Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, es tut mir leid, daß ich etwas tue, was ich normalerweise nicht tue, nämlich Änderungsanträge hier zu erklären. | Κύριε Πρόεδρε, λυπάμαι που κάνω κάτι το οποίο κανονικά δεν συνηθίζω, να εξηγώ δηλαδή εδώ τροπολογίες. Übersetzung bestätigt |
Lassen Sie mich das erklären: Wir haben bereits 300 Sprachen und vierzehn Religionen, und insgesamt kommen wir ganz gut zurecht. | Και εξηγώ: έχουμε ήδη 300 γλώσσες και 14 θρησκείες και, εν γένει, τα πάμε πολύ καλά. Übersetzung bestätigt |
Frau Berès, ich erlaube mir, was Sie sich in Ihrem Ausschuss auch erlauben, nämlich die Dinge, wenn ein Punkt zur Geschäftsordnung kommt, zu erklären. | Κυρία Beres, πράττω ό,τι και εσείς στην επιτροπή σας, εξηγώ δηλαδή την κατάσταση όταν εγείρεται θέμα επί της διαδικασίας. Übersetzung bestätigt |
Außerdem gebe ich mich nicht damit zufrieden, Ihnen gegenüber hier lediglich Sachverhalte zu erklären; ich werde sie auch in jeder Hauptstadt erklären und demnach wie versprochen jede Woche eine europäische Hauptstadt besuchen. In jeder Hauptstadt werde ich mit den nationalen Beamten, die für die Umsetzung unserer Richtlinien zuständig sind, einen Workshop abhalten: zu beruflichen Qualifikationen, Dienstleistungen und öffentlichen Aufträgen. | Επιπλέον, δεν είμαι ικανοποιημένος με το να σας εξηγώ απλά τα πράγματα εδώ· θα τα εξηγήσω επίσης σε κάθε πρωτεύουσα και, έτσι, όπως ακριβώς υποσχέθηκα, κάθε εβδομάδα θα επισκέπτομαι μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και σε καθεμία από αυτές τις πρωτεύουσες θα πραγματοποιώ συνάντηση πρακτικής εργασίας με τους εθνικούς αξιωματούχους, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των οδηγιών μας: σχετικά με τα επαγγελματικά προσόντα, τις υπηρεσίες και τις δημόσιες συμβάσεις. Übersetzung bestätigt |
Lassen Sie mich das erklären: Natürlich müssen wir den Schwerpunkt auf die Zuverlässigkeit und Transparenz dieser Verfahren legen und die Asylberechtigten schützen; jedoch müssen wir uns auch vor Missbrauch hüten. | Και εξηγώ: βεβαίως να τονίζουμε την αξιοπιστία και τη διαφάνεια στις διαδικασίες αυτές, να περιφρουρήσουμε εκείνους που δικαιούνται άσυλο, να προσέξουμε όμως και τις καταχρήσεις. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
beschreiben |
erörtern |
schildern |
darlegen |
erklären |
erzählen |
beleuchten |
elaborieren |
erläutern |
ausmalen |
offenlegen |
verlauten lassen |
verzälle |
Ähnliche Wörter |
---|
erklärend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erkläre | ||
du | erklärst | |||
er, sie, es | erklärt | |||
Präteritum | ich | erklärte | ||
Konjunktiv II | ich | erklärte | ||
Imperativ | Singular | erkläre! erklär! | ||
Plural | erklärt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erklärt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erklären |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξηγώ | εξηγούμε | εξηγούμαι | εξηγούμαστε |
εξηγείς | εξηγείτε | εξηγείσαι | εξηγείστε | ||
εξηγεί | εξηγούν(ε) | εξηγείται | εξηγούνται | ||
Imper fekt | εξηγούσα | εξηγούσαμε | εξηγούμουν | εξηγούμαστε | |
εξηγούσες | εξηγούσατε | ||||
εξηγούσε | εξηγούσαν(ε) | εξηγούνταν, εξηγείτο | εξηγούνταν, εξηγούντο | ||
Aorist | εξήγησα | εξηγήσαμε | εξηγήθηκα | εξηγηθήκαμε | |
εξήγησες | εξηγήσατε | εξηγήθηκες | εξηγηθήκατε | ||
εξήγησε | εξήγησαν, εξηγήσαν(ε) | εξηγήθηκε | εξηγήθηκαν, εξηγηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξηγώ | θα εξηγούμε | θα εξηγούμαι | θα εξηγούμαστε | |
θα εξηγείς | θα εξηγείτε | θα εξηγείσαι | θα εξηγείστε | ||
θα εξηγεί | θα εξηγούν(ε) | θα εξηγείται | θα εξηγούνται | ||
Fut ur | θα εξηγήσω | θα εξηγήσουμε | θα εξηγηθώ | θα εξηγηθούμε | |
θα εξηγήσεις | θα εξηγήσετε | θα εξηγηθείς | θα εξηγηθείτε | ||
θα εξηγήσει | θα εξηγήσουν(ε) | θα εξηγηθεί | θα εξηγηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξηγώ | να εξηγούμε | να εξηγούμαι | να εξηγούμαστε |
να εξηγείς | να εξηγείτε | να εξηγείσαι | να εξηγείστε | ||
να εξηγεί | να εξηγούν(ε) | να εξηγείται | να εξηγούνται | ||
Aorist | να εξηγήσω | να εξηγηθώ | να εξηγηθούμε | ||
να εξηγήσεις | να εξηγήσετε | να εξηγηθείς | να εξηγηθείτε | ||
να εξηγήσει | να εξηγήσουν(ε) | να εξηγηθεί | να εξηγηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | εξηγείτε | εξηγείστε | ||
Aorist | εξήγησε | εξηγήστε, εξηγήσετε | εξηγήσου | εξηγηθείτε | |
Part izip | Pres | εξηγώντας | |||
Perf | έχοντας εξηγήσει, | εξηγημένος, -η, -ο | εξηγημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξηγήσει | εξηγηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δηλώνω | δηλώνουμε, δηλώνομε | δηλώνομαι | δηλωνόμαστε |
δηλώνεις | δηλώνετε | δηλώνεσαι | δηλώνεστε, δηλωνόσαστε | ||
δηλώνει | δηλώνουν(ε) | δηλώνεται | δηλώνονται | ||
Imper fekt | δήλωνα | δηλώναμε | δηλωνόμουν(α) | δηλωνόμαστε, δηλωνόμασταν | |
δήλωνες | δηλώνατε | δηλωνόσουν(α) | δηλωνόσαστε, δηλωνόσασταν | ||
δήλωνε | δήλωναν, δηλώναν(ε) | δηλωνόταν(ε) | δηλώνονταν, δηλωνόντανε, δηλωνόντουσαν | ||
Aorist | δήλωσα | δηλώσαμε | δηλώθηκα | δηλωθήκαμε | |
δήλωσες | δηλώσατε | δηλώθηκες | δηλωθήκατε | ||
δήλωσε | δήλωσαν, δηλώσαν(ε) | δηλώθηκε | δηλώθηκαν, δηλωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δηλώνω | θα δηλώνουμε, | θα δηλώνομαι | θα δηλωνόμαστε | |
θα δηλώνεις | θα δηλώνετε | θα δηλώνεσαι | θα δηλώνεστε, | ||
θα δηλώνει | θα δηλώνουν(ε) | θα δηλώνεται | θα δηλώνονται | ||
Fut ur | θα δηλώσω | θα δηλώσουμε, | θα δηλωθώ | θα δηλωθούμε | |
θα δηλώσεις | θα δηλώσετε | θα δηλωθείς | θα δηλωθείτε | ||
θα δηλώσει | θα δηλώσουν | θα δηλωθεί | θα δηλωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δηλώνω | να δηλώνουμε, | να δηλώνομαι | να δηλωνόμαστε |
να δηλώνεις | να δηλώνετε | να δηλώνεσαι | να δηλώνεστε, | ||
να δηλώνει | να δηλώνουν(ε) | να δηλώνεται | να δηλώνονται | ||
Aorist | να δηλώσω | να δηλώσουμε, | να δηλωθώ | να δηλωθούμε | |
να δηλώσεις | να δηλώσετε | να δηλωθείς | να δηλωθείτε | ||
να δηλώσει | να δηλώσουν(ε) | να δηλωθεί | να δηλωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις δηλώσει να έχεις δηλωμένο | να έχετε δηλώσει να έχετε δηλωμένο | να έχεις δηλωθεί να είσαι δηλωμένος, -η | να έχετε δηλωθεί να είστε δηλωμένοι, -ες | ||
να έχει δηλώσει να έχει δηλωμένο | να έχουν δηλώσει να έχουν δηλωμένο | να έχει δηλωθεί | να έχουν δηλωθεί | ||
Imper ativ | Pres | δήλωνε | δηλώνετε | δηλώνεστε | |
Aorist | δήλωσε | δηλώστε, δηλώσετε | δηλώσου | δηλωθείτε | |
Part izip | Pres | δηλώνοντας | |||
Perf | έχοντας δηλώσει, | δηλωμένος, -η, -ο | δηλωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δηλώσει | δηλωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κηρύσσω | κηρύσσουμε, κηρύσσομε | κηρύσσομαι | κηρυσσόμαστε |
κηρύσσεις | κηρύσσετε | κηρύσσεσαι | κηρύσσεστε, κηρυσσόσαστε | ||
κηρύσσει | κηρύσσουν(ε) | κηρύσσεται | κηρύσσονται | ||
Imper fekt | κήρυσσα | κηρύσσαμε | κηρυσσόμουν(α) | κηρυσσόμαστε, κηρυσσόμασταν | |
κήρυσσες | κηρύσσατε | κηρυσσόσουν(α) | κηρυσσόσαστε, κηρυσσόσασταν | ||
κήρυσσε | κήρυσσαν, κηρύσσαν(ε) | κηρυσσόταν(ε) | κηρύσσονταν, κηρυσσόντανε, κηρυσσόντουσαν | ||
Aorist | κήρυξα | κηρύξαμε | κηρύχθηκα, κηρύχτηκα | κηρυχθήκαμε, κηρυχτήκαμε | |
κήρυξες | κηρύξατε | κηρύχθηκες, κηρύχτηκες | κηρυχθήκατε, κηρυχτήκατε | ||
κήρυξε | κήρυξαν, κηρύξαν(ε) | κηρύχθηκε, κηρύχτηκε | κηρύχθηκαν, κηρυχθήκαν(ε) κηρύχτηκαν, κηρυχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κηρύσσω | θα κηρύσσουμε, | θα κηρύσσομαι | θα κηρυσσόμαστε | |
θα κηρύσσεις | θα κηρύσσετε | θα κηρύσσεσαι | θα κηρύσσεστε, | ||
θα κηρύσσει | θα κηρύσσουν(ε) | θα κηρύσσεται | θα κηρύσσονται | ||
Fut ur | θα κηρύξω | θα κηρύξουμε, | θα κηρυχθώ, θα κηρυχτώ | θα κηρυχθούμε, θα κηρυχτούμε | |
θα κηρύξεις | θα κηρύξετε | θα κηρυχθείς, θα κηρυχτείς | θα κηρυχθείτε, θα κηρυχτείτε | ||
θα κηρύξει | θα κηρύξουν(ε) | θα κηρυχθεί, θα κηρυχτεί | θα κηρυχθούν(ε), θα κηρυχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κηρύσσω | να κηρύσσουμε, | να κηρύσσομαι | να κηρυσσόμαστε |
να κηρύσσεις | να κηρύσσετε | να κηρύσσεσαι | να κηρύσσεστε, | ||
να κηρύσσει | να κηρύσσουν(ε) | να κηρύσσεται | να κηρύσσονται | ||
Aorist | να κηρύξω | να κηρύξουμε, | να κηρυχθώ, να κηρυχτώ | να κηρυχθούμε, να κηρυχτούμε | |
να κηρύξεις | να κηρύξετε | να κηρυχθείς, να κηρυχτείς | να κηρυχθείτε, να κηρυχτείτε | ||
να κηρύξει | να κηρύξουν(ε) | να κηρυχθεί, να κηρυχτεί | να κηρυχθούν(ε), να κηρυχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κήρυσσε | κηρύσσετε | κηρύσσεστε | |
Aorist | κήρυξε | κηρύξτε, κηρύξετε | κηρύξου | κηρυχθείτε, κηρυχτείτε | |
Part izip | Pres | κηρύσσοντας | κηρυσσόμενος | ||
Perf | έχοντας κηρύξει, έχοντας κηρυγμένο | κηρυγμένος, -η, -ο | κηρυγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κηρύξει | κηρυχθεί, κηρυχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.