κατασκευάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich ließ eine Kopie für dich anfertigen. | Παρήγγειλα ένα αντίγραφο για σένα. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie dürfen aus den Aufzeichnungen keinesfalls Abschriften anfertigen. Ich suche nur nach einem... | Απαγορεύεται η χρήση αποσπασμάτων του χειρογράφου. Übersetzung nicht bestätigt |
Können Sie nicht etwas anfertigen? | -Δεν μπορείτε να φτιάξετε; Übersetzung nicht bestätigt |
Wir werden eine Tafel anfertigen, mit deinem Namen und diesem Datum. | Θα βάλουμε επιγραφή στην πόρτα σου. "Μανουέλα Άλβα." Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn ich die Papierschnitte des Anzugs haben dürfte, könnte ich Vorlagen anfertigen lassen, und die Einzelteile ausschneiden. | Αν μου έδινε χάρτινα πατρόν για το κοστούμι. Χάρτινα πατρόν; Ναι, θα πρέπει να φτιάξω μήτρες και να βγάλω τα κομμάτια κομμένα για εσάς. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
präparieren |
zurechtmachen |
fertig machen |
anfertigen |
bereit machen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fertige an | ||
du | fertigst an | |||
er, sie, es | fertigt an | |||
Präteritum | ich | fertigte an | ||
Konjunktiv II | ich | fertigte an | ||
Imperativ | Singular | fertige an! | ||
Plural | fertigt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angefertigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anfertigen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατασκευάζω | κατασκευάζουμε, κατασκευάζομε | κατασκευάζομαι | κατασκευαζόμαστε |
κατασκευάζεις | κατασκευάζετε | κατασκευάζεσαι | κατασκευάζεστε, κατασκευαζόσαστε | ||
κατασκευάζει | κατασκευάζουν(ε) | κατασκευάζεται | κατασκευάζονται | ||
Imper fekt | κατασκεύαζα | κατασκευάζαμε | κατασκευαζόμουν(α) | κατασκευαζόμαστε, κατασκευαζόμασταν | |
κατασκεύαζες | κατασκευάζατε | κατασκευαζόσουν(α) | κατασκευαζόσαστε, κατασκευαζόσασταν | ||
κατασκεύαζε | κατασκεύαζαν, κατασκευάζαν(ε) | κατασκευαζόταν(ε) | κατασκευάζονταν, κατασκευαζόντανε, κατασκευαζόντουσαν | ||
Aorist | κατασκεύασα | κατασκευάσαμε | κατασκευάστηκα | κατασκευαστήκαμε | |
κατασκεύασες | κατασκευάσατε | κατασκευάστηκες | κατασκευαστήκατε | ||
κατασκεύασε | κατασκεύασαν, κατασκευάσαν(ε) | κατασκευάστηκε | κατασκευάστηκαν, κατασκευαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κατασκευάσει | έχουμε κατασκευάσει | έχω κατασκευαστεί | έχουμε κατασκευαστεί | |
έχεις κατασκευάσει | έχετε κατασκευάσει | έχεις κατασκευαστεί | έχετε κατασκευαστεί | ||
έχει κατασκευάσει | έχουν κατασκευάσει | έχει κατασκευαστεί | έχουν κατασκευαστεί | ||
Plu per fekt | είχα κατασκευάσει είχα κατασκευασμένο | είχαμε κατασκευάσει είχαμε κατασκευσμένο | είχα κατασκευαστεί ήμουν κατασκευασμένος, -η | είχαμε κατασκευαστεί ήμαστε κατασκευασμένοι, -ες | |
είχες κατασκευάσει είχες κατασκευασμένο | είχατε κατασκευάσει είχατε κατασκευασμένο | είχες κατασκευαστεί ήσουν κατασκευασμένος, -η | είχατε κατασκευαστεί ήσαστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
είχε κατασκευάσει είχε κατασκευασμένο | είχαν κατασκευάσει είχαν κατασκευασμένο | είχε κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένος, -η, -ο | είχαν κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατασκευάζω | θα κατασκευάζουμε, | θα κατασκευάζομαι | θα κατασκευαζόμαστε | |
θα κατασκευάζεις | θα κατασκευάζετε | θα κατασκευάζεσαι | θα κατασκευάζεστε, | ||
θα κατασκευάζει | θα κατασκευάζουν(ε) | θα κατασκευάζεται | θα κατασκευάζονται | ||
Fut ur | θα κατασκευάσω | θα κατασκευάσουμε, | θα κατασκευαστώ | θα κατασκευαστούμε | |
θα κατασκευάσεις | θα κατασκευάσετε | θα κατασκευαστείς | θα κατασκευαστείτε | ||
θα κατασκευάσει | θα κατασκευάσουν(ε) | θα κατασκευαστεί | θα κατασκευαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κατασκευάσει θα έχω κατασκευασμένο | θα έχουμε κατασκευάσει θα έχουμε κατασκευασμένο | θα έχω κατασκευαστεί θα είμαι κατασκευασμένος, -η | θα έχουμε κατασκευαστεί | |
θα έχεις κατασκευάσει θα έχεις κατασκευασμένο | θα έχετε κατασκευάσει θα έχετε κατασκευασμένο | θα έχεις κατασκευαστεί θα είσαι κατασκευασμένος, -η | θα έχετε κατασκευαστεί θα είστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
θα έχει κατασκευάσει θα έχει κατασκευασμένο | θα έχουν κατασκευάσει θα έχουν κατασκευασμένο | θα έχει κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένος, -η, -ο | θα έχουν κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατασκευάζω | να κατασκευάζουμε, | να κατασκευάζομαι | να κατασκευαζόμαστε |
να κατασκευάζεις | να κατασκευάζετε | να κατασκευάζεσαι | να κατασκευάζεστε, | ||
να κατασκευάζει | να κατασκευάζουν(ε) | να κατασκευάζεται | να κατασκευάζονται | ||
Aorist | να κατασκευάσω | να κατασκευάσουμε, | να κατασκευαστώ | να κατασκευαστούμε | |
να κατασκευάσεις | να κατασκευάσετε | να κατασκευαστείς | να κατασκευαστείτε | ||
να κατασκευάσει | να κατασκευάσουν(ε) | να κατασκευαστεί | να κατασκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κατασκευάσει να έχω κατασκευασμένο | να έχουμε κατασκευάσει | να έχω κατασκευαστεί | να έχουμε κατασκευαστεί | |
να έχεις κατασκευάσει | να έχετε κατασκευάσει να έχετε κατασκευασμένο | να έχεις κατασκευαστεί να είσαι κατασκευασμένος, -η | να έχετε κατασκευαστεί να είστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
να έχει κατασκευάσει να έχει κατασκευασμένο | να έχουν κατασκευάσει να έχουν κατασκευασμένο | να έχει κατασκευαστεί | να έχουν κατασκευαστεί | ||
Imper ativ | Pres | κατασκεύαζε | κατασκευάζετε | κατασκευάζεστε | |
Aorist | κατασκεύασε | κατασκευάστε | κατασκευάσου | κατασκευαστείτε | |
Part izip | Pres | κατασκευάζοντας | κατασκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας κατασκευάσει, | κατασκευασμένος, -η, -ο | κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κατασκευάσει | κατασκευαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.