aufschlüsseln
 Verb

αναλύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Captain. Ich spreche von einem Dechiffrierer, der das richtige Frequenzspektrum hat, um Nachrichten aufschlüsseln zu können, die Ihre Botschaft über Funk erhält.Πλωτάρχα, ομιλώ για έναν αποκωδικοποιητή, ρυθμισμένο στο κατάληλλο φάσμα συχνοτήτων για να αποκωδικοποιή μηνύματα των ασυρμάτων τηλεφώνων της πρεσβείας σας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, wenn Bonnie die Programme aufschlüsseln kann.Ναι, εάν η Bonnie μπορέσει να αναλύσει και να σπάσει τα προγράμματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden das Virus bis ins Detail aufschlüsseln.Αν μας αφήσεις, θα βρούμε ακόμα και το τελευταίο του γονίδιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, und wenn wir damit die Nachricht aufschlüsseln findet man das.Κι όταν εφαρμόζουμε το κλειδί στο υπόλοιπο μήνυμα να τι βρίσκουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden alle Kosten aufschlüsseln und in Kategorien einteilen.'Ολα τα έξοδα μπαίνουν σε διάφορες κατηγορίες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναλύωαναλύουμε, αναλύομεαναλύομαιαναλυόμαστε
αναλύειςαναλύετεαναλύεσαιαναλύεστε, αναλυόσαστε
αναλύειαναλύουν(ε)αναλύεταιαναλύονται
Imper
fekt
ανέλυααναλύαμεαναλυόμουν(α)αναλυόμαστε
ανέλυεςαναλύατεαναλυόσουν(α)αναλυόσαστε
ανέλυεανέλυαν, αναλύαν(ε)αναλυόταν(ε)αναλύονταν
Aoristανέλυσα, ανάλυσααναλύσαμεαναλύθηκααναλυθήκαμε
ανέλυσες, ανάλυσεςαναλύσατεαναλύθηκεςαναλυθήκατε
ανέλυσε, ανάλυσεανέλυσαν, αναλύσαν(ε)αναλύθηκεαναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναλύσει
έχω αναλυμένο
έχουμε αναλύσει
έχουμε αναλυμένο
έχω αναλυθεί
είμαι αναλυμένος, -η
έχουμε αναλυθεί
είμαστε αναλυμένοι, -ες
έχεις αναλύσει
έχεις αναλυμένο
έχετε αναλύσει
έχετε αναλυμένο
έχεις αναλυθεί
είσαι αναλυμένος, -η
έχετε αναλυθεί
είστε αναλυμένοι, -ες
έχει αναλύσει
έχει αναλυμένο
έχουν αναλύσει
έχουν αναλυμένο
έχει αναλυθεί
είναι αναλυμένος, -η, -ο
έχουν αναλυθεί
είναι αναλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναλύσει
είχα αναλυμένο
είχαμε αναλύσει
είχαμε αναλυμένο
είχα αναλυθεί
ήμουν αναλυμένος, -η
είχαμε αναλυθεί
ήμαστε αναλυμένοι, -ες
είχες αναλύσει
είχες αναλυμένο
είχατε αναλύσει
είχατε αναλυμένο
είχες αναλυθεί
ήσουν αναλυμένος, -η
είχατε αναλυθεί
ήσαστε αναλυμένοι, -ες
είχε αναλύσει
είχε αναλυμένο
είχαν αναλύσει
είχαν αναλυμένο
είχε αναλυθεί
ήταν αναλυμένος, -η, -ο
είχαν αναλυθεί
ήταν αναλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναλύωθα αναλύουμε, θα αναλύομεθα αναλύομαιθα αναλυόμαστε
θα αναλύειςθα αναλύετεθα αναλύεσαιθα αναλύεστε θα αναλυόσαστε
θα αναλύειθα αναλύουν(ε)θα αναλύεταιθα αναλύονται
Fut
ur
θα αναλύσωθα αναλύσουμε, θα αναλύσομεθα αναλυθώθα αναλυθούμε
θα αναλύσειςθα αναλύσετεθα αναλυθείςθα αναλυθείτε
θα αναλύσειθα αναλύσουν(ε)θα αναλυθείθα αναλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναλύσει
θα έχω αναλυμένο
θα έχουμε αναλύσει
θα έχουμε αναλυμένο
θα έχω αναλυθεί
θα είμαι αναλυμένος, -η
θα έχουμε αναλυθεί
θα είμαστε αναλυμένοι, -ες
θα έχεις αναλύσει
θα έχεις αναλυμένο
θα έχετε αναλύσει
θα έχετε αναλυμένο
θα έχεις αναλυθεί
θα είσαι αναλυμένος, -η
θα έχετε αναλυθεί
θα είστε αναλυμένοι, -ες
θα έχει αναλύσει
θα έχει αναλυμένο
θα έχουν αναλύσει
θα έχουν αναλυμένο
θα έχει αναλυθεί
θα είναι αναλυμένος, -η, -ο
θα έχουν αναλυθεί
θα είναι αναλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναλύωνα αναλύουμε, να αναλύομενα αναλύομαινα αναλυόμαστε
να αναλύειςνα αναλύετενα αναλύεσαινα αναλύεστε, να αναλυόσαστε
να αναλύεινα αναλύουν(ε)να αναλύεταινα αναλύονται
Aoristνα αναλύσωνα αναλύσουμε, να αναλύσομενα αναλυθώνα αναλυθούμε
να αναλύσειςνα αναλύσετενα αναλυθείςνα αναλυθείτε
να αναλύσεινα αναλύσουν(ε)να αναλυθείνα αναλυθούν(ε)
Perfνα έχω αναλύσει
να έχω αναλυμένο
να έχουμε αναλύσει
να έχουμε αναλυμένο
να έχω αναλυθεί
να είμαι αναλυμένος, -η
να έχουμε αναλυθεί
να είμαστε αναλυμένοι, -ες
να έχεις αναλύσει
να έχεις αναλυμένο
να έχετε αναλύσει
να έχετε αναλυμένο
να έχεις αναλυθεί
να είσαι αναλυμένος, -η
να έχετε αναλυθεί
να είστε αναλυμένοι, -ες
να έχει αναλύσει
να έχει αναλυμένο
να έχουν αναλύσει
να έχουν αναλυμένο
να έχει αναλυθεί
να είναι αναλυμένος, -η, -ο
να έχουν αναλυθεί
να είναι αναλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάλυεαναλύετεαναλύεστε
Aoristανάλυσεαναλύσετε, αναλύστεαναλύσουαναλυθείτε
Part
izip
Presαναλύοντας
Perfέχοντας αναλύσει, έχοντας αναλυμένοαναλυμένος, -η, -οαναλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναλύσειαναλυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback