ετοιμάζω Verb (4) |
προετοιμάζω Verb (3) |
παρασκευάζω Verb (0) |
επιφυλάσσω Verb (0) |
προγυμνάζω Verb (0) |
προπαρασκευάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sonst lässt er mich alles vorbereiten. | Συνήθως, τα ετοιμάζω όλα εγώ... Κοιτάξτε! Übersetzung nicht bestätigt |
Ich muss hier alles für den eigentlichen Fachmann vorbereiten. | Αλλά ετοιμάζω τα πάντα για τον ειδικό. Übersetzung nicht bestätigt |
aber ich muss mich vorbereiten. | αλλά ετοιμάζω την παρουσίασή μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Das Problem ist: Ich muss eine Predigt vorbereiten. Vielleicht morgen? | Το θέμα είναι ότι ετοιμάζω το κήρυγμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
den Boden bereiten (für) |
rüsten |
vorbereiten |
herrichten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bereite vor | ||
du | bereitest vor | |||
er, sie, es | bereitet vor | |||
Präteritum | ich | bereitete vor | ||
Konjunktiv II | ich | bereitete vor | ||
Imperativ | Singular | bereite vor! | ||
Plural | bereitet vor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorbereitet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorbereiten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ετοιμάζω | ετοιμάζουμε, ετοιμάζομε | ετοιμάζομαι | ετοιμαζόμαστε |
ετοιμάζεις | ετοιμάζετε | ετοιμάζεσαι | ετοιμάζεστε, ετοιμαζόσαστε | ||
ετοιμάζει | ετοιμάζουν(ε) | ετοιμάζεται | ετοιμάζονται | ||
Imper fekt | ετοίμαζα | ετοιμάζαμε | ετοιμαζόμουν(α) | ετοιμαζόμαστε, ετοιμαζόμασταν | |
ετοίμαζες | ετοιμάζατε | ετοιμαζόσουν(α) | ετοιμαζόσαστε, ετοιμαζόσασταν | ||
ετοίμαζε | ετοίμαζαν, ετοιμάζαν(ε) | ετοιμαζόταν(ε) | ετοιμάζονταν, ετοιμαζόντανε, ετοιμαζόντουσαν | ||
Aorist | ετοίμασα | ετοιμάσαμε | ετοιμάστηκα | ετοιμαστήκαμε | |
ετοίμασες | ετοιμάσατε | ετοιμάστηκες | ετοιμαστήκατε | ||
ετοίμασε | ετοίμασαν, ετοιμάσαν(ε) | ετοιμάστηκε | ετοιμάστηκαν, ετοιμαστήκανε | ||
Per fekt | έχω ετοιμάσει έχω ετοιμασμένο | έχουμε ετοιμάσει έχουμε ετοιμασμένο | έχω ετοιμαστεί είμαι ετοιμασμένος, -η | έχουμε ετοιμαστεί είμαστε ετοιμασμένοι, -ες | |
έχεις ετοιμάσει έχεις ετοιμασμένο | έχετε ετοιμάσει έχετε ετοιμασμένο | έχεις ετοιμαστεί είσαι ετοιμασμένος, -η | έχετε ετοιμαστεί είστε ετοιμασμένοι, -ες | ||
έχει ετοιμάσει έχει ετοιμασμένο | έχουν ετοιμάσει έχουν ετοιμασμένο | έχει ετοιμαστεί είναι ετοιμασμένος, -η, -ο | έχουν ετοιμαστεί είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ετοιμάσει είχα ετοιμασμένο | είχαμε ετοιμάσει είχαμε ετοιμασμένο | είχα ετοιμαστεί ήμουν ετοιμασμένος, -η | είχαμε ετοιμαστεί ήμαστε ετοιμασμένοι, -ες | |
είχες ετοιμάσει είχες ετοιμασμένο | είχατε ετοιμάσει είχατε ετοιμασμένο | είχες ετοιμαστεί ήσουν ετοιμασμένος, -η | είχατε ετοιμαστεί ήσαστε ετοιμασμένοι, -ες | ||
είχε ετοιμάσει είχε ετοιμασμένο | είχαν ετοιμάσει είχαν ετοιμασμένο | είχε ετοιμαστεί ήταν ετοιμασμένος, -η, -ο | είχαν ετοιμαστεί ήταν ετοιμασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ετοιμάζω | θα ετοιμάζουμε, θα ετοιμάζομε | θα ετοιμάζομαι | θα ετοιμαζόμαστε | |
θα ετοιμάζεις | θα ετοιμάζετε | θα ετοιμάζεσαι | θα ετοιμάζεστε, θα ετοιμαζόσαστε | ||
θα ετοιμάζει | θα ετοιμάζουν(ε) | θα ετοιμάζεται | θα ετοιμάζονται | ||
Fut ur | θα ετοιμάσω | θα ετοιμάσουμε, θα ετοιμάσομε | θα ετοιμαστώ | θα ετοιμαστούμε | |
θα ετοιμάσεις | θα ετοιμάσετε | θα ετοιμαστείς | θα ετοιμαστείτε | ||
θα ετοιμάσει | θα ετοιμάσουν(ε) | θα ετοιμαστεί | θα ετοιμαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ετοιμάσει θα έχω ετοιμασμένο | θα έχουμε ετοιμάσει θα έχουμε ετοιμασμένο | θα έχω ετοιμαστεί θα είμαι ετοιμασμένος, -η | θα έχουμε ετοιμαστεί θα είμαστε ετοιμασμένοι, -ες | |
θα έχεις ετοιμάσει θα έχεις ετοιμασμένο | θα έχετε ετοιμάσει θα έχετε ετοιμασμένο | θα έχεις ετοιμαστεί θα είσαι ετοιμασμένος, -η | θα έχετε ετοιμαστεί θα είστε ετοιμασμένοι, -ες | ||
θα έχει ετοιμάσει θα έχει ετοιμασμένο | θα έχουν ετοιμάσει θα έχουν ετοιμασμένο | θα έχει ετοιμαστεί θα είναι ετοιμασμένος, -η, -ο | θα έχουν ετοιμαστεί θα είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ετοιμάζω | να ετοιμάζουμε, να ετοιμάζομε | να ετοιμάζομαι | να ετοιμαζόμαστε |
να ετοιμάζεις | να ετοιμάζετε | να ετοιμάζεσαι | να ετοιμάζεστε, | ||
να ετοιμάζει | να ετοιμάζουν(ε) | να ετοιμάζεται | να ετοιμάζονται | ||
Aorist | να ετοιμάσω | να ετοιμάσουμε, να ετοιμάσομε | να ετοιμαστώ | να ετοιμαστούμε | |
να ετοιμάσεις | να ετοιμάσετε | να ετοιμαστείς | να ετοιμαστείτε | ||
να ετοιμάσει | να ετοιμάσουν | να ετοιμαστεί | να ετοιμαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ετοιμάσει να έχω ετοιμασμένο | να έχουμε ετοιμασμένο | να έχω ετοιμαστεί | να έχουμε ετοιμαστεί | |
να έχεις ετοιμασμένο | να έχετε ετοιμάσει να έχετε ετοιμασμένο | να έχεις ετοιμαστεί να είσαι ετοιμασμένος, -η | να έχετε ετοιμαστεί να είστε ετοιμασμένοι, -ες | ||
να έχει ετοιμάσει να έχει ετοιμασμένο | να έχουν ετοιμάσει να έχουν ετοιμασμένο | να έχει ετοιμαστεί | να έχουν ετοιμαστεί | ||
Imper ativ | Pres | ετοίμαζε | ετοιμάζετε | ετοιμάζεστε | |
Aorist | ετοίμασε | ετοιμάστε | ετοιμάσου | ετοιμαστείτε | |
Part izip | Pres | ετοιμάζοντας | ετοιμαζόμενος | ||
Perf | έχοντας ετοιμάσει, έχοντας ετοιμασμένο | ετοιμασμένος, -η, -ο | ετοιμασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ετοιμάσει | ετοιμαστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | παρασκευάζω | παρασκευάζουμε, παρασκευάζομε | παρασκευάζομαι | παρασκευαζόμαστε |
παρασκευάζεις | παρασκευάζετε | παρασκευάζεσαι | παρασκευάζεστε, παρασκευαζόσαστε | ||
παρασκευάζει | παρασκευάζουν(ε) | παρασκευάζεται | παρασκευάζονται | ||
Imper fekt | παρασκεύαζα | παρασκευάζαμε | παρασκευαζόμουν(α) | παρασκευαζόμαστε, παρασκευαζόμασταν | |
παρασκεύαζες | παρασκευάζατε | παρασκευαζόσουν(α) | παρασκευαζόσαστε, παρασκευαζόσασταν | ||
παρασκεύαζε | παρασκεύαζαν, παρασκευάζαν(ε) | παρασκευαζόταν(ε) | παρασκευάζονταν, παρασκευαζόντανε, παρασκευαζόντουσαν | ||
Aorist | παρασκεύασα | παρασκευάσαμε | παρασκευάστηκα | παρασκευαστήκαμε | |
παρασκεύασες | παρασκευάσατε | παρασκευάστηκες | παρασκευαστήκατε | ||
παρασκεύασε | παρασκεύασαν, παρασκευάσαν(ε) | παρασκευάστηκε | παρασκευάστηκαν, παρασκευαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω παρασκευάσει | έχουμε παρασκευάσει | έχω παρασκευαστεί | έχουμε παρασκευαστεί | |
έχεις παρασκευάσει | έχετε παρασκευάσει | έχεις παρασκευαστεί | έχετε παρασκευαστεί | ||
έχει παρασκευάσει | έχουν παρασκευάσει | έχει παρασκευαστεί | έχουν παρασκευαστεί | ||
Plu per fekt | είχα παρασκευάσει είχα παρασκευασμένο | είχαμε παρασκευάσει είχαμε παρασκευσμένο | είχα παρασκευαστεί ήμουν παρασκευασμένος, -η | είχαμε παρασκευαστεί ήμαστε παρασκευασμένοι, -ες | |
είχες παρασκευάσει είχες παρασκευασμένο | είχατε παρασκευάσει είχατε παρασκευασμένο | είχες παρασκευαστεί ήσουν παρασκευασμένος, -η | είχατε παρασκευαστεί ήσαστε παρασκευασμένοι, -ες | ||
είχε παρασκευάσει είχε παρασκευασμένο | είχαν παρασκευάσει είχαν παρασκευασμένο | είχε παρασκευαστεί ήταν παρασκευασμένος, -η, -ο | είχαν παρασκευαστεί ήταν παρασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα παρασκευάζω | θα παρασκευάζουμε, | θα παρασκευάζομαι | θα παρασκευαζόμαστε | |
θα παρασκευάζεις | θα παρασκευάζετε | θα παρασκευάζεσαι | θα παρασκευάζεστε, | ||
θα παρασκευάζει | θα παρασκευάζουν(ε) | θα παρασκευάζεται | θα παρασκευάζονται | ||
Fut ur | θα παρασκευάσω | θα παρασκευάσουμε, | θα παρασκευαστώ | θα παρασκευαστούμε | |
θα παρασκευάσεις | θα παρασκευάσετε | θα παρασκευαστείς | θα παρασκευαστείτε | ||
θα παρασκευάσει | θα παρασκευάσουν(ε) | θα παρασκευαστεί | θα παρασκευαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω παρασκευάσει θα έχω παρασκευασμένο | θα έχουμε παρασκευάσει θα έχουμε παρασκευασμένο | θα έχω παρασκευαστεί θα είμαι παρασκευασμένος, -η | θα έχουμε παρασκευαστεί | |
θα έχεις παρασκευάσει θα έχεις παρασκευασμένο | θα έχετε παρασκευάσει θα έχετε παρασκευασμένο | θα έχεις παρασκευαστεί θα είσαι παρασκευασμένος, -η | θα έχετε παρασκευάστει θα είστε παρασκευασμένοι, -ες | ||
θα έχει παρασκευάσει θα έχει παρασκευασμένο | θα έχουν παρασκευάσει θα έχουν παρασκευασμένο | θα έχει παρασκευαστεί θα είναι παρασκευασμένος, -η, -ο | θα έχουν παρασκευαστεί θα είναι παρασκευασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παρασκευάζω | να παρασκευάζουμε, | να παρασκευάζομαι | να παρασκευαζόμαστε |
να παρασκευάζεις | να παρασκευάζετε | να παρασκευάζεσαι | να παρασκευάζεστε, | ||
να παρασκευάζει | να παρασκευάζουν(ε) | να παρασκευάζεται | να παρασκευάζονται | ||
Aorist | να παρασκευάσω | να παρασκευάσουμε, | να παρασκευαστώ | να παρασκευαστούμε | |
να παρασκευάσεις | να παρασκευάσετε | να παρασκευαστείς | να παρασκευαστείτε | ||
να παρασκευάσει | να παρασκευάσουν(ε) | να παρασκευαστεί | να παρασκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω παρασκευάσει να έχω παρασκευασμένο | να έχουμε παρασκευάσει | να έχω παρασκευαστεί | να έχουμε παρασκευαστεί | |
να έχεις παρασκευάσει | να έχετε παρασκευάσει να έχετε παρασκευασμένο | να έχεις παρασκευαστεί να είσαι παρασκευασμένος, -η | να έχετε παρασκευαστεί να είστε παρασκευασμένοι, -ες | ||
να έχει παρασκευάσει να έχει παρασκευασμένο | να έχουν παρασκευάσει να έχουν παρασκευασμένο | να έχει παρασκευαστεί | να έχουν παρασκευαστεί | ||
Imper ativ | Pres | παρασκεύαζε | παρασκευάζετε | παρασκευάζεστε | |
Aorist | παρασκεύασε | παρασκευάστε | παρασκευάσου | παρασκευαστείτε | |
Part izip | Pres | παρασκευάζοντας | παρασκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας παρασκευάσει, | παρασκευασμένος, -η, -ο | παρασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | παρασκευάσει | παρασκευαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.