εμφανίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Er wollte etwas offenlegen, was seine Unschuld beweisen soll. | Διαρκώς υπόσχεται μια αποκάλυψη που θα αποδείξει την αθωότητά του. Übersetzung nicht bestätigt |
Er hat einen Plan. Er will, dass beide Seiten offenlegen, wo sie ihre Nuklearwaffen aufbewahren, damit er sie zerstören kann. | Πήρε ένα σχέδιο όπου μπορούσε να βρει τις δύο πλευρές να αποκαλύψει Τις θέσεις των αντίστοιχων πυρηνικών όπλων τους Και να του επιτρέψουν να τους καταστρέψει απλά. Übersetzung nicht bestätigt |
Was würden die wohl tun, wenn wir unseren Quellcode offenlegen? | Τί θα έκαναν αυτοί αν απελευθερώναμε τον πηγαιό κώδικα; Übersetzung nicht bestätigt |
Tut mir leid. Ich kann die Akten dazu nicht offenlegen. | Συγνώμη, δεν μπορώ να αποκαλύψω τα ιατρικά μας αρχεία. Übersetzung nicht bestätigt |
Nur zu! Sie wollen, dass wir unsere Bücher offenlegen? | Θέλετε να δείτε τα αρχεία μας; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
beschreiben |
erörtern |
schildern |
darlegen |
erklären |
erzählen |
beleuchten |
elaborieren |
erläutern |
ausmalen |
offenlegen |
verlauten lassen |
verzälle |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lege offen | ||
du | legst offen | |||
er, sie, es | legt offen | |||
Präteritum | ich | legte offen | ||
Konjunktiv II | ich | legte offen | ||
Imperativ | Singular | leg offen! lege offen! | ||
Plural | legt offen! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
offengelegt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:offenlegen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εμφανίζω | εμφανίζουμε, εμφανίζομε | εμφανίζομαι | εμφανιζόμαστε |
εμφανίζεις | εμφανίζετε | εμφανίζεσαι | εμφανίζεστε, εμφανιζόσαστε | ||
εμφανίζει | εμφανίζουν(ε) | εμφανίζεται | εμφανίζονται | ||
Imper fekt | εμφάνιζα | εμφανίζαμε | εμφανιζόμουν(α) | εμφανιζόμαστε, εμφανιζόμασταν | |
εμφάνιζες | εμφανίζατε | εμφανιζόσουν(α) | εμφανιζόσαστε, εμφανιζόσασταν | ||
εμφάνιζε | εμφάνιζαν, εμφανίζαν(ε) | εμφανιζόταν(ε) | εμφανίζονταν, εμφανιζόντανε, εμφανιζόντουσαν | ||
Aorist | εμφάνισα | εμφανίσαμε | εμφανίστηκα | εμφανιστήκαμε | |
εμφάνισες | εμφανίσατε | εμφανίστηκες | εμφανιστήκατε | ||
εμφάνισε | εμφάνισαν, εμφανίσαν(ε) | εμφανίστηκε | εμφανίστηκαν, εμφανιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εμφανίσει έχω εμφανισμένο | έχουμε εμφανίσει έχουμε εμφανισμένο | έχω εμφανιστεί είμαι εμφανισμένος, -η | έχουμε εμφανιστεί είμαστε εμφανισμένοι, -ες | |
έχεις εμφανίσει έχεις εμφανισμένο | έχετε εμφανίσει έχετε εμφανισμένο | έχεις εμφανιστεί είσαι εμφανισμένος, -η | έχετε εμφανιστεί είστε εμφανισμένοι, -ες | ||
έχει εμφανίσει έχει εμφανισμένο | έχουν εμφανίσει έχουν εμφανισμένο | έχει εμφανιστεί είναι εμφανισμένος, -η, -ο | έχουν εμφανιστεί είναι εμφανισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εμφανίσει είχα εμφανισμένο | είχαμε εμφανίσει είχαμε εμφανισμένο | είχα εμφανιστεί ήμουν εμφανισμένος, -η | είχαμε εμφανιστεί ήμαστε εμφανισμένοι, -ες | |
είχες εμφανίσει είχες εμφανισμένο | είχατε εμφανίσει είχατε εμφανισμένο | είχες εμφανιστεί ήσουν εμφανισμένος, -η | είχατε εμφανιστεί ήσαστε εμφανισμένοι, -ες | ||
είχε εμφανίσει είχε εμφανισμένο | είχαν εμφανίσει είχαν εμφανισμένο | είχε εμφανιστεί ήταν εμφανισμένος, -η, -ο | είχαν εμφανιστεί ήταν εμφανισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εμφανίζω | θα εμφανίζουμε, | θα εμφανίζομαι | θα εμφανιζόμαστε | |
θα εμφανίζεις | θα εμφανίζετε | θα εμφανίζεσαι | θα εμφανίζεστε, | ||
θα εμφανίζει | θα εμφανίζουν(ε) | θα εμφανίζεται | θα εμφανίζονται | ||
Fut ur | θα εμφανίσω | θα εμφανίσουμε, | θα εμφανιστώ | θα εμφανιστούμε | |
θα εμφανίσεις | θα εμφανίσετε | θα εμφανιστείς | θα εμφανιστείτε | ||
θα εμφανίσει | θα εμφανίσουν(ε) | θα εμφανιστεί | θα εμφανιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εμφανίζω | να εμφανίζουμε, | να εμφανίζομαι | να εμφανιζόμαστε |
να εμφανίζεις | να εμφανίζετε | να εμφανίζεσαι | να εμφανίζεστε, | ||
να εμφανίζει | να εμφανίζουν(ε) | να εμφανίζεται | να εμφανίζονται | ||
Aorist | να εμφανίσω | να εμφανίσουμε, | να εμφανιστώ | να εμφανιστούμε | |
να εμφανίσεις | να εμφανίσετε | να εμφανιστείς | να εμφανιστείτε | ||
να εμφανίσει | να εμφανίσουν(ε) | να εμφανιστεί | να εμφανιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εμφανίσει | να έχουμε εμφανίσει | να έχω εμφανιστεί | να έχουμε εμφανιστεί | |
να έχεις εμφανίσει | να έχετε εμφανίσει | να έχεις εμφανιστεί | να έχετε εμφανιστεί | ||
να έχει εμφανίσει | να έχουν εμφανίσει | να έχει εμφανιστεί | να έχουν εμφανιστεί | ||
Imper ativ | Pres | εμφάνιζε | εμφανίζετε | εμφανίζεστε | |
Aorist | εμφάνισε | εμφανίστε | εμφανίσου | εμφανιστείτε | |
Part izip | Pres | εμφανίζοντας | εμφανιζόμενος | ||
Perf | έχοντας εμφανίσει, έχοντας εμφανισμένο | εμφανισμένος, -η, -ο | εμφανισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εμφανίσει | εμφανιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.