anfertigen
 Verb

κατασκευάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich ließ eine Kopie für dich anfertigen.Παρήγγειλα ένα αντίγραφο για σένα.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie dürfen aus den Aufzeichnungen keinesfalls Abschriften anfertigen. Ich suche nur nach einem...Απαγορεύεται η χρήση αποσπασμάτων του χειρογράφου.

Übersetzung nicht bestätigt

Können Sie nicht etwas anfertigen?-Δεν μπορείτε να φτιάξετε;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden eine Tafel anfertigen, mit deinem Namen und diesem Datum.Θα βάλουμε επιγραφή στην πόρτα σου. "Μανουέλα Άλβα."

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich die Papierschnitte des Anzugs haben dürfte, könnte ich Vorlagen anfertigen lassen, und die Einzelteile ausschneiden.Αν μου έδινε χάρτινα πατρόν για το κοστούμι. Χάρτινα πατρόν; Ναι, θα πρέπει να φτιάξω μήτρες και να βγάλω τα κομμάτια κομμένα για εσάς.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατασκευάζωκατασκευάζουμε, κατασκευάζομεκατασκευάζομαικατασκευαζόμαστε
κατασκευάζειςκατασκευάζετεκατασκευάζεσαικατασκευάζεστε, κατασκευαζόσαστε
κατασκευάζεικατασκευάζουν(ε)κατασκευάζεταικατασκευάζονται
Imper
fekt
κατασκεύαζακατασκευάζαμεκατασκευαζόμουν(α)κατασκευαζόμαστε, κατασκευαζόμασταν
κατασκεύαζεςκατασκευάζατεκατασκευαζόσουν(α)κατασκευαζόσαστε, κατασκευαζόσασταν
κατασκεύαζεκατασκεύαζαν, κατασκευάζαν(ε)κατασκευαζόταν(ε)κατασκευάζονταν, κατασκευαζόντανε, κατασκευαζόντουσαν
Aoristκατασκεύασακατασκευάσαμεκατασκευάστηκακατασκευαστήκαμε
κατασκεύασεςκατασκευάσατεκατασκευάστηκεςκατασκευαστήκατε
κατασκεύασεκατασκεύασαν, κατασκευάσαν(ε)κατασκευάστηκεκατασκευάστηκαν, κατασκευαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατασκευάσει
έχω κατασκευασμένο
έχουμε κατασκευάσει
έχουμε κατασκευασμένο
έχω κατασκευαστεί
είμαι κατασκευασμένος, -η
έχουμε κατασκευαστεί
είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
έχεις κατασκευάσει
έχεις κατασκευασμένο
έχετε κατασκευάσει
έχετε κατασκευασμένο
έχεις κατασκευαστεί
είσαι κατασκευασμένος, -η
έχετε κατασκευαστεί
είστε κατασκευασμένοι, -ες
έχει κατασκευάσει
έχει κατασκευασμένο
έχουν κατασκευάσει
έχουν κατασκευασμένο
έχει κατασκευαστεί
είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
έχουν κατασκευαστεί
είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κατασκευάσει
είχα κατασκευασμένο
είχαμε κατασκευάσει
είχαμε κατασκευσμένο
είχα κατασκευαστεί
ήμουν κατασκευασμένος, -η
είχαμε κατασκευαστεί
ήμαστε κατασκευασμένοι, -ες
είχες κατασκευάσει
είχες κατασκευασμένο
είχατε κατασκευάσει
είχατε κατασκευασμένο
είχες κατασκευαστεί
ήσουν κατασκευασμένος, -η
είχατε κατασκευαστεί
ήσαστε κατασκευασμένοι, -ες
είχε κατασκευάσει
είχε κατασκευασμένο
είχαν κατασκευάσει
είχαν κατασκευασμένο
είχε κατασκευαστεί
ήταν κατασκευασμένος, -η, -ο
είχαν κατασκευαστεί
ήταν κατασκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατασκευάζωθα κατασκευάζουμε, θα κατασκευάζομεθα κατασκευάζομαιθα κατασκευαζόμαστε
θα κατασκευάζειςθα κατασκευάζετεθα κατασκευάζεσαιθα κατασκευάζεστε, θα κατασκευαζόσαστε
θα κατασκευάζειθα κατασκευάζουν(ε)θα κατασκευάζεταιθα κατασκευάζονται
Fut
ur
θα κατασκευάσωθα κατασκευάσουμε, θα κατασκευάζομεθα κατασκευαστώθα κατασκευαστούμε
θα κατασκευάσειςθα κατασκευάσετεθα κατασκευαστείςθα κατασκευαστείτε
θα κατασκευάσειθα κατασκευάσουν(ε)θα κατασκευαστείθα κατασκευαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατασκευάσει
θα έχω κατασκευασμένο
θα έχουμε κατασκευάσει
θα έχουμε κατασκευασμένο
θα έχω κατασκευαστεί
θα είμαι κατασκευασμένος, -η
θα έχουμε κατασκευαστεί
θα είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
θα έχεις κατασκευάσει
θα έχεις κατασκευασμένο
θα έχετε κατασκευάσει
θα έχετε κατασκευασμένο
θα έχεις κατασκευαστεί
θα είσαι κατασκευασμένος, -η
θα έχετε κατασκευαστεί
θα είστε κατασκευασμένοι, -ες
θα έχει κατασκευάσει
θα έχει κατασκευασμένο
θα έχουν κατασκευάσει
θα έχουν κατασκευασμένο
θα έχει κατασκευαστεί
θα είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν κατασκευαστεί
θα είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατασκευάζωνα κατασκευάζουμε, να κατασκευάζομενα κατασκευάζομαινα κατασκευαζόμαστε
να κατασκευάζειςνα κατασκευάζετενα κατασκευάζεσαινα κατασκευάζεστε, να κατασκευαζόσαστε
να κατασκευάζεινα κατασκευάζουν(ε)να κατασκευάζεταινα κατασκευάζονται
Aoristνα κατασκευάσωνα κατασκευάσουμε, να κατασκευάσομενα κατασκευαστώνα κατασκευαστούμε
να κατασκευάσειςνα κατασκευάσετενα κατασκευαστείςνα κατασκευαστείτε
να κατασκευάσεινα κατασκευάσουν(ε)να κατασκευαστείνα κατασκευαστούν(ε)
Perfνα έχω κατασκευάσει
να έχω κατασκευασμένο
να έχουμε κατασκευάσει
να έχουμε κατασκευασμένο
να έχω κατασκευαστεί
να είμαι κατασκευασμένος, -η
να έχουμε κατασκευαστεί
να είμαστε κατασκευασμένοι, -ες
να έχεις κατασκευάσει
να έχεις κατασκευασμένο
να έχετε κατασκευάσει
να έχετε κατασκευασμένο
να έχεις κατασκευαστεί
να είσαι κατασκευασμένος, -η
να έχετε κατασκευαστεί
να είστε κατασκευασμένοι, -ες
να έχει κατασκευάσει
να έχει κατασκευασμένο
να έχουν κατασκευάσει
να έχουν κατασκευασμένο
να έχει κατασκευαστεί
να είναι κατασκευασμένος, -η, -ο
να έχουν κατασκευαστεί
να είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατασκεύαζεκατασκευάζετεκατασκευάζεστε
Aoristκατασκεύασεκατασκευάστεκατασκευάσουκατασκευαστείτε
Part
izip
Presκατασκευάζονταςκατασκευαζόμενος
Perfέχοντας κατασκευάσει, έχοντας κατασκευασμένοκατασκευασμένος, -η, -οκατασκευασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκατασκευάσεικατασκευαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback