παρασκευάζω Verb (0) |
ταριχεύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Der Scotch Express geht von Euston Station heute um 19: 30 Uhr, da bleibt wenig Zeit, den Leichnam zu präparieren. | Το Scotch Express φεύγει από τον σταθμό Uston στις 7:30 απόψε. Αυτό αφήνει πολύ λίγο χρόνο για την τακτοποίηση του σώματος. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn sie versuchen, meinen Körper zu präparieren? | Αν δοκιμάσουν να ετοιμάσουν το σώμα μου για... Übersetzung nicht bestätigt |
McCoy an Bio, Serum präparieren. | Εδώ Μακόι. Ετoιμάστε oρό. Τι; Übersetzung nicht bestätigt |
Wir müssen Impfstoffe präparieren. | Πρέπει να ετοιμαστούν εμβόλια. Übersetzung nicht bestätigt |
Das will ich selbst präparieren! | Μόνος μου! Δεν καταλαβαίνω, κύριε. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
präparieren |
zurechtmachen |
fertig machen |
anfertigen |
bereit machen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | präpariere | ||
du | präparierst | |||
er, sie, es | präpariert | |||
Präteritum | ich | präparierte | ||
Konjunktiv II | ich | präparierte | ||
Imperativ | Singular | präparier! präpariere! | ||
Plural | präpariert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
präpariert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:präparieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | παρασκευάζω | παρασκευάζουμε, παρασκευάζομε | παρασκευάζομαι | παρασκευαζόμαστε |
παρασκευάζεις | παρασκευάζετε | παρασκευάζεσαι | παρασκευάζεστε, παρασκευαζόσαστε | ||
παρασκευάζει | παρασκευάζουν(ε) | παρασκευάζεται | παρασκευάζονται | ||
Imper fekt | παρασκεύαζα | παρασκευάζαμε | παρασκευαζόμουν(α) | παρασκευαζόμαστε, παρασκευαζόμασταν | |
παρασκεύαζες | παρασκευάζατε | παρασκευαζόσουν(α) | παρασκευαζόσαστε, παρασκευαζόσασταν | ||
παρασκεύαζε | παρασκεύαζαν, παρασκευάζαν(ε) | παρασκευαζόταν(ε) | παρασκευάζονταν, παρασκευαζόντανε, παρασκευαζόντουσαν | ||
Aorist | παρασκεύασα | παρασκευάσαμε | παρασκευάστηκα | παρασκευαστήκαμε | |
παρασκεύασες | παρασκευάσατε | παρασκευάστηκες | παρασκευαστήκατε | ||
παρασκεύασε | παρασκεύασαν, παρασκευάσαν(ε) | παρασκευάστηκε | παρασκευάστηκαν, παρασκευαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω παρασκευάσει | έχουμε παρασκευάσει | έχω παρασκευαστεί | έχουμε παρασκευαστεί | |
έχεις παρασκευάσει | έχετε παρασκευάσει | έχεις παρασκευαστεί | έχετε παρασκευαστεί | ||
έχει παρασκευάσει | έχουν παρασκευάσει | έχει παρασκευαστεί | έχουν παρασκευαστεί | ||
Plu per fekt | είχα παρασκευάσει είχα παρασκευασμένο | είχαμε παρασκευάσει είχαμε παρασκευσμένο | είχα παρασκευαστεί ήμουν παρασκευασμένος, -η | είχαμε παρασκευαστεί ήμαστε παρασκευασμένοι, -ες | |
είχες παρασκευάσει είχες παρασκευασμένο | είχατε παρασκευάσει είχατε παρασκευασμένο | είχες παρασκευαστεί ήσουν παρασκευασμένος, -η | είχατε παρασκευαστεί ήσαστε παρασκευασμένοι, -ες | ||
είχε παρασκευάσει είχε παρασκευασμένο | είχαν παρασκευάσει είχαν παρασκευασμένο | είχε παρασκευαστεί ήταν παρασκευασμένος, -η, -ο | είχαν παρασκευαστεί ήταν παρασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα παρασκευάζω | θα παρασκευάζουμε, | θα παρασκευάζομαι | θα παρασκευαζόμαστε | |
θα παρασκευάζεις | θα παρασκευάζετε | θα παρασκευάζεσαι | θα παρασκευάζεστε, | ||
θα παρασκευάζει | θα παρασκευάζουν(ε) | θα παρασκευάζεται | θα παρασκευάζονται | ||
Fut ur | θα παρασκευάσω | θα παρασκευάσουμε, | θα παρασκευαστώ | θα παρασκευαστούμε | |
θα παρασκευάσεις | θα παρασκευάσετε | θα παρασκευαστείς | θα παρασκευαστείτε | ||
θα παρασκευάσει | θα παρασκευάσουν(ε) | θα παρασκευαστεί | θα παρασκευαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω παρασκευάσει θα έχω παρασκευασμένο | θα έχουμε παρασκευάσει θα έχουμε παρασκευασμένο | θα έχω παρασκευαστεί θα είμαι παρασκευασμένος, -η | θα έχουμε παρασκευαστεί | |
θα έχεις παρασκευάσει θα έχεις παρασκευασμένο | θα έχετε παρασκευάσει θα έχετε παρασκευασμένο | θα έχεις παρασκευαστεί θα είσαι παρασκευασμένος, -η | θα έχετε παρασκευάστει θα είστε παρασκευασμένοι, -ες | ||
θα έχει παρασκευάσει θα έχει παρασκευασμένο | θα έχουν παρασκευάσει θα έχουν παρασκευασμένο | θα έχει παρασκευαστεί θα είναι παρασκευασμένος, -η, -ο | θα έχουν παρασκευαστεί θα είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παρασκευάζω | να παρασκευάζουμε, | να παρασκευάζομαι | να παρασκευαζόμαστε |
να παρασκευάζεις | να παρασκευάζετε | να παρασκευάζεσαι | να παρασκευάζεστε, | ||
να παρασκευάζει | να παρασκευάζουν(ε) | να παρασκευάζεται | να παρασκευάζονται | ||
Aorist | να παρασκευάσω | να παρασκευάσουμε, | να παρασκευαστώ | να παρασκευαστούμε | |
να παρασκευάσεις | να παρασκευάσετε | να παρασκευαστείς | να παρασκευαστείτε | ||
να παρασκευάσει | να παρασκευάσουν(ε) | να παρασκευαστεί | να παρασκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω παρασκευάσει να έχω παρασκευασμένο | να έχουμε παρασκευάσει | να έχω παρασκευαστεί | να έχουμε παρασκευαστεί | |
να έχεις παρασκευάσει | να έχετε παρασκευάσει να έχετε παρασκευασμένο | να έχεις παρασκευαστεί να είσαι παρασκευασμένος, -η | να έχετε παρασκευαστεί να είστε παρασκευασμένοι, -ες | ||
να έχει παρασκευάσει να έχει παρασκευασμένο | να έχουν παρασκευάσει να έχουν παρασκευασμένο | να έχει παρασκευαστεί | να έχουν παρασκευαστεί | ||
Imper ativ | Pres | παρασκεύαζε | παρασκευάζετε | παρασκευάζεστε | |
Aorist | παρασκεύασε | παρασκευάστε | παρασκευάσου | παρασκευαστείτε | |
Part izip | Pres | παρασκευάζοντας | παρασκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας παρασκευάσει, | παρασκευασμένος, -η, -ο | παρασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | παρασκευάσει | παρασκευαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.