αναλύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Deutsche Synonyme |
---|
parsen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | parse | ||
du | parst | |||
er, sie, es | parst | |||
Präteritum | ich | parste | ||
Konjunktiv II | ich | parste | ||
Imperativ | Singular | pars! parse! | ||
Plural | parst! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geparst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:parsen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναλύω | αναλύουμε, αναλύομε | αναλύομαι | αναλυόμαστε |
αναλύεις | αναλύετε | αναλύεσαι | αναλύεστε, αναλυόσαστε | ||
αναλύει | αναλύουν(ε) | αναλύεται | αναλύονται | ||
Imper fekt | ανέλυα | αναλύαμε | αναλυόμουν(α) | αναλυόμαστε | |
ανέλυες | αναλύατε | αναλυόσουν(α) | αναλυόσαστε | ||
ανέλυε | ανέλυαν, αναλύαν(ε) | αναλυόταν(ε) | αναλύονταν | ||
Aorist | ανέλυσα, ανάλυσα | αναλύσαμε | αναλύθηκα | αναλυθήκαμε | |
ανέλυσες, ανάλυσες | αναλύσατε | αναλύθηκες | αναλυθήκατε | ||
ανέλυσε, ανάλυσε | ανέλυσαν, αναλύσαν(ε) | αναλύθηκε | αναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναλύσει έχω αναλυμένο | έχουμε αναλύσει έχουμε αναλυμένο | έχω αναλυθεί είμαι αναλυμένος, -η | έχουμε αναλυθεί είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
έχεις αναλύσει έχεις αναλυμένο | έχετε αναλύσει έχετε αναλυμένο | έχεις αναλυθεί είσαι αναλυμένος, -η | έχετε αναλυθεί είστε αναλυμένοι, -ες | ||
έχει αναλύσει έχει αναλυμένο | έχουν αναλύσει έχουν αναλυμένο | έχει αναλυθεί είναι αναλυμένος, -η, -ο | έχουν αναλυθεί είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναλύσει είχα αναλυμένο | είχαμε αναλύσει είχαμε αναλυμένο | είχα αναλυθεί ήμουν αναλυμένος, -η | είχαμε αναλυθεί ήμαστε αναλυμένοι, -ες | |
είχες αναλύσει είχες αναλυμένο | είχατε αναλύσει είχατε αναλυμένο | είχες αναλυθεί ήσουν αναλυμένος, -η | είχατε αναλυθεί ήσαστε αναλυμένοι, -ες | ||
είχε αναλύσει είχε αναλυμένο | είχαν αναλύσει είχαν αναλυμένο | είχε αναλυθεί ήταν αναλυμένος, -η, -ο | είχαν αναλυθεί ήταν αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναλύω | θα αναλύουμε, θα αναλύομε | θα αναλύομαι | θα αναλυόμαστε | |
θα αναλύεις | θα αναλύετε | θα αναλύεσαι | θα αναλύεστε θα αναλυόσαστε | ||
θα αναλύει | θα αναλύουν(ε) | θα αναλύεται | θα αναλύονται | ||
Fut ur | θα αναλύσω | θα αναλύσουμε, θα αναλύσομε | θα αναλυθώ | θα αναλυθούμε | |
θα αναλύσεις | θα αναλύσετε | θα αναλυθείς | θα αναλυθείτε | ||
θα αναλύσει | θα αναλύσουν(ε) | θα αναλυθεί | θα αναλυθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναλύσει θα έχω αναλυμένο | θα έχουμε αναλύσει θα έχουμε αναλυμένο | θα έχω αναλυθεί θα είμαι αναλυμένος, -η | θα έχουμε αναλυθεί θα είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
θα έχεις αναλύσει θα έχεις αναλυμένο | θα έχετε αναλύσει θα έχετε αναλυμένο | θα έχεις αναλυθεί θα είσαι αναλυμένος, -η | θα έχετε αναλυθεί θα είστε αναλυμένοι, -ες | ||
θα έχει αναλύσει θα έχει αναλυμένο | θα έχουν αναλύσει θα έχουν αναλυμένο | θα έχει αναλυθεί θα είναι αναλυμένος, -η, -ο | θα έχουν αναλυθεί θα είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναλύω | να αναλύουμε, να αναλύομε | να αναλύομαι | να αναλυόμαστε |
να αναλύεις | να αναλύετε | να αναλύεσαι | να αναλύεστε, να αναλυόσαστε | ||
να αναλύει | να αναλύουν(ε) | να αναλύεται | να αναλύονται | ||
Aorist | να αναλύσω | να αναλύσουμε, να αναλύσομε | να αναλυθώ | να αναλυθούμε | |
να αναλύσεις | να αναλύσετε | να αναλυθείς | να αναλυθείτε | ||
να αναλύσει | να αναλύσουν(ε) | να αναλυθεί | να αναλυθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναλύσει να έχω αναλυμένο | να έχουμε αναλύσει να έχουμε αναλυμένο | να έχω αναλυθεί να είμαι αναλυμένος, -η | να έχουμε αναλυθεί να είμαστε αναλυμένοι, -ες | |
να έχεις αναλύσει να έχεις αναλυμένο | να έχετε αναλύσει να έχετε αναλυμένο | να έχεις αναλυθεί να είσαι αναλυμένος, -η | να έχετε αναλυθεί να είστε αναλυμένοι, -ες | ||
να έχει αναλύσει να έχει αναλυμένο | να έχουν αναλύσει να έχουν αναλυμένο | να έχει αναλυθεί να είναι αναλυμένος, -η, -ο | να έχουν αναλυθεί να είναι αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανάλυε | αναλύετε | αναλύεστε | |
Aorist | ανάλυσε | αναλύσετε, αναλύστε | αναλύσου | αναλυθείτε | |
Part izip | Pres | αναλύοντας | |||
Perf | έχοντας αναλύσει, έχοντας αναλυμένο | αναλυμένος, -η, -ο | αναλυμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναλύσει | αναλυθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.