κατασκευάζω Verb  [kataskevazo, kataskeyazw]

fabrizieren (ugs.)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
basteln (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κατασκευάζω

κατασκευάζω κατά + σκευάζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu κατασκευάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατασκευάζωκατασκευάζουμε, κατασκευάζομεκατασκευάζομαικατασκευαζόμαστε
κατασκευάζειςκατασκευάζετεκατασκευάζεσαικατασκευάζεστε, κατασκευαζόσαστε
κατασκευάζεικατασκευάζουν(ε)κατασκευάζεταικατασκευάζονται
Imper
fekt
κατασκεύαζακατασκευάζαμεκατασκευαζόμουν(α)κατασκευαζόμαστε, κατασκευαζόμασταν
κατασκεύαζεςκατασκευάζατεκατασκευαζόσουν(α)κατασκευαζόσαστε, κατασκευαζόσασταν
κατασκεύαζεκατασκεύαζαν, κατασκευάζαν(ε)κατασκευαζόταν(ε)κατασκευάζονταν, κατασκευαζόντανε, κατασκευαζόντουσαν
Aoristκατασκεύασακατασκευάσαμεκατασκευάστηκακατασκευαστήκαμε
κατασκεύασεςκατασκευάσατεκατασκευάστηκεςκατασκευαστήκατε
κατασκεύασεκατασκεύασαν, κατασκευάσαν(ε)κατασκευάστηκεκατασκευάστηκαν, κατασκευαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατασκευάσει
έχω κατασκευασμένο
έχουμε κατασκευάσει
έχουμε κατασκευασμένο
έχω κατασκευαστεί
είμαι κατασκευασμένος, -η
έχουμε κατασκευαστεί
είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
έχεις κατασκευάσει
έχεις κατασκευασμένο
έχετε κατασκευάσει
έχετε κατασκευασμένο
έχεις κατασκευαστεί
είσαι κατασκευασμένος, -η
έχετε κατασκευαστεί
είστε κατασκευασμένοι, -ες
έχει κατασκευάσει
έχει κατασκευασμένο
έχουν κατασκευάσει
έχουν κατασκευασμένο
έχει κατασκευαστεί
είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
έχουν κατασκευαστεί
είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κατασκευάσει
είχα κατασκευασμένο
είχαμε κατασκευάσει
είχαμε κατασκευσμένο
είχα κατασκευαστεί
ήμουν κατασκευασμένος, -η
είχαμε κατασκευαστεί
ήμαστε κατασκευασμένοι, -ες
είχες κατασκευάσει
είχες κατασκευασμένο
είχατε κατασκευάσει
είχατε κατασκευασμένο
είχες κατασκευαστεί
ήσουν κατασκευασμένος, -η
είχατε κατασκευαστεί
ήσαστε κατασκευασμένοι, -ες
είχε κατασκευάσει
είχε κατασκευασμένο
είχαν κατασκευάσει
είχαν κατασκευασμένο
είχε κατασκευαστεί
ήταν κατασκευασμένος, -η, -ο
είχαν κατασκευαστεί
ήταν κατασκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατασκευάζωθα κατασκευάζουμε, θα κατασκευάζομεθα κατασκευάζομαιθα κατασκευαζόμαστε
θα κατασκευάζειςθα κατασκευάζετεθα κατασκευάζεσαιθα κατασκευάζεστε, θα κατασκευαζόσαστε
θα κατασκευάζειθα κατασκευάζουν(ε)θα κατασκευάζεταιθα κατασκευάζονται
Fut
ur
θα κατασκευάσωθα κατασκευάσουμε, θα κατασκευάζομεθα κατασκευαστώθα κατασκευαστούμε
θα κατασκευάσειςθα κατασκευάσετεθα κατασκευαστείςθα κατασκευαστείτε
θα κατασκευάσειθα κατασκευάσουν(ε)θα κατασκευαστείθα κατασκευαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατασκευάσει
θα έχω κατασκευασμένο
θα έχουμε κατασκευάσει
θα έχουμε κατασκευασμένο
θα έχω κατασκευαστεί
θα είμαι κατασκευασμένος, -η
θα έχουμε κατασκευαστεί
θα είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
θα έχεις κατασκευάσει
θα έχεις κατασκευασμένο
θα έχετε κατασκευάσει
θα έχετε κατασκευασμένο
θα έχεις κατασκευαστεί
θα είσαι κατασκευασμένος, -η
θα έχετε κατασκευαστεί
θα είστε κατασκευασμένοι, -ες
θα έχει κατασκευάσει
θα έχει κατασκευασμένο
θα έχουν κατασκευάσει
θα έχουν κατασκευασμένο
θα έχει κατασκευαστεί
θα είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν κατασκευαστεί
θα είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατασκευάζωνα κατασκευάζουμε, να κατασκευάζομενα κατασκευάζομαινα κατασκευαζόμαστε
να κατασκευάζειςνα κατασκευάζετενα κατασκευάζεσαινα κατασκευάζεστε, να κατασκευαζόσαστε
να κατασκευάζεινα κατασκευάζουν(ε)να κατασκευάζεταινα κατασκευάζονται
Aoristνα κατασκευάσωνα κατασκευάσουμε, να κατασκευάσομενα κατασκευαστώνα κατασκευαστούμε
να κατασκευάσειςνα κατασκευάσετενα κατασκευαστείςνα κατασκευαστείτε
να κατασκευάσεινα κατασκευάσουν(ε)να κατασκευαστείνα κατασκευαστούν(ε)
Perfνα έχω κατασκευάσει
να έχω κατασκευασμένο
να έχουμε κατασκευάσει
να έχουμε κατασκευασμένο
να έχω κατασκευαστεί
να είμαι κατασκευασμένος, -η
να έχουμε κατασκευαστεί
να είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
να έχεις κατασκευάσει
να έχεις κατασκευασμένο
να έχετε κατασκευάσει
να έχετε κατασκευασμένο
να έχεις κατασκευαστεί
να είσαι κατασκευασμένος, -η
να έχετε κατασκευαστεί
να είστε κατασκευασμένοι, -ες
να έχει κατασκευάσει
να έχει κατασκευασμένο
να έχουν κατασκευάσει
να έχουν κατασκευασμένο
να έχει κατασκευαστεί
να είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
να έχουν κατασκευαστεί
να είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατασκεύαζεκατασκευάζετεκατασκευάζεστε
Aoristκατασκεύασεκατασκευάστεκατασκευάσουκατασκευαστείτε
Part
izip
Presκατασκευάζονταςκατασκευαζόμενος
Perfέχοντας κατασκευάσει, έχοντας κατασκευασμένοκατασκευασμένος, -η, -οκατασκευασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκατασκευάσεικατασκευαστεί















Griechische Definition zu κατασκευάζω

κατασκευάζω [kataskevázo] -ομαι : 1α. φτιάχνω κτ., με ένα ή με περισσότερα υλικά συνήθ. με τη βοήθεια μηχανών ή άλλων τεχνικών μέσων και σύμφωνα με ένα σχέδιο: Οικοδομικές εταιρείες που κατασκευάζουν σπίτια, εργοστάσια, γέφυρες, χτίζουν. Εργοστάσιο που κατασκευάζει αυτοκίνητα / μηχανήματα / έπιπλα / παπούτσια. Kατασκευάστηκαν πέντε πλοία, ναυπηγήθηκαν. Ρούχα κατασκευασμένα στην Ελλάδα, ραμμένα. || (γεωμ.) κατασκευάζω ένα τρίγωνο / ένα τετράπλευρο, το σχεδιάζω σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα και με γεωμετρικά όργανα. β. συνθέτω γλωσσικά στοιχεία και σχηματίζω ένα νοηματικό σύνολο: κατασκευάζω μια πρόταση, συντάσσω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback