παρασκευάζω Verb  [paraskevazo, paraskeyazw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu παρασκευάζω

παρασκευάζω altgriechisch παρασκευάζω παρά + σκευάζω ((Lehnbedeutung) französisch préparer)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu παρασκευάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρασκευάζωπαρασκευάζουμε, παρασκευάζομεπαρασκευάζομαιπαρασκευαζόμαστε
παρασκευάζειςπαρασκευάζετεπαρασκευάζεσαιπαρασκευάζεστε, παρασκευαζόσαστε
παρασκευάζειπαρασκευάζουν(ε)παρασκευάζεταιπαρασκευάζονται
Imper
fekt
παρασκεύαζαπαρασκευάζαμεπαρασκευαζόμουν(α)παρασκευαζόμαστε, παρασκευαζόμασταν
παρασκεύαζεςπαρασκευάζατεπαρασκευαζόσουν(α)παρασκευαζόσαστε, παρασκευαζόσασταν
παρασκεύαζεπαρασκεύαζαν, παρασκευάζαν(ε)παρασκευαζόταν(ε)παρασκευάζονταν, παρασκευαζόντανε, παρασκευαζόντουσαν
Aoristπαρασκεύασαπαρασκευάσαμεπαρασκευάστηκαπαρασκευαστήκαμε
παρασκεύασεςπαρασκευάσατεπαρασκευάστηκεςπαρασκευαστήκατε
παρασκεύασεπαρασκεύασαν, παρασκευάσαν(ε)παρασκευάστηκεπαρασκευάστηκαν, παρασκευαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παρασκευάσει
έχω παρασκευασμένο
έχουμε παρασκευάσει
έχουμε παρασκευασμένο
έχω παρασκευαστεί
είμαι παρασκευασμένος, -η
έχουμε παρασκευαστεί
είμαστε παρασκευασμένοι, -ες
έχεις παρασκευάσει
έχεις παρασκευασμένο
έχετε παρασκευάσει
έχετε παρασκευασμένο
έχεις παρασκευαστεί
είσαι παρασκευασμένος, -η
έχετε παρασκευαστεί
είστε παρασκευασμένοι, -ες
έχει παρασκευάσει
έχει παρασκευασμένο
έχουν παρασκευάσει
έχουν παρασκευασμένο
έχει παρασκευαστεί
είναι παρασκευασμένος, -η, -ο
έχουν παρασκευαστεί
είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα παρασκευάσει
είχα παρασκευασμένο
είχαμε παρασκευάσει
είχαμε παρασκευσμένο
είχα παρασκευαστεί
ήμουν παρασκευασμένος, -η
είχαμε παρασκευαστεί
ήμαστε παρασκευασμένοι, -ες
είχες παρασκευάσει
είχες παρασκευασμένο
είχατε παρασκευάσει
είχατε παρασκευασμένο
είχες παρασκευαστεί
ήσουν παρασκευασμένος, -η
είχατε παρασκευαστεί
ήσαστε παρασκευασμένοι, -ες
είχε παρασκευάσει
είχε παρασκευασμένο
είχαν παρασκευάσει
είχαν παρασκευασμένο
είχε παρασκευαστεί
ήταν παρασκευασμένος, -η, -ο
είχαν παρασκευαστεί
ήταν παρασκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρασκευάζωθα παρασκευάζουμε, θα παρασκευάζομεθα παρασκευάζομαιθα παρασκευαζόμαστε
θα παρασκευάζειςθα παρασκευάζετεθα παρασκευάζεσαιθα παρασκευάζεστε, θα παρασκευαζόσαστε
θα παρασκευάζειθα παρασκευάζουν(ε)θα παρασκευάζεταιθα παρασκευάζονται
Fut
ur
θα παρασκευάσωθα παρασκευάσουμε, θα παρασκευάζομεθα παρασκευαστώθα παρασκευαστούμε
θα παρασκευάσειςθα παρασκευάσετεθα παρασκευαστείςθα παρασκευαστείτε
θα παρασκευάσειθα παρασκευάσουν(ε)θα παρασκευαστείθα παρασκευαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παρασκευάσει
θα έχω παρασκευασμένο
θα έχουμε παρασκευάσει
θα έχουμε παρασκευασμένο
θα έχω παρασκευαστεί
θα είμαι παρασκευασμένος, -η
θα έχουμε παρασκευαστεί
θα είμαστε παρασκευασμένοι, -ες
θα έχεις παρασκευάσει
θα έχεις παρασκευασμένο
θα έχετε παρασκευάσει
θα έχετε παρασκευασμένο
θα έχεις παρασκευαστεί
θα είσαι παρασκευασμένος, -η
θα έχετε παρασκευάστει
θα είστε παρασκευασμένοι, -ες
θα έχει παρασκευάσει
θα έχει παρασκευασμένο
θα έχουν παρασκευάσει
θα έχουν παρασκευασμένο
θα έχει παρασκευαστεί
θα είναι παρασκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν παρασκευαστεί
θα είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρασκευάζωνα παρασκευάζουμε, να παρασκευάζομενα παρασκευάζομαινα παρασκευαζόμαστε
να παρασκευάζειςνα παρασκευάζετενα παρασκευάζεσαινα παρασκευάζεστε, να παρασκευαζόσαστε
να παρασκευάζεινα παρασκευάζουν(ε)να παρασκευάζεταινα παρασκευάζονται
Aoristνα παρασκευάσωνα παρασκευάσουμε, να παρασκευάσομενα παρασκευαστώνα παρασκευαστούμε
να παρασκευάσειςνα παρασκευάσετενα παρασκευαστείςνα παρασκευαστείτε
να παρασκευάσεινα παρασκευάσουν(ε)να παρασκευαστείνα παρασκευαστούν(ε)
Perfνα έχω παρασκευάσει
να έχω παρασκευασμένο
να έχουμε παρασκευάσει
να έχουμε παρασκευασμένο
να έχω παρασκευαστεί
να είμαι παρασκευασμένος, -η
να έχουμε παρασκευαστεί
να είμαστε παρασκευασμένοι, -ες
να έχεις παρασκευάσει
να έχεις παρασκευασμένο
να έχετε παρασκευάσει
να έχετε παρασκευασμένο
να έχεις παρασκευαστεί
να είσαι παρασκευασμένος, -η
να έχετε παρασκευαστεί
να είστε παρασκευασμένοι, -ες
να έχει παρασκευάσει
να έχει παρασκευασμένο
να έχουν παρασκευάσει
να έχουν παρασκευασμένο
να έχει παρασκευαστεί
να είναι παρασκευασμένος, -η, -ο
να έχουν παρασκευαστεί
να είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαρασκεύαζεπαρασκευάζετεπαρασκευάζεστε
Aoristπαρασκεύασεπαρασκευάστεπαρασκευάσουπαρασκευαστείτε
Part
izip
Presπαρασκευάζονταςπαρασκευαζόμενος
Perfέχοντας παρασκευάσει, έχοντας παρασκευασμένοπαρασκευασμένος, -η, -οπαρασκευασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαρασκευάσειπαρασκευαστεί









Griechische Definition zu παρασκευάζω

παρασκευάζω [paraskevázo] -ομαι : παράγω, φτιάχνω, ετοιμάζω κτ. κυρίως με τη συνένωση, το ανακάτεμα, τη μείξη διάφορων συστατικών, ουσιών: παρασκευάζω φαγητό / φάρμακο / ποτό. Προϊόντα που παρασκευάζονται στην Ελλάδα. Προτιμώ τα γλυκά που είναι παρασκευασμένα με αγνά υλικά. || (χημ.) παράγω κτ. με χημικές μεθόδους: Οι μαθητές μαθαίνουν να παρασκευάζουν στο εργαστήριο οξυγόνο και υδρογόνο.

[λόγ. < αρχ. παρασκευάζω `ετοιμάζω, προμηθεύω΄ & σημδ. γαλλ. préparer]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback