ετοιμάζω Verb  [etimazo, etoimazw]

  Verb
(4)
  Verb
(2)
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ετοιμάζω

ετοιμάζω altgriechisch ἑτοιμάζω ἕτοιμος


GriechischDeutsch
Συνήθως, τα ετοιμάζω όλα εγώ... Κοιτάξτε!Sonst lässt er mich alles vorbereiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά ετοιμάζω τα πάντα για τον ειδικό.Ich muss hier alles für den eigentlichen Fachmann vorbereiten.

Übersetzung nicht bestätigt

αλλά ετοιμάζω την παρουσίασή μου.aber ich muss mich vorbereiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Το θέμα είναι ότι ετοιμάζω το κήρυγμα.Das Problem ist: Ich muss eine Predigt vorbereiten. Vielleicht morgen?

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ετοιμάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ετοιμάζωετοιμάζουμε, ετοιμάζομεετοιμάζομαιετοιμαζόμαστε
ετοιμάζειςετοιμάζετεετοιμάζεσαιετοιμάζεστε, ετοιμαζόσαστε
ετοιμάζειετοιμάζουν(ε)ετοιμάζεταιετοιμάζονται
Imper
fekt
ετοίμαζαετοιμάζαμεετοιμαζόμουν(α)ετοιμαζόμαστε, ετοιμαζόμασταν
ετοίμαζεςετοιμάζατεετοιμαζόσουν(α)ετοιμαζόσαστε, ετοιμαζόσασταν
ετοίμαζεετοίμαζαν, ετοιμάζαν(ε)ετοιμαζόταν(ε)ετοιμάζονταν, ετοιμαζόντανε, ετοιμαζόντουσαν
Aoristετοίμασαετοιμάσαμεετοιμάστηκαετοιμαστήκαμε
ετοίμασεςετοιμάσατεετοιμάστηκεςετοιμαστήκατε
ετοίμασεετοίμασαν, ετοιμάσαν(ε)ετοιμάστηκεετοιμάστηκαν, ετοιμαστήκανε
Per
fekt
έχω ετοιμάσει
έχω ετοιμασμένο
έχουμε ετοιμάσει
έχουμε ετοιμασμένο
έχω ετοιμαστεί
είμαι ετοιμασμένος, -η
έχουμε ετοιμαστεί
είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
έχεις ετοιμάσει
έχεις ετοιμασμένο
έχετε ετοιμάσει
έχετε ετοιμασμένο
έχεις ετοιμαστεί
είσαι ετοιμασμένος, -η
έχετε ετοιμαστεί
είστε ετοιμασμένοι, -ες
έχει ετοιμάσει
έχει ετοιμασμένο
έχουν ετοιμάσει
έχουν ετοιμασμένο
έχει ετοιμαστεί
είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
έχουν ετοιμαστεί
είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ετοιμάσει
είχα ετοιμασμένο
είχαμε ετοιμάσει
είχαμε ετοιμασμένο
είχα ετοιμαστεί
ήμουν ετοιμασμένος, -η
είχαμε ετοιμαστεί
ήμαστε ετοιμασμένοι, -ες
είχες ετοιμάσει
είχες ετοιμασμένο
είχατε ετοιμάσει
είχατε ετοιμασμένο
είχες ετοιμαστεί
ήσουν ετοιμασμένος, -η
είχατε ετοιμαστεί
ήσαστε ετοιμασμένοι, -ες
είχε ετοιμάσει
είχε ετοιμασμένο
είχαν ετοιμάσει
είχαν ετοιμασμένο
είχε ετοιμαστεί
ήταν ετοιμασμένος, -η, -ο
είχαν ετοιμαστεί
ήταν ετοιμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ετοιμάζωθα ετοιμάζουμε, θα ετοιμάζομεθα ετοιμάζομαιθα ετοιμαζόμαστε
θα ετοιμάζειςθα ετοιμάζετεθα ετοιμάζεσαιθα ετοιμάζεστε, θα ετοιμαζόσαστε
θα ετοιμάζειθα ετοιμάζουν(ε)θα ετοιμάζεταιθα ετοιμάζονται
Fut
ur
θα ετοιμάσωθα ετοιμάσουμε, θα ετοιμάσομεθα ετοιμαστώθα ετοιμαστούμε
θα ετοιμάσειςθα ετοιμάσετεθα ετοιμαστείςθα ετοιμαστείτε
θα ετοιμάσειθα ετοιμάσουν(ε)θα ετοιμαστείθα ετοιμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ετοιμάσει
θα έχω ετοιμασμένο
θα έχουμε ετοιμάσει
θα έχουμε ετοιμασμένο
θα έχω ετοιμαστεί
θα είμαι ετοιμασμένος, -η
θα έχουμε ετοιμαστεί
θα είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
θα έχεις ετοιμάσει
θα έχεις ετοιμασμένο
θα έχετε ετοιμάσει
θα έχετε ετοιμασμένο
θα έχεις ετοιμαστεί
θα είσαι ετοιμασμένος, -η
θα έχετε ετοιμαστεί
θα είστε ετοιμασμένοι, -ες
θα έχει ετοιμάσει
θα έχει ετοιμασμένο
θα έχουν ετοιμάσει
θα έχουν ετοιμασμένο
θα έχει ετοιμαστεί
θα είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
θα έχουν ετοιμαστεί
θα είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ετοιμάζωνα ετοιμάζουμε, να ετοιμάζομενα ετοιμάζομαινα ετοιμαζόμαστε
να ετοιμάζειςνα ετοιμάζετενα ετοιμάζεσαινα ετοιμάζεστε, να ετοιμαζόσαστε
να ετοιμάζεινα ετοιμάζουν(ε)να ετοιμάζεταινα ετοιμάζονται
Aoristνα ετοιμάσωνα ετοιμάσουμε, να ετοιμάσομενα ετοιμαστώνα ετοιμαστούμε
να ετοιμάσειςνα ετοιμάσετενα ετοιμαστείςνα ετοιμαστείτε
να ετοιμάσεινα ετοιμάσουννα ετοιμαστείνα ετοιμαστούν(ε)
Perfνα έχω ετοιμάσει
να έχω ετοιμασμένο
να έχουμε ετοιμάσει
να έχουμε ετοιμασμένο
να έχω ετοιμαστεί
να είμαι ετοιμασμένος, -η
να έχουμε ετοιμαστεί
να είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
να έχεις ετοιμάσει
να έχεις ετοιμασμένο
να έχετε ετοιμάσει
να έχετε ετοιμασμένο
να έχεις ετοιμαστεί
να είσαι ετοιμασμένος, -η
να έχετε ετοιμαστεί
να είστε ετοιμασμένοι, -ες
να έχει ετοιμάσει
να έχει ετοιμασμένο
να έχουν ετοιμάσει
να έχουν ετοιμασμένο
να έχει ετοιμαστεί
να είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
να έχουν ετοιμαστεί
να είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presετοίμαζεετοιμάζετεετοιμάζεστε
Aoristετοίμασεετοιμάστεετοιμάσουετοιμαστείτε
Part
izip
Presετοιμάζονταςετοιμαζόμενος
Perfέχοντας ετοιμάσει, έχοντας ετοιμασμένοετοιμασμένος, -η, -οετοιμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristετοιμάσειετοιμαστεί



















Griechische Definition zu ετοιμάζω

ετοιμάζω [etimázo] -ομαι : 1α.κάνω κτ., με προεργασία, να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα, να επιτελέσει κπ. σκοπό ή να εκπληρώσει κπ. προορισμό: Ετοίμασα τις βαλίτσες για το ταξίδι. Nα ετοιμάσουμε το δωμάτιο για τους ξένους. Ετοιμάζει το σπίτι για τις γιορτές. β. (για φαγητό, γλυκό κτλ.) παρασκευάζω, κάνω ό,τι απαιτείται, ώστε να είναι έτοιμο τον κατάλληλο χρόνο για κατανάλωση: H μαμά ετοιμάζει φαγητό για το μεσημέρι. Ετοίμασα το γλυκό και θα το βάλω αμέσως στο φούρνο. Είναι δύσκολο να ετοιμάσεις γεύμα για δεκαπέντε άτομα. Ετοίμασέ μου, σε παρακαλώ, ένα ποτό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback