αναλύω altgriechisch ἀναλύω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η δουλειά μου προϋποθέτει να είμαι ειδικός στο να αναλύω το μοτίβο. | Meine Arbeit erfordert von mir ein Experte, im analysieren von Mustern, zu sein. Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα αναλύω όλα. | Ich weiß auch nicht, warum ich immer alles analysieren muss. Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν θα ήσουν καλός για μένα και δεν θα μπορούσα να σταματήσω να αναλύω, διότι έχω αυτή την επαγγελματική περιέργεια για εσένα και... | Du wärst nicht gut für mich und ich könnte nicht aufhören zu analysieren, weil ich diese professionelle Neugier über dich habe und... Übersetzung nicht bestätigt |
'ρχισα να ενδιαφέρομαι για τις νομισματικές ισοτιμίες και να αναλύω τις διακυμάνσεις της βρετανικής λίρας ή του φράγκου. | Ich fing an, mich für Währungen zu interessieren, Die Fluktuationen des Pfunds oder des Franc zu analysieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Και δεν με ενδιαφέρει να κάθομαι και ν'αναλύω ό,τι κάνω, πλέον. | Ich habe auch keine Lust mehr, alles zu analysieren, was ich tue. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναλύω | αναλύουμε, αναλύομε | αναλύομαι | αναλυόμαστε |
αναλύεις | αναλύετε | αναλύεσαι | αναλύεστε, αναλυόσαστε | ||
αναλύει | αναλύουν(ε) | αναλύεται | αναλύονται | ||
Imper fekt | ανέλυα | αναλύαμε | αναλυόμουν(α) | αναλυόμαστε | |
ανέλυες | αναλύατε | αναλυόσουν(α) | αναλυόσαστε | ||
ανέλυε | ανέλυαν, αναλύαν(ε) | αναλυόταν(ε) | αναλύονταν | ||
Aorist | ανέλυσα, ανάλυσα | αναλύσαμε | αναλύθηκα | αναλυθήκαμε | |
ανέλυσες, ανάλυσες | αναλύσατε | αναλύθηκες | αναλυθήκατε | ||
ανέλυσε, ανάλυσε | ανέλυσαν, αναλύσαν(ε) | αναλύθηκε | αναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναλύσει έχω αναλυμένο | έχουμε αναλύσει έχουμε αναλυμένο | έχω αναλυθεί είμαι αναλυμένος, -η | έχουμε αναλυθεί είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
έχεις αναλύσει έχεις αναλυμένο | έχετε αναλύσει έχετε αναλυμένο | έχεις αναλυθεί είσαι αναλυμένος, -η | έχετε αναλυθεί είστε αναλυμένοι, -ες | ||
έχει αναλύσει έχει αναλυμένο | έχουν αναλύσει έχουν αναλυμένο | έχει αναλυθεί είναι αναλυμένος, -η, -ο | έχουν αναλυθεί είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναλύσει είχα αναλυμένο | είχαμε αναλύσει είχαμε αναλυμένο | είχα αναλυθεί ήμουν αναλυμένος, -η | είχαμε αναλυθεί ήμαστε αναλυμένοι, -ες | |
είχες αναλύσει είχες αναλυμένο | είχατε αναλύσει είχατε αναλυμένο | είχες αναλυθεί ήσουν αναλυμένος, -η | είχατε αναλυθεί ήσαστε αναλυμένοι, -ες | ||
είχε αναλύσει είχε αναλυμένο | είχαν αναλύσει είχαν αναλυμένο | είχε αναλυθεί ήταν αναλυμένος, -η, -ο | είχαν αναλυθεί ήταν αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναλύω | θα αναλύουμε, θα αναλύομε | θα αναλύομαι | θα αναλυόμαστε | |
θα αναλύεις | θα αναλύετε | θα αναλύεσαι | θα αναλύεστε θα αναλυόσαστε | ||
θα αναλύει | θα αναλύουν(ε) | θα αναλύεται | θα αναλύονται | ||
Fut ur | θα αναλύσω | θα αναλύσουμε, θα αναλύσομε | θα αναλυθώ | θα αναλυθούμε | |
θα αναλύσεις | θα αναλύσετε | θα αναλυθείς | θα αναλυθείτε | ||
θα αναλύσει | θα αναλύσουν(ε) | θα αναλυθεί | θα αναλυθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναλύσει θα έχω αναλυμένο | θα έχουμε αναλύσει θα έχουμε αναλυμένο | θα έχω αναλυθεί θα είμαι αναλυμένος, -η | θα έχουμε αναλυθεί θα είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
θα έχεις αναλύσει θα έχεις αναλυμένο | θα έχετε αναλύσει θα έχετε αναλυμένο | θα έχεις αναλυθεί θα είσαι αναλυμένος, -η | θα έχετε αναλυθεί θα είστε αναλυμένοι, -ες | ||
θα έχει αναλύσει θα έχει αναλυμένο | θα έχουν αναλύσει θα έχουν αναλυμένο | θα έχει αναλυθεί θα είναι αναλυμένος, -η, -ο | θα έχουν αναλυθεί θα είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναλύω | να αναλύουμε, να αναλύομε | να αναλύομαι | να αναλυόμαστε |
να αναλύεις | να αναλύετε | να αναλύεσαι | να αναλύεστε, να αναλυόσαστε | ||
να αναλύει | να αναλύουν(ε) | να αναλύεται | να αναλύονται | ||
Aorist | να αναλύσω | να αναλύσουμε, να αναλύσομε | να αναλυθώ | να αναλυθούμε | |
να αναλύσεις | να αναλύσετε | να αναλυθείς | να αναλυθείτε | ||
να αναλύσει | να αναλύσουν(ε) | να αναλυθεί | να αναλυθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναλύσει να έχω αναλυμένο | να έχουμε αναλύσει να έχουμε αναλυμένο | να έχω αναλυθεί να είμαι αναλυμένος, -η | να έχουμε αναλυθεί να είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
να έχεις αναλύσει να έχεις αναλυμένο | να έχετε αναλύσει να έχετε αναλυμένο | να έχεις αναλυθεί να είσαι αναλυμένος, -η | να έχετε αναλυθεί να είστε αναλυμένοι, -ες | ||
να έχει αναλύσει να έχει αναλυμένο | να έχουν αναλύσει να έχουν αναλυμένο | να έχει αναλυθεί να είναι αναλυμένος, -η, -ο | να έχουν αναλυθεί να είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανάλυε | αναλύετε | αναλύεστε | |
Aorist | ανάλυσε | αναλύσετε, αναλύστε | αναλύσου | αναλυθείτε | |
Part izip | Pres | αναλύοντας | |||
Perf | έχοντας αναλύσει, έχοντας αναλυμένο | αναλυμένος, -η, -ο | αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναλύσει | αναλυθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | analysiere | ||
du | analysierst | |||
er, sie, es | analysiert | |||
Präteritum | ich | analysierte | ||
Konjunktiv II | ich | analysierte | ||
Imperativ | Singular | analysiere! analysier! | ||
Plural | analysiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
analysiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:analysieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | parse | ||
du | parst | |||
er, sie, es | parst | |||
Präteritum | ich | parste | ||
Konjunktiv II | ich | parste | ||
Imperativ | Singular | pars! parse! | ||
Plural | parst! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geparst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:parsen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | hinterfrage | ||
du | hinterfragst | |||
er, sie, es | hinterfragt | |||
Präteritum | ich | hinterfragte | ||
Konjunktiv II | ich | hinterfragte | ||
Imperativ | Singular | hinterfrag! hinterfrage! | ||
Plural | hinterfragt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
hinterfragt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hinterfragen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erörtere | ||
du | erörterst | |||
er, sie, es | erörtert | |||
Präteritum | ich | erörterte | ||
Konjunktiv II | ich | erörterte | ||
Imperativ | Singular | erörtere! | ||
Plural | erörtert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erörtert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erörtern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schlüssle auf schlüssele auf | ||
du | schlüsselst auf | |||
er, sie, es | schlüsselt auf | |||
Präteritum | ich | schlüsselte auf | ||
Konjunktiv II | ich | schlüsselte auf | ||
Imperativ | Singular | schlüssel auf! schlüssle auf! | ||
Plural | schlüsselt auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgeschlüsselt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufschlüsseln |
αναλύω· αναλυώ· αναλώ.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.