κατασκευάζω Verb (2) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Deutsche Synonyme |
---|
generieren |
fabrizieren |
herstellen |
erstellen |
fertigen |
verbrechen (sarkastisch oder scherzh.) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fabriziere | ||
du | fabrizierst | |||
er, sie, es | fabriziert | |||
Präteritum | ich | fabrizierte | ||
Konjunktiv II | ich | fabrizierte | ||
Imperativ | Singular | fabrizier! fabriziere! | ||
Plural | fabriziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
fabriziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:fabrizieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατασκευάζω | κατασκευάζουμε, κατασκευάζομε | κατασκευάζομαι | κατασκευαζόμαστε |
κατασκευάζεις | κατασκευάζετε | κατασκευάζεσαι | κατασκευάζεστε, κατασκευαζόσαστε | ||
κατασκευάζει | κατασκευάζουν(ε) | κατασκευάζεται | κατασκευάζονται | ||
Imper fekt | κατασκεύαζα | κατασκευάζαμε | κατασκευαζόμουν(α) | κατασκευαζόμαστε, κατασκευαζόμασταν | |
κατασκεύαζες | κατασκευάζατε | κατασκευαζόσουν(α) | κατασκευαζόσαστε, κατασκευαζόσασταν | ||
κατασκεύαζε | κατασκεύαζαν, κατασκευάζαν(ε) | κατασκευαζόταν(ε) | κατασκευάζονταν, κατασκευαζόντανε, κατασκευαζόντουσαν | ||
Aorist | κατασκεύασα | κατασκευάσαμε | κατασκευάστηκα | κατασκευαστήκαμε | |
κατασκεύασες | κατασκευάσατε | κατασκευάστηκες | κατασκευαστήκατε | ||
κατασκεύασε | κατασκεύασαν, κατασκευάσαν(ε) | κατασκευάστηκε | κατασκευάστηκαν, κατασκευαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κατασκευάσει | έχουμε κατασκευάσει | έχω κατασκευαστεί | έχουμε κατασκευαστεί | |
έχεις κατασκευάσει | έχετε κατασκευάσει | έχεις κατασκευαστεί | έχετε κατασκευαστεί | ||
έχει κατασκευάσει | έχουν κατασκευάσει | έχει κατασκευαστεί | έχουν κατασκευαστεί | ||
Plu per fekt | είχα κατασκευάσει είχα κατασκευασμένο | είχαμε κατασκευάσει είχαμε κατασκευσμένο | είχα κατασκευαστεί ήμουν κατασκευασμένος, -η | είχαμε κατασκευαστεί ήμαστε κατασκευασμένοι, -ες | |
είχες κατασκευάσει είχες κατασκευασμένο | είχατε κατασκευάσει είχατε κατασκευασμένο | είχες κατασκευαστεί ήσουν κατασκευασμένος, -η | είχατε κατασκευαστεί ήσαστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
είχε κατασκευάσει είχε κατασκευασμένο | είχαν κατασκευάσει είχαν κατασκευασμένο | είχε κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένος, -η, -ο | είχαν κατασκευαστεί ήταν κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατασκευάζω | θα κατασκευάζουμε, | θα κατασκευάζομαι | θα κατασκευαζόμαστε | |
θα κατασκευάζεις | θα κατασκευάζετε | θα κατασκευάζεσαι | θα κατασκευάζεστε, | ||
θα κατασκευάζει | θα κατασκευάζουν(ε) | θα κατασκευάζεται | θα κατασκευάζονται | ||
Fut ur | θα κατασκευάσω | θα κατασκευάσουμε, | θα κατασκευαστώ | θα κατασκευαστούμε | |
θα κατασκευάσεις | θα κατασκευάσετε | θα κατασκευαστείς | θα κατασκευαστείτε | ||
θα κατασκευάσει | θα κατασκευάσουν(ε) | θα κατασκευαστεί | θα κατασκευαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κατασκευάσει θα έχω κατασκευασμένο | θα έχουμε κατασκευάσει θα έχουμε κατασκευασμένο | θα έχω κατασκευαστεί θα είμαι κατασκευασμένος, -η | θα έχουμε κατασκευαστεί | |
θα έχεις κατασκευάσει θα έχεις κατασκευασμένο | θα έχετε κατασκευάσει θα έχετε κατασκευασμένο | θα έχεις κατασκευαστεί θα είσαι κατασκευασμένος, -η | θα έχετε κατασκευαστεί θα είστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
θα έχει κατασκευάσει θα έχει κατασκευασμένο | θα έχουν κατασκευάσει θα έχουν κατασκευασμένο | θα έχει κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένος, -η, -ο | θα έχουν κατασκευαστεί θα είναι κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατασκευάζω | να κατασκευάζουμε, | να κατασκευάζομαι | να κατασκευαζόμαστε |
να κατασκευάζεις | να κατασκευάζετε | να κατασκευάζεσαι | να κατασκευάζεστε, | ||
να κατασκευάζει | να κατασκευάζουν(ε) | να κατασκευάζεται | να κατασκευάζονται | ||
Aorist | να κατασκευάσω | να κατασκευάσουμε, | να κατασκευαστώ | να κατασκευαστούμε | |
να κατασκευάσεις | να κατασκευάσετε | να κατασκευαστείς | να κατασκευαστείτε | ||
να κατασκευάσει | να κατασκευάσουν(ε) | να κατασκευαστεί | να κατασκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κατασκευάσει να έχω κατασκευασμένο | να έχουμε κατασκευάσει | να έχω κατασκευαστεί | να έχουμε κατασκευαστεί | |
να έχεις κατασκευάσει | να έχετε κατασκευάσει να έχετε κατασκευασμένο | να έχεις κατασκευαστεί να είσαι κατασκευασμένος, -η | να έχετε κατασκευαστεί να είστε κατασκευασμένοι, -ες | ||
να έχει κατασκευάσει να έχει κατασκευασμένο | να έχουν κατασκευάσει να έχουν κατασκευασμένο | να έχει κατασκευαστεί | να έχουν κατασκευαστεί | ||
Imper ativ | Pres | κατασκεύαζε | κατασκευάζετε | κατασκευάζεστε | |
Aorist | κατασκεύασε | κατασκευάστε | κατασκευάσου | κατασκευαστείτε | |
Part izip | Pres | κατασκευάζοντας | κατασκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας κατασκευάσει, | κατασκευασμένος, -η, -ο | κατασκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κατασκευάσει | κατασκευαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.