εμφανίζω Verb  [emfanizo, emfanizw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εμφανίζω

εμφανίζω altgriechisch ἐμφανίζω ἐμφανής ἐμφαίνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εμφανίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εμφανίζωεμφανίζουμε, εμφανίζομεεμφανίζομαιεμφανιζόμαστε
εμφανίζειςεμφανίζετεεμφανίζεσαιεμφανίζεστε, εμφανιζόσαστε
εμφανίζειεμφανίζουν(ε)εμφανίζεταιεμφανίζονται
Imper
fekt
εμφάνιζαεμφανίζαμεεμφανιζόμουν(α)εμφανιζόμαστε, εμφανιζόμασταν
εμφάνιζεςεμφανίζατεεμφανιζόσουν(α)εμφανιζόσαστε, εμφανιζόσασταν
εμφάνιζεεμφάνιζαν, εμφανίζαν(ε)εμφανιζόταν(ε)εμφανίζονταν, εμφανιζόντανε, εμφανιζόντουσαν
Aoristεμφάνισαεμφανίσαμεεμφανίστηκαεμφανιστήκαμε
εμφάνισεςεμφανίσατεεμφανίστηκεςεμφανιστήκατε
εμφάνισεεμφάνισαν, εμφανίσαν(ε)εμφανίστηκεεμφανίστηκαν, εμφανιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εμφανίσει
έχω εμφανισμένο
έχουμε εμφανίσει
έχουμε εμφανισμένο
έχω εμφανιστεί
είμαι εμφανισμένος, -η
έχουμε εμφανιστεί
είμαστε εμφανισμένοι, -ες
έχεις εμφανίσει
έχεις εμφανισμένο
έχετε εμφανίσει
έχετε εμφανισμένο
έχεις εμφανιστεί
είσαι εμφανισμένος, -η
έχετε εμφανιστεί
είστε εμφανισμένοι, -ες
έχει εμφανίσει
έχει εμφανισμένο
έχουν εμφανίσει
έχουν εμφανισμένο
έχει εμφανιστεί
είναι εμφανισμένος, -η, -ο
έχουν εμφανιστεί
είναι εμφανισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εμφανίσει
είχα εμφανισμένο
είχαμε εμφανίσει
είχαμε εμφανισμένο
είχα εμφανιστεί
ήμουν εμφανισμένος, -η
είχαμε εμφανιστεί
ήμαστε εμφανισμένοι, -ες
είχες εμφανίσει
είχες εμφανισμένο
είχατε εμφανίσει
είχατε εμφανισμένο
είχες εμφανιστεί
ήσουν εμφανισμένος, -η
είχατε εμφανιστεί
ήσαστε εμφανισμένοι, -ες
είχε εμφανίσει
είχε εμφανισμένο
είχαν εμφανίσει
είχαν εμφανισμένο
είχε εμφανιστεί
ήταν εμφανισμένος, -η, -ο
είχαν εμφανιστεί
ήταν εμφανισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εμφανίζωθα εμφανίζουμε, θα εμφανίζομεθα εμφανίζομαιθα εμφανιζόμαστε
θα εμφανίζειςθα εμφανίζετεθα εμφανίζεσαιθα εμφανίζεστε, θα εμφανιζόσαστε
θα εμφανίζειθα εμφανίζουν(ε)θα εμφανίζεταιθα εμφανίζονται
Fut
ur
θα εμφανίσωθα εμφανίσουμε, θα εμφανίζομεθα εμφανιστώθα εμφανιστούμε
θα εμφανίσειςθα εμφανίσετεθα εμφανιστείςθα εμφανιστείτε
θα εμφανίσειθα εμφανίσουν(ε)θα εμφανιστείθα εμφανιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εμφανίσει
θα έχω εμφανισμένο
θα έχουμε εμφανίσει
θα έχουμε εμφανισμένο
θα έχω εμφανιστεί
θα είμαι εμφανισμένος, -η
θα έχουμε εμφανιστεί
θα είμαστε εμφανισμένοι, -ες
θα έχεις εμφανίσει
θα έχεις εμφανισμένο
θα έχετε εμφανίσει
θα έχετε εμφανισμένο
θα έχεις εμφανιστεί
θα είσαι εμφανισμένος, -η
θα έχετε εμφανιστεί
θα είστε εμφανισμένοι, -ες
θα έχει εμφανίσει
θα έχει εμφανισμένο
θα έχουν εμφανίσει
θα έχουν εμφανισμένο
θα έχει εμφανιστεί
θα είναι εμφανισμένος, -η, -ο
θα έχουν εμφανιστεί
θα είναι εμφανισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εμφανίζωνα εμφανίζουμε, να εμφανίζομενα εμφανίζομαινα εμφανιζόμαστε
να εμφανίζειςνα εμφανίζετενα εμφανίζεσαινα εμφανίζεστε, να εμφανιζόσαστε
να εμφανίζεινα εμφανίζουν(ε)να εμφανίζεταινα εμφανίζονται
Aoristνα εμφανίσωνα εμφανίσουμε, να εμφανίσομενα εμφανιστώνα εμφανιστούμε
να εμφανίσειςνα εμφανίσετενα εμφανιστείςνα εμφανιστείτε
να εμφανίσεινα εμφανίσουν(ε)να εμφανιστείνα εμφανιστούν(ε)
Perfνα έχω εμφανίσει
να έχω εμφανισμένο
να έχουμε εμφανίσει
να έχουμε εμφανισμένο
να έχω εμφανιστεί
να είμαι εμφανισμένος, -η
να έχουμε εμφανιστεί
να είμαστε εμφανισμένοι, -ες
να έχεις εμφανίσει
να έχεις εμφανισμένο
να έχετε εμφανίσει
να έχετε εμφανισμένο
να έχεις εμφανιστεί
να είσαι εμφανισμένος, -η
να έχετε εμφανιστεί
να είστε εμφανισμένοι, -ες
να έχει εμφανίσει
να έχει εμφανισμένο
να έχουν εμφανίσει
να έχουν εμφανισμένο
να έχει εμφανιστεί
να είναι εμφανισμένος, -η, -ο
να έχουν εμφανιστεί
να είναι εμφανισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεμφάνιζεεμφανίζετεεμφανίζεστε
Aoristεμφάνισεεμφανίστεεμφανίσουεμφανιστείτε
Part
izip
Presεμφανίζονταςεμφανιζόμενος
Perfέχοντας εμφανίσει, έχοντας εμφανισμένοεμφανισμένος, -η, -οεμφανισμένοι, -ες, -α
InfinAoristεμφανίσειεμφανιστεί









Griechische Definition zu εμφανίζω

εμφανίζω [emfanízo] -ομαι : 1α.κάνω φανερό, ορατό κτ. που είναι κρυμμένο· παρουσιάζω: Tου ζήτησαν να εμφανίσει στο δικαστήριο τα έγγραφα που κατείχε, να προσκομίσει και να επιδείξει. || παρουσιάζω κπ. ή κτ. με ορισμένη μορφή ή ιδιότητα: Mας τον εμφάνισε ως αυτόπτη μάρτυρα. β. για κτ. που αρχίζει να αναπτύσσεται σε βαθμό που να γίνει αντιληπτό: Εμφανίζει συμπτώματα γρίπης. γ. (ειδικότ.) επεξεργάζομαι φωτογραφικό φιλμ, για να σχηματιστεί επάνω σε αυτό η αρνητική εικόνα. || (επέκτ.) εμφανίζω φωτογραφικό φιλμ και εκτυπώνω τις φωτογραφίες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback