keltern
 Verb

πατώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das ist die traditionelle Art, den Wein zu keltern. Das andere, na ja... Darüber streiten sich die Gemüter...Παραδοσιακός τρόπος αντιμετώπισης του κρασιού αμφιλεγόμενος τρόπος αντιμετώπισης του κρασιού.

Übersetzung nicht bestätigt

33 Freude und Wonne ist aus dem Felde weg und aus dem Lande Moab, und man wird keinen Wein mehr keltern, der Weintreter wird nicht mehr sein Lied singen33 Και χαρά και αγαλλίασις εξηλείφθη από της καρποφόρου πεδιάδος και από της γης Μωάβ· και αφήρεσα τον οίνον από των ληνών· ουδείς θέλει ληνοπατήσει αλαλάζων· αλαλαγμός δεν θέλει ακουσθή.

Übersetzung nicht bestätigt

Nach ihrer Ausbildung in den besten Weinkellern der Welt beschlossen Sie eigene Weine zu keltern.Μετά την εκπαίδευση τους υπό τις καλύτερες κάβες κρασιών στον κόσμο, αποφάσισαν να πατήσετε τα σταφύλια τα κρασιά.

Übersetzung nicht bestätigt

Siehe, es kommt die Zeit, spricht der HERR, daß man zugleich ackern und ernten und zugleich keltern und säen wird; und die Berge werden von süßem Wein triefen, und alle Hügel werden fruchtbar sein.Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και ο αροτρεύς θέλει φθάσει τον θεριστήν και ο ληνοβάτης τον σπείροντα τον σπόρον, και τα όρη θέλουσι σταλάξει γλεύκος και πάντες οι βουνοί θέλουσι ρέει αγαθά.

Übersetzung nicht bestätigt

13 Siehe, es kommt die Zeit, spricht der HERR, daß man zugleich ackern und ernten, zugleich keltern und säen wird. Und die Berge werden von süßem Wein triefen, und alle Hügel werden fruchtbar sein.13 Δέστε, έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος, που, αυτός ο οποίος αροτριάζει, θα φτάσει τον θεριστή, και ο πατητής τού ληνού, αυτόν που σπέρνει τον σπόρο· και τα βουνά θα σταλάξουν γλεύκος, και όλοι οι λόφοι θα ρέουν αγαθά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πατάω, πατώπατάμε, πατούμεπατιέμαιπατιόμαστε
πατάςπατάτεπατιέσαιπατιέστε, πατιόσαστε
πατάει, πατάπατάν(ε), πατούν(ε)πατιέταιπατιούνται, πατιόνται
Imper
fekt
πατούσα, πάταγαπατούσαμε, πατάγαμεπατιόμουν(α)πατιόμαστε, πατιόμασταν
πατούσες, πάταγεςπατούσατε, πατάγατεπατιόσουν(α)πατιόσαστε, πατιόσασταν
πατούσε, πάταγεπατούσαν(ε), πάταγαν, πατάγανεπατιόταν(ε)πατιόνταν(ε), πατιούνταν, πατιόντουσαν
Aoristπάτησαπατήσαμεπατήθηκαπατηθήκαμε
πάτησεςπατήσατεπατήθηκεςπατηθήκατε
πάτησεπάτησαν, πατήσαν(ε)πατήθηκεπατήθηκαν, πατηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πατήσει
έχω πατημένο
έχουμε πατήσει
έχουμε πατημένο
έχω πατηθεί
είμαι πατημένος, -η
έχουμε πατηθεί
είμαστε πατημένοι, -ες
έχεις πατήσει
έχεις πατημένο
έχετε πατήσει
έχετε πατημένο
έχεις πατηθεί
είσαι πατημένος, -η
έχετε πατηθεί
είστε πατημένοι, -ες
έχει πατήσει
έχει πατημένο
έχουν πατήσει
έχουν πατημένο
έχει πατηθεί
είναι πατημένος, -η, -ο
έχουν πατηθεί
είναι πατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα πατήσει
είχα πατημένο
είχαμε πατήσει
είχαμε πατημένο
είχα πατηθεί
ήμουν πατημένος, -η
είχαμε πατηθεί
ήμαστε πατημένοι, -ες
είχες πατήσει
είχες πατημένο
είχατε πατήσει
είχατε πατημένο
είχες πατηθεί
ήσουν πατημένος, -η
είχατε πατηθεί
ήσαστε πατημένοι, -ες
είχε πατήσει
είχε πατημένο
είχαν πατήσει
είχαν πατημένο
είχε πατηθεί
ήταν πατημένος, -η, -ο
είχαν πατηθεί
ήταν πατημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πατάω, θα πατώθα πατάμε, θα πατούμεθα πατιέμαιθα πατιόμαστε
θα πατάςθα πατάτεθα πατιέσαιθα πατιέστε, θα πατιόσαστε
θα πατάει, θα πατάθα πατάν(ε), θα πατούν(ε)θα πατιέταιθα πατιούνται, θα πατιόνται
Fut
ur
θα πατήσωθα πατήσουμε, θα πατήσομεθα πατηθώθα πατηθούμε
θα πατήσειςθα πατήσετεθα πατηθείςθα πατηθείτε
θα πατήσειθα πατήσουν(ε)θα πατηθείθα πατηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πατήσει
θα έχω πατημένο
θα έχουμε πατήσει
θα έχουμε πατημένο
θα έχω πατηθεί
θα είμαι πατημένος, -η
θα έχουμε πατηθεί
θα είμαστε πατημένοι, -ες
θα έχεις πατήσει
θα έχεις πατημένο
θα έχετε πατήσει
θα έχετε πατημένο
θα έχεις πατηθεί
θα είσαι πατημένος, -η
θα έχετε πατηθεί
θα είστε πατημένοι, -ες
θα έχει πατήσει
θα έχει πατημένο
θα έχουν πατήσει
θα έχουν πατημένο
θα έχει πατηθεί
θα είναι πατημένος, -η, -ο
θα έχουν πατηθεί
θα είναι πατημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πατάω, να πατώνα πατάμε, να πατούμενα πατιέμαινα πατιόμαστε
να πατάςνα πατάτενα πατιέσαινα πατιέστε, να πατιόσαστε
να πατάει, να πατάνα πατάν(ε), να πατούν(ε)να πατιέταινα πατιούνται, να πατιόνται
Aoristνα πατήσωνα πατήσουμε, να πατήσομενα πατηθώνα πατηθούμε
να πατήσειςνα πατήσετενα πατηθείςνα πατηθείτε
να πατήσεινα πατήσουν(ε)να πατηθείνα πατηθούν(ε)
Perfνα έχω πατήσει
να έχω πατημένο
να έχουμε πατήσει
να έχουμε πατημένο
να έχω πατηθεί
να είμαι πατημένος, -η
να έχουμε πατηθεί
να είμαστε πατημένοι, -ες
να έχεις πατήσει
να έχεις πατημένο
να έχετε πατήσει
να έχετε πατημένο
να έχεις πατηθεί
να είσαι πατημένος, -η
να έχετε πατηθεί
να είστε πατημένοι, -η
να έχει πατήσει
να έχει πατημένο
να έχουν πατήσει
να έχουν πατημένο
να έχει πατηθεί
να είναι πατημένος, -η, -ο
να έχουν πατηθεί
να είναι πατημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπάτα, πάταγεπατάτεπατιέστε
Aoristπάτησε, πάταπατήστεπατήσουπατηθείτε
Part
izip
Presπατώντας
Perfέχοντας πατήσει, έχοντας πατημένοπατημένος, -η, -οπατημένοι, -ες, -α
InfinAoristπατήσειπατηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback