oettinger vertrete, freue ich wirklich sehr, mit Ihnen die Zukunft der kohlenstoffemissionsarmen Technologien zu erörtern.Μέλος της Επιτροπής. (EN) Κυρία Πρόεδρε, παρότι σήμερα αντικαθιστώ τον συνάδελφό μου, Günther Oettinger, χαίρομαι πολύ που συζητώ μαζί σας το μέλλον των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Übersetzung bestätigt

Im Augenblick ist das eine Frage für das britische Klageverfahren, und ich habe bereits begonnen, dieses Thema mit der britischen Regierung zu erörtern, um zu sehen, ob sie dieses Klageverfahren revidieren wird, das in gewissen Fällen, wenn es zum Beispiel um die Pressefreiheit geht, sehr großen Schaden anrichten kann.Επί του παρόντος, αυτό αποτελεί ζήτημα για το βρετανικό σύστημα επίλυσης διαφορών και ήδη άρχισα να συζητώ με τη βρετανική κυβέρνηση για να δω αν θα μπορούσαν να αναθεωρήσουν αυτό το σύστημα δικαστικών διαδικασιών, το οποίο μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν τίθεται θέμα ελευθερίας του τύπου επί παραδείγματι, όντως να καταστεί πολύ επιζήμιο.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συζητάω, συζητώσυζητάμε, συζητούμεσυζητιέμαισυζητιόμαστε
συζητάςσυζητάτεσυζητιέσαισυζητιέστε, συζητιόσαστε
συζητάει, συζητάσυζητάν(ε), συζητούν(ε)συζητιέταισυζητιούνται, συζητιόνται
Imper
fekt
συζητούσα, συζήταγασυζητούσαμε, συζητάγαμεσυζητιόμουν(α)συζητιόμαστε, συζητιόμασταν
συζητούσες, συζήταγεςσυζητούσατε, συζητάγατεσυζητιόσουν(α)συζητιόσαστε, συζητιόσασταν
συζητούσε, συζήταγεσυζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανεσυζητιόταν(ε)συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν
Aoristσυζήτησασυζητήσαμεσυζητήθηκασυζητηθήκαμε
συζήτησεςσυζητήσατεσυζητήθηκεςσυζητηθήκατε
συζήτησεσυζήτησαν, συζητήσαν(ε)συζητήθηκεσυζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συζητήσει
έχω συζητημένο
έχουμε συζητήσει
έχουμε συζητημένο
έχω συζητηθεί
είμαι συζητημένος, -η
έχουμε συζητηθεί
είμαστε συζητημένοι, -ες
έχεις συζητήσει
έχεις συζητημένο
έχετε συζητήσει
έχετε συζητημένο
έχεις συζητηθεί
είσαι συζητημένος, -η
έχετε συζητηθεί
είστε συζητημένοι, -ες
έχει συζητήσει
έχει συζητημένο
έχουν συζητήσει
έχουν συζητημένο
έχει συζητηθεί
είναι συζητημένος, -η, -ο
έχουν συζητηθεί
είναι συζητημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα συζητήσει
είχα συζητημένο
είχαμε συζητήσει
είχαμε συζητημένο
είχα συζητηθεί
ήμουν συζητημένος, -η
είχαμε συζητηθεί
ήμαστε συζητημένοι, -ες
είχες συζητήσει
είχες συζητημένο
είχατε συζητήσει
είχατε συζητημένο
είχες συζητηθεί
ήσουν συζητημένος, -η
είχατε συζητηθεί
ήσαστε συζητημένοι, -ες
είχε συζητήσει
είχε συζητημένο
είχαν συζητήσει
είχαν συζητημένο
είχε συζητηθεί
ήταν συζητημένος, -η, -ο
είχαν συζητηθεί
ήταν συζητημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συζητάω, θα συζητώθα συζητάμε, θα συζητούμεθα συζητιέμαιθα συζητιόμαστε
θα συζητάςθα συζητάτεθα συζητιέσαιθα συζητιέστε, θα συζητιόσαστε
θα συζητάει, θα συζητάθα συζητάν(ε), θα συζητούν(ε)θα συζητιέταιθα συζητιούνται, θα συζητιόνται
Fut
ur
θα συζητήσωθα συζητήσουμε, θα συζητήσομεθα συζητηθώθα συζητηθούμε
θα συζητήσειςθα συζητήσετεθα συζητηθείςθα συζητηθείτε
θα συζητήσειθα συζητήσουν(ε)θα συζητηθείθα συζητηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συζητήσει
θα έχω συζητημένο
θα έχουμε συζητήσει
θα έχουμε συζητημένο
θα έχω συζητηθεί
θα είμαι συζητημένος, -η
θα έχουμε συζητηθεί
θα είμαστε συζητημένοι, -ες
θα έχεις συζητήσει
θα έχεις συζητημένο
θα έχετε συζητήσει
θα έχετε συζητημένο
θα έχεις συζητηθεί
θα είσαι συζητημένος, -η
θα έχετε συζητηθεί
θα είστε συζητημένοι, -ες
θα έχει συζητήσει
θα έχει συζητημένο
θα έχουν συζητήσει
θα έχουν συζητημένο
θα έχει συζητηθεί
θα είναι συζητημένος, -η, -ο
θα έχουν συζητηθεί
θα είναι συζητημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συζητάω, να συζητώνα συζητάμε, να συζητούμενα συζητιέμαινα συζητιόμαστε
να συζητάςνα συζητάτενα συζητιέσαινα συζητιέστε, να συζητιόσαστε
να συζητάει, να συζητάνα συζητάν(ε), να συζητούν(ε)να συζητιέταινα συζητιούνται, να συζητιόνται
Aoristνα συζητήσωνα συζητήσουμε, να συζητήσομενα συζητηθώνα συζητηθούμε
να συζητήσειςνα συζητήσετενα συζητηθείςνα συζητηθείτε
να συζητήσεινα συζητήσουν(ε)να συζητηθείνα συζητηθούν(ε)
Perfνα έχω συζητήσει
να έχω συζητημένο
να έχουμε συζητήσει
να έχουμε συζητημένο
να έχω συζητηθεί
να είμαι συζητημένος, -η
να έχουμε συζητηθεί
να είμαστε συζητημένοι, -ες
να έχεις συζητήσει
να έχεις συζητημένο
να έχετε συζητήσει
να έχετε συζητημένο
να έχεις συζητηθεί
να είσαι συζητημένος, -η
να έχετε συζητηθεί
να είστε συζητημένοι, -η
να έχει συζητήσει
να έχει συζητημένο
να έχουν συζητήσει
να έχουν συζητημένο
να έχει συζητηθεί
να είναι συζητημένος, -η, -ο
να έχουν συζητηθεί
να είναι συζητημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυζήτα, συζήταγεσυζητάτεσυζητιέστε
Aoristσυζήτησε, συζήτασυζητήστεσυζητήσουσυζητηθείτε
Part
izip
Presσυζητώντας
Perfέχοντας συζητήσει, έχοντας συζητημένοσυζητημένος, -η, -οσυζητημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυζητήσεισυζητηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναλύωαναλύουμε, αναλύομεαναλύομαιαναλυόμαστε
αναλύειςαναλύετεαναλύεσαιαναλύεστε, αναλυόσαστε
αναλύειαναλύουν(ε)αναλύεταιαναλύονται
Imper
fekt
ανέλυααναλύαμεαναλυόμουν(α)αναλυόμαστε
ανέλυεςαναλύατεαναλυόσουν(α)αναλυόσαστε
ανέλυεανέλυαν, αναλύαν(ε)αναλυόταν(ε)αναλύονταν
Aoristανέλυσα, ανάλυσααναλύσαμεαναλύθηκααναλυθήκαμε
ανέλυσες, ανάλυσεςαναλύσατεαναλύθηκεςαναλυθήκατε
ανέλυσε, ανάλυσεανέλυσαν, αναλύσαν(ε)αναλύθηκεαναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναλύσει
έχω αναλυμένο
έχουμε αναλύσει
έχουμε αναλυμένο
έχω αναλυθεί
είμαι αναλυμένος, -η
έχουμε αναλυθεί
είμαστε αναλυμένοι, -ες
έχεις αναλύσει
έχεις αναλυμένο
έχετε αναλύσει
έχετε αναλυμένο
έχεις αναλυθεί
είσαι αναλυμένος, -η
έχετε αναλυθεί
είστε αναλυμένοι, -ες
έχει αναλύσει
έχει αναλυμένο
έχουν αναλύσει
έχουν αναλυμένο
έχει αναλυθεί
είναι αναλυμένος, -η, -ο
έχουν αναλυθεί
είναι αναλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναλύσει
είχα αναλυμένο
είχαμε αναλύσει
είχαμε αναλυμένο
είχα αναλυθεί
ήμουν αναλυμένος, -η
είχαμε αναλυθεί
ήμαστε αναλυμένοι, -ες
είχες αναλύσει
είχες αναλυμένο
είχατε αναλύσει
είχατε αναλυμένο
είχες αναλυθεί
ήσουν αναλυμένος, -η
είχατε αναλυθεί
ήσαστε αναλυμένοι, -ες
είχε αναλύσει
είχε αναλυμένο
είχαν αναλύσει
είχαν αναλυμένο
είχε αναλυθεί
ήταν αναλυμένος, -η, -ο
είχαν αναλυθεί
ήταν αναλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναλύωθα αναλύουμε, θα αναλύομεθα αναλύομαιθα αναλυόμαστε
θα αναλύειςθα αναλύετεθα αναλύεσαιθα αναλύεστε θα αναλυόσαστε
θα αναλύειθα αναλύουν(ε)θα αναλύεταιθα αναλύονται
Fut
ur
θα αναλύσωθα αναλύσουμε, θα αναλύσομεθα αναλυθώθα αναλυθούμε
θα αναλύσειςθα αναλύσετεθα αναλυθείςθα αναλυθείτε
θα αναλύσειθα αναλύσουν(ε)θα αναλυθείθα αναλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναλύσει
θα έχω αναλυμένο
θα έχουμε αναλύσει
θα έχουμε αναλυμένο
θα έχω αναλυθεί
θα είμαι αναλυμένος, -η
θα έχουμε αναλυθεί
θα είμαστε αναλυμένοι, -ες
θα έχεις αναλύσει
θα έχεις αναλυμένο
θα έχετε αναλύσει
θα έχετε αναλυμένο
θα έχεις αναλυθεί
θα είσαι αναλυμένος, -η
θα έχετε αναλυθεί
θα είστε αναλυμένοι, -ες
θα έχει αναλύσει
θα έχει αναλυμένο
θα έχουν αναλύσει
θα έχουν αναλυμένο
θα έχει αναλυθεί
θα είναι αναλυμένος, -η, -ο
θα έχουν αναλυθεί
θα είναι αναλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναλύωνα αναλύουμε, να αναλύομενα αναλύομαινα αναλυόμαστε
να αναλύειςνα αναλύετενα αναλύεσαινα αναλύεστε, να αναλυόσαστε
να αναλύεινα αναλύουν(ε)να αναλύεταινα αναλύονται
Aoristνα αναλύσωνα αναλύσουμε, να αναλύσομενα αναλυθώνα αναλυθούμε
να αναλύσειςνα αναλύσετενα αναλυθείςνα αναλυθείτε
να αναλύσεινα αναλύσουν(ε)να αναλυθείνα αναλυθούν(ε)
Perfνα έχω αναλύσει
να έχω αναλυμένο
να έχουμε αναλύσει
να έχουμε αναλυμένο
να έχω αναλυθεί
να είμαι αναλυμένος, -η
να έχουμε αναλυθεί
να είμαστε αναλυμένοι, -ες
να έχεις αναλύσει
να έχεις αναλυμένο
να έχετε αναλύσει
να έχετε αναλυμένο
να έχεις αναλυθεί
να είσαι αναλυμένος, -η
να έχετε αναλυθεί
να είστε αναλυμένοι, -ες
να έχει αναλύσει
να έχει αναλυμένο
να έχουν αναλύσει
να έχουν αναλυμένο
να έχει αναλυθεί
να είναι αναλυμένος, -η, -ο
να έχουν αναλυθεί
να είναι αναλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάλυεαναλύετεαναλύεστε
Aoristανάλυσεαναλύσετε, αναλύστεαναλύσουαναλυθείτε
Part
izip
Presαναλύοντας
Perfέχοντας αναλύσει, έχοντας αναλυμένοαναλυμένος, -η, -οαναλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναλύσειαναλυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback