αναλύω Verb  [analio, analyw]

  Verb
(8)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αναλύω

αναλύω altgriechisch ἀναλύω


GriechischDeutsch
Η δουλειά μου προϋποθέτει να είμαι ειδικός στο να αναλύω το μοτίβο.Meine Arbeit erfordert von mir ein Experte, im analysieren von Mustern, zu sein.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα αναλύω όλα.Ich weiß auch nicht, warum ich immer alles analysieren muss.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν θα ήσουν καλός για μένα και δεν θα μπορούσα να σταματήσω να αναλύω, διότι έχω αυτή την επαγγελματική περιέργεια για εσένα και...Du wärst nicht gut für mich und ich könnte nicht aufhören zu analysieren, weil ich diese professionelle Neugier über dich habe und...

Übersetzung nicht bestätigt

'ρχισα να ενδιαφέρομαι για τις νομισματικές ισοτιμίες και να αναλύω τις διακυμάνσεις της βρετανικής λίρας ή του φράγκου.Ich fing an, mich für Währungen zu interessieren, Die Fluktuationen des Pfunds oder des Franc zu analysieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Και δεν με ενδιαφέρει να κάθομαι και ν'αναλύω ό,τι κάνω, πλέον.Ich habe auch keine Lust mehr, alles zu analysieren, was ich tue.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αναλύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναλύωαναλύουμε, αναλύομεαναλύομαιαναλυόμαστε
αναλύειςαναλύετεαναλύεσαιαναλύεστε, αναλυόσαστε
αναλύειαναλύουν(ε)αναλύεταιαναλύονται
Imper
fekt
ανέλυααναλύαμεαναλυόμουν(α)αναλυόμαστε
ανέλυεςαναλύατεαναλυόσουν(α)αναλυόσαστε
ανέλυεανέλυαν, αναλύαν(ε)αναλυόταν(ε)αναλύονταν
Aoristανέλυσα, ανάλυσααναλύσαμεαναλύθηκααναλυθήκαμε
ανέλυσες, ανάλυσεςαναλύσατεαναλύθηκεςαναλυθήκατε
ανέλυσε, ανάλυσεανέλυσαν, αναλύσαν(ε)αναλύθηκεαναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναλύσει
έχω αναλυμένο
έχουμε αναλύσει
έχουμε αναλυμένο
έχω αναλυθεί
είμαι αναλυμένος, -η
έχουμε αναλυθεί
είμαστε αναλυμένοι, -ες
έχεις αναλύσει
έχεις αναλυμένο
έχετε αναλύσει
έχετε αναλυμένο
έχεις αναλυθεί
είσαι αναλυμένος, -η
έχετε αναλυθεί
είστε αναλυμένοι, -ες
έχει αναλύσει
έχει αναλυμένο
έχουν αναλύσει
έχουν αναλυμένο
έχει αναλυθεί
είναι αναλυμένος, -η, -ο
έχουν αναλυθεί
είναι αναλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναλύσει
είχα αναλυμένο
είχαμε αναλύσει
είχαμε αναλυμένο
είχα αναλυθεί
ήμουν αναλυμένος, -η
είχαμε αναλυθεί
ήμαστε αναλυμένοι, -ες
είχες αναλύσει
είχες αναλυμένο
είχατε αναλύσει
είχατε αναλυμένο
είχες αναλυθεί
ήσουν αναλυμένος, -η
είχατε αναλυθεί
ήσαστε αναλυμένοι, -ες
είχε αναλύσει
είχε αναλυμένο
είχαν αναλύσει
είχαν αναλυμένο
είχε αναλυθεί
ήταν αναλυμένος, -η, -ο
είχαν αναλυθεί
ήταν αναλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναλύωθα αναλύουμε, θα αναλύομεθα αναλύομαιθα αναλυόμαστε
θα αναλύειςθα αναλύετεθα αναλύεσαιθα αναλύεστε θα αναλυόσαστε
θα αναλύειθα αναλύουν(ε)θα αναλύεταιθα αναλύονται
Fut
ur
θα αναλύσωθα αναλύσουμε, θα αναλύσομεθα αναλυθώθα αναλυθούμε
θα αναλύσειςθα αναλύσετεθα αναλυθείςθα αναλυθείτε
θα αναλύσειθα αναλύσουν(ε)θα αναλυθείθα αναλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναλύσει
θα έχω αναλυμένο
θα έχουμε αναλύσει
θα έχουμε αναλυμένο
θα έχω αναλυθεί
θα είμαι αναλυμένος, -η
θα έχουμε αναλυθεί
θα είμαστε αναλυμένοι, -ες
θα έχεις αναλύσει
θα έχεις αναλυμένο
θα έχετε αναλύσει
θα έχετε αναλυμένο
θα έχεις αναλυθεί
θα είσαι αναλυμένος, -η
θα έχετε αναλυθεί
θα είστε αναλυμένοι, -ες
θα έχει αναλύσει
θα έχει αναλυμένο
θα έχουν αναλύσει
θα έχουν αναλυμένο
θα έχει αναλυθεί
θα είναι αναλυμένος, -η, -ο
θα έχουν αναλυθεί
θα είναι αναλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναλύωνα αναλύουμε, να αναλύομενα αναλύομαινα αναλυόμαστε
να αναλύειςνα αναλύετενα αναλύεσαινα αναλύεστε, να αναλυόσαστε
να αναλύεινα αναλύουν(ε)να αναλύεταινα αναλύονται
Aoristνα αναλύσωνα αναλύσουμε, να αναλύσομενα αναλυθώνα αναλυθούμε
να αναλύσειςνα αναλύσετενα αναλυθείςνα αναλυθείτε
να αναλύσεινα αναλύσουν(ε)να αναλυθείνα αναλυθούν(ε)
Perfνα έχω αναλύσει
να έχω αναλυμένο
να έχουμε αναλύσει
να έχουμε αναλυμένο
να έχω αναλυθεί
να είμαι αναλυμένος, -η
να έχουμε αναλυθεί
να είμαστε αναλυμένοι, -ες
να έχεις αναλύσει
να έχεις αναλυμένο
να έχετε αναλύσει
να έχετε αναλυμένο
να έχεις αναλυθεί
να είσαι αναλυμένος, -η
να έχετε αναλυθεί
να είστε αναλυμένοι, -ες
να έχει αναλύσει
να έχει αναλυμένο
να έχουν αναλύσει
να έχουν αναλυμένο
να έχει αναλυθεί
να είναι αναλυμένος, -η, -ο
να έχουν αναλυθεί
να είναι αναλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάλυεαναλύετεαναλύεστε
Aoristανάλυσεαναλύσετε, αναλύστεαναλύσουαναλυθείτε
Part
izip
Presαναλύοντας
Perfέχοντας αναλύσει, έχοντας αναλυμένοαναλυμένος, -η, -οαναλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναλύσειαναλυθεί













Griechische Definition zu αναλύω

αναλύω· αναλυώ· αναλώ.

1)
α) Λειώνω, ρευστοποιώ κ.:
αλός αμμωνιακού μετά πυέλου αναλυθέντος (Iερακοσ. 40512
β) (μεταφ.) «λειώνω», εξουθενώνω κάπ.:
Aνέλυσέ μ’ η φλόγωσις των πολυστεναγμάτων (Σπαν. A 26
φρ. αναλύω την καρδιά κάπ. = αποθαρρύνω κάπ., τον κάνω να δειλιάσει:
(Πεντ. Δευτ. XX 8).
2) Διαλύω, καταστρέφω κ.:
πυρ … αναλεί τα τείχη (Aξαγ., Kάρολ. E´ 424).
[αρχ. αναλύω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback