zurechtmachen
 Verb

ετοιμάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie sollte ihn zurechtmachen, damit er nach Hause kann.Ήθελα να τον μανουβράρει για να πάει σπίτι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss mich nur zurechtmachen.Να πάω να φορέσω κάτι.

Übersetzung nicht bestätigt

Kein Witz. Wenn wir sie zurechtmachen, wäre sie toll.Αν τη συμμαζέψουμε και τη φτιάξουμε θα είναι καταπληκτική.

Übersetzung nicht bestätigt

Ramona, wenn du dich ein bisschen zurechtmachen würdest, wärst du hübsch.Αν πρόσεχες τον εαυτό σου, θα ήσουν όμορφη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, Sir. Ich muss mich erst zurechtmachen.Ναι, κύριε, θα σιγυρίσω πρώτα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ετοιμάζωετοιμάζουμε, ετοιμάζομεετοιμάζομαιετοιμαζόμαστε
ετοιμάζειςετοιμάζετεετοιμάζεσαιετοιμάζεστε, ετοιμαζόσαστε
ετοιμάζειετοιμάζουν(ε)ετοιμάζεταιετοιμάζονται
Imper
fekt
ετοίμαζαετοιμάζαμεετοιμαζόμουν(α)ετοιμαζόμαστε, ετοιμαζόμασταν
ετοίμαζεςετοιμάζατεετοιμαζόσουν(α)ετοιμαζόσαστε, ετοιμαζόσασταν
ετοίμαζεετοίμαζαν, ετοιμάζαν(ε)ετοιμαζόταν(ε)ετοιμάζονταν, ετοιμαζόντανε, ετοιμαζόντουσαν
Aoristετοίμασαετοιμάσαμεετοιμάστηκαετοιμαστήκαμε
ετοίμασεςετοιμάσατεετοιμάστηκεςετοιμαστήκατε
ετοίμασεετοίμασαν, ετοιμάσαν(ε)ετοιμάστηκεετοιμάστηκαν, ετοιμαστήκανε
Per
fekt
έχω ετοιμάσει
έχω ετοιμασμένο
έχουμε ετοιμάσει
έχουμε ετοιμασμένο
έχω ετοιμαστεί
είμαι ετοιμασμένος, -η
έχουμε ετοιμαστεί
είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
έχεις ετοιμάσει
έχεις ετοιμασμένο
έχετε ετοιμάσει
έχετε ετοιμασμένο
έχεις ετοιμαστεί
είσαι ετοιμασμένος, -η
έχετε ετοιμαστεί
είστε ετοιμασμένοι, -ες
έχει ετοιμάσει
έχει ετοιμασμένο
έχουν ετοιμάσει
έχουν ετοιμασμένο
έχει ετοιμαστεί
είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
έχουν ετοιμαστεί
είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ετοιμάσει
είχα ετοιμασμένο
είχαμε ετοιμάσει
είχαμε ετοιμασμένο
είχα ετοιμαστεί
ήμουν ετοιμασμένος, -η
είχαμε ετοιμαστεί
ήμαστε ετοιμασμένοι, -ες
είχες ετοιμάσει
είχες ετοιμασμένο
είχατε ετοιμάσει
είχατε ετοιμασμένο
είχες ετοιμαστεί
ήσουν ετοιμασμένος, -η
είχατε ετοιμαστεί
ήσαστε ετοιμασμένοι, -ες
είχε ετοιμάσει
είχε ετοιμασμένο
είχαν ετοιμάσει
είχαν ετοιμασμένο
είχε ετοιμαστεί
ήταν ετοιμασμένος, -η, -ο
είχαν ετοιμαστεί
ήταν ετοιμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ετοιμάζωθα ετοιμάζουμε, θα ετοιμάζομεθα ετοιμάζομαιθα ετοιμαζόμαστε
θα ετοιμάζειςθα ετοιμάζετεθα ετοιμάζεσαιθα ετοιμάζεστε, θα ετοιμαζόσαστε
θα ετοιμάζειθα ετοιμάζουν(ε)θα ετοιμάζεταιθα ετοιμάζονται
Fut
ur
θα ετοιμάσωθα ετοιμάσουμε, θα ετοιμάσομεθα ετοιμαστώθα ετοιμαστούμε
θα ετοιμάσειςθα ετοιμάσετεθα ετοιμαστείςθα ετοιμαστείτε
θα ετοιμάσειθα ετοιμάσουν(ε)θα ετοιμαστείθα ετοιμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ετοιμάσει
θα έχω ετοιμασμένο
θα έχουμε ετοιμάσει
θα έχουμε ετοιμασμένο
θα έχω ετοιμαστεί
θα είμαι ετοιμασμένος, -η
θα έχουμε ετοιμαστεί
θα είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
θα έχεις ετοιμάσει
θα έχεις ετοιμασμένο
θα έχετε ετοιμάσει
θα έχετε ετοιμασμένο
θα έχεις ετοιμαστεί
θα είσαι ετοιμασμένος, -η
θα έχετε ετοιμαστεί
θα είστε ετοιμασμένοι, -ες
θα έχει ετοιμάσει
θα έχει ετοιμασμένο
θα έχουν ετοιμάσει
θα έχουν ετοιμασμένο
θα έχει ετοιμαστεί
θα είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
θα έχουν ετοιμαστεί
θα είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ετοιμάζωνα ετοιμάζουμε, να ετοιμάζομενα ετοιμάζομαινα ετοιμαζόμαστε
να ετοιμάζειςνα ετοιμάζετενα ετοιμάζεσαινα ετοιμάζεστε, να ετοιμαζόσαστε
να ετοιμάζεινα ετοιμάζουν(ε)να ετοιμάζεταινα ετοιμάζονται
Aoristνα ετοιμάσωνα ετοιμάσουμε, να ετοιμάσομενα ετοιμαστώνα ετοιμαστούμε
να ετοιμάσειςνα ετοιμάσετενα ετοιμαστείςνα ετοιμαστείτε
να ετοιμάσεινα ετοιμάσουννα ετοιμαστείνα ετοιμαστούν(ε)
Perfνα έχω ετοιμάσει
να έχω ετοιμασμένο
να έχουμε ετοιμάσει
να έχουμε ετοιμασμένο
να έχω ετοιμαστεί
να είμαι ετοιμασμένος, -η
να έχουμε ετοιμαστεί
να είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
να έχεις ετοιμάσει
να έχεις ετοιμασμένο
να έχετε ετοιμάσει
να έχετε ετοιμασμένο
να έχεις ετοιμαστεί
να είσαι ετοιμασμένος, -η
να έχετε ετοιμαστεί
να είστε ετοιμασμένοι, -ες
να έχει ετοιμάσει
να έχει ετοιμασμένο
να έχουν ετοιμάσει
να έχουν ετοιμασμένο
να έχει ετοιμαστεί
να είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
να έχουν ετοιμαστεί
να είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presετοίμαζεετοιμάζετεετοιμάζεστε
Aoristετοίμασεετοιμάστεετοιμάσουετοιμαστείτε
Part
izip
Presετοιμάζονταςετοιμαζόμενος
Perfέχοντας ετοιμάσει, έχοντας ετοιμασμένοετοιμασμένος, -η, -οετοιμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristετοιμάσειετοιμαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback