κατασκευάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Diese Preise sind für Leute wie den Autor und den Regisseur, denn sie konstruieren lediglich jenen Turm, der das vom Publikum bewunderte Licht auf seiner Spitze trägt. | Ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης απολαμβάνουν αυτά τα βραβεία, είναι απλώς οι αρχιτέκτονες του πύργου τον κτίζουν ώστε να χειροκροτήσει το κοινό το φως το οποίο προβάλλει. Übersetzung nicht bestätigt |
Daraus kann man keinen Fall konstruieren. | Δεν κάνουν τίποτα παράνομο. Übersetzung nicht bestätigt |
Könnt ihr nicht kältere Länder konstruieren, hier ist es zu heiß. | Είναι κατασκευασμένο για πιο κρύες χώρες. Εδώ κάνει ζέστη. Übersetzung nicht bestätigt |
Unsere gemeinsame Arbeit hat das Ziel, ein Gerät zu konstruieren, das es ermöglicht, telepathische Strahlen über größere Distanzen zu senden, die die Eigenschaft haben, Gedanken zu kontrollieren... oder Befehle weiterzuleiten oder zu suggerieren. | Η δουλειά μας είναι να φτιάξουμε ένα μηχάνημα... που θα είναι ευαίσθητο στις τηλεπαθητικές ακτίνες... που έχει ως σκοπό να ελέγχει τη σκέψη... και να στέλνει εντολές σε μεγάλες αποστάσεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich könnte so was konstruieren. | Ναι. Να φτιάξω έναν; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ausfeilen |
konzipieren |
entwickeln |
(Plan) schmieden |
ersinnen |
erfinden |
(sich) ausdenken |
ausarbeiten |
konstruieren |
innovieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | konstruiere | ||
du | konstruierst | |||
er, sie, es | konstruiert | |||
Präteritum | ich | konstruierte | ||
Konjunktiv II | ich | konstruierte | ||
Imperativ | Singular | konstruiere! konstruier! | ||
Plural | konstruiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
konstruiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:konstruieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατασκευάζω | κατασκευάζουμε, κατασκευάζομε | κατασκευάζομαι | κατασκευαζόμαστε |
κατασκευάζεις | κατασκευάζετε | κατασκευάζεσαι | κατασκευάζεστε, κατασκευαζόσαστε | ||
κατασκευάζει | κατασκευάζουν(ε) | κατασκευάζεται | κατασκευάζονται | ||
Imper fekt | κατασκεύαζα | κατασκευάζαμε | κατασκευαζόμουν(α) | κατασκευαζόμαστε, κατασκευαζόμασταν | |
κατασκεύαζες | κατασκευάζατε | κατασκευαζόσουν(α) | κατασκευαζόσαστε, κατασκευαζόσασταν | ||
κατασκεύαζε | κατασκεύαζαν, κατασκευάζαν(ε) | κατασκευαζόταν(ε) | κατασκευάζονταν, κατασκευαζόντανε, κατασκευαζόντουσαν | ||
Aorist | κατασκεύασα | κατασκευάσαμε | κατασκευάστηκα | κατασκευαστήκαμε | |
κατασκεύασες | κατασκευάσατε | κατασκευάστηκες | κατασκευαστήκατε | ||
κατασκεύασε | κατασκεύασαν, κατασκευάσαν(ε) | κατασκευάστηκε | κατασκευάστηκαν, κατασκευαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κατασκευάσει | έχουμε κατασκευάσει | έχω κατασκευαστεί | έχουμε κατασκευαστεί | |
έχεις κατασκευάσει | έχετε κατασκευάσει | έχεις κατασκευαστεί | έχετε κατασκευαστεί | ||
έχει κατασκευάσει | έχουν κατασκευάσει | έχει κατασκευαστεί | έχουν κατασκευαστεί | ||
Plu per fekt | είχα κατασκευάσει είχα κατασκευασμένο | είχαμε κατασκευάσει είχαμε κατασκευσμένο | είχα κατασκευαστεί ήμουν κατασκευασμένος, -η | είχαμε κατασκευαστεί ήμαστε κατασκευασμένοι, -ες | |
είχες κατασκευάσει είχες κατασκευασμένο | είχατε κατασκευάσει είχατε κατασκευασμένο | είχες κατασκευαστεί ήσουν κατασκευασμένος, -η | είχατε κατασκευαστεί ήσαστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
είχε κατασκευάσει είχε κατασκευασμένο | είχαν κατασκευάσει είχαν κατασκευασμένο | είχε κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένος, -η, -ο | είχαν κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατασκευάζω | θα κατασκευάζουμε, | θα κατασκευάζομαι | θα κατασκευαζόμαστε | |
θα κατασκευάζεις | θα κατασκευάζετε | θα κατασκευάζεσαι | θα κατασκευάζεστε, | ||
θα κατασκευάζει | θα κατασκευάζουν(ε) | θα κατασκευάζεται | θα κατασκευάζονται | ||
Fut ur | θα κατασκευάσω | θα κατασκευάσουμε, | θα κατασκευαστώ | θα κατασκευαστούμε | |
θα κατασκευάσεις | θα κατασκευάσετε | θα κατασκευαστείς | θα κατασκευαστείτε | ||
θα κατασκευάσει | θα κατασκευάσουν(ε) | θα κατασκευαστεί | θα κατασκευαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κατασκευάσει θα έχω κατασκευασμένο | θα έχουμε κατασκευάσει θα έχουμε κατασκευασμένο | θα έχω κατασκευαστεί θα είμαι κατασκευασμένος, -η | θα έχουμε κατασκευαστεί | |
θα έχεις κατασκευάσει θα έχεις κατασκευασμένο | θα έχετε κατασκευάσει θα έχετε κατασκευασμένο | θα έχεις κατασκευαστεί θα είσαι κατασκευασμένος, -η | θα έχετε κατασκευαστεί θα είστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
θα έχει κατασκευάσει θα έχει κατασκευασμένο | θα έχουν κατασκευάσει θα έχουν κατασκευασμένο | θα έχει κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένος, -η, -ο | θα έχουν κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατασκευάζω | να κατασκευάζουμε, | να κατασκευάζομαι | να κατασκευαζόμαστε |
να κατασκευάζεις | να κατασκευάζετε | να κατασκευάζεσαι | να κατασκευάζεστε, | ||
να κατασκευάζει | να κατασκευάζουν(ε) | να κατασκευάζεται | να κατασκευάζονται | ||
Aorist | να κατασκευάσω | να κατασκευάσουμε, | να κατασκευαστώ | να κατασκευαστούμε | |
να κατασκευάσεις | να κατασκευάσετε | να κατασκευαστείς | να κατασκευαστείτε | ||
να κατασκευάσει | να κατασκευάσουν(ε) | να κατασκευαστεί | να κατασκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κατασκευάσει να έχω κατασκευασμένο | να έχουμε κατασκευάσει | να έχω κατασκευαστεί | να έχουμε κατασκευαστεί | |
να έχεις κατασκευάσει | να έχετε κατασκευάσει να έχετε κατασκευασμένο | να έχεις κατασκευαστεί να είσαι κατασκευασμένος, -η | να έχετε κατασκευαστεί να είστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
να έχει κατασκευάσει να έχει κατασκευασμένο | να έχουν κατασκευάσει να έχουν κατασκευασμένο | να έχει κατασκευαστεί | να έχουν κατασκευαστεί | ||
Imper ativ | Pres | κατασκεύαζε | κατασκευάζετε | κατασκευάζεστε | |
Aorist | κατασκεύασε | κατασκευάστε | κατασκευάσου | κατασκευαστείτε | |
Part izip | Pres | κατασκευάζοντας | κατασκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας κατασκευάσει, | κατασκευασμένος, -η, -ο | κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κατασκευάσει | κατασκευαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.