canceln
 Verb

ακυρώνω Verb
(1)
διαγράφω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und dann wird uns sehr schnell die Realität einholen, die so aussieht, dass ich die ganze Zeit arbeite und du mich so gut wie nie zu Gesicht bekommst und-Vermutlich werd' ich alle unsere Dates canceln.που είναι ότι δουλεύω συνέχεια και μάλλον δεν θα σε έβλεπα ποτέ, και θα αναγκαζόμουννα ακυρώνω όλα μας τα ραντεβού.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαγράφωδιαγράφουμε, διαγράφομεδιαγράφομαιδιαγραφόμαστε
διαγράφειςδιαγράφετεδιαγράφεσαιδιαγράφεστε, διαγραφόσαστε
διαγράφειδιαγράφουν(ε)διαγράφεταιδιαγράφονται
Imper
fekt
διέγραφαδιαγράφαμεδιαγραφόμουν(α)διαγραφόμαστε, διαγραφόμασταν
διέγραφεςδιαγράφατεδιαγραφόσουν(α)διαγραφόσαστε, διαγραφόσασταν
διέγραφεδιέγραφαν, διαγράφαν(ε)διαγραφόταν(ε)διαγράφονταν, διαγραφόντανε, διαγραφόντουσαν
Aoristδιέγραψαδιαγράψαμεδιαγράφτηκα, διαγράφηκαδιαγραφτήκαμε, διαγραφήκαμε
διέγραψεςδιαγράψατεδιαγράφτηκες, διαγράφηκεςδιαγραφτήκατε, διαγραφήκατε
διέγραψεδιέγραψαν, διαγράψαν(ε)διαγράφτηκε, διαγράφηκεδιαγράφτηκαν, διαγραφτήκαν(ε), διαγράφηκαν, διαγραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαγράψει
έχω διαγραμμένο
έχουμε διαγράψει
έχουμε διαγραμμένο
έχω διαγραφτεί
έχω διαγραφεί
είμαι διαγραμμένος, -η
έχουμε διαγραφτεί
έχουμε διαγραφεί
είμαστε διαγραμμένοι, -ες
έχεις διαγράψει
έχεις διαγραμμένο
έχετε διαγράψει
έχετε διαγραμμένο
έχεις διαγραφτεί
έχεις διαγραφεί
είσαι διαγραμμένος, -η
έχετε διαγραφτεί
έχετε διαγραφεί
είστε διαγραμμένοι, -ες
έχει διαγράψει
έχει διαγραμμένο
έχουν διαγράψει
έχουν διαγραμμένο
έχει διαγραφτεί
έχει διαγραφεί
είναι διαγραμμένος, -η, -ο
έχουν διαγραφτεί
έχουν διαγραφεί
είναι διαγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαγράψει
είχα διαγραμμένο
είχαμε διαγράψει
είχαμε διαγραμμένο
είχα διαγραφτεί
είχα διαγραφεί
ήμουν διαγραμμένος, -η
είχαμε διαγραφτεί
είχαμε διαγραφεί
ήμαστε διαγραμμένοι, -ες
είχες διαγράψει
είχες διαγραμμένο
είχατε διαγράψει
είχατε διαγραμμένο
είχες διαγραφτεί
είχες διαγραφεί
ήσουν διαγραμμένος, -η
είχατε διαγραφτεί
είχατε διαγραφεί
ήσαστε διαγραμμένοι, -ες
είχε διαγράψει
είχε διαγραμμένο
είχαν διαγράψει
είχαν διαγραμμένο
είχε διαγραφτεί
είχε διαγραφεί
ήταν διαγραμμένος, -η, -ο
είχαν διαγραφτεί
είχαν διαγραφεί
ήταν διαγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαγράφωθα διαγράφουμε, θα διαγράφομεθα διαγράφομαιθα διαγραφόμαστε
θα διαγράφειςθα διαγράφετεθα διαγράφεσαιθα διαγράφεστε, θα διαγραφόσαστε
θα διαγράφειθα διαγράφουν(ε)θα διαγράφεταιθα διαγράφονται
Fut
ur
θα διαγράψωθα διαγράψουμε, θα διαγράψομεθα διαγραφτώ, θα διαγραφώθα διαγραφτούμε, θα διαγραφούμε
θα διαγράψειςθα διαγράψετεθα διαγραφτείς, θα διαγραφείςθα διαγραφτείτε, θα διαγραφείτε
θα διαγράψειθα διαγράψουν(ε)θα διαγραφτεί, θα διαγραφείθα διαγραφτούν(ε), θα διαγραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαγράψει
θα έχω διαγραμμένο
θα έχουμε διαγράψει
θα έχουμε διαγραμμένο
θα έχω διαγραφτεί
θα έχω διαγραφεί
θα είμαι διαγραμμένος, -η
θα έχουμε διαγραφτεί
θα έχουμε διαγραφεί
θα είμαστε διαγραμμένοι, -ες
θα έχεις διαγράψει
θα έχεις διαγραμμένο
θα έχετε διαγράψει
θα έχετε διαγραμμένο
θα έχεις διαγραφτεί
θα έχεις διαγραφεί
θα είσαι διαγραμμένος, -η
θα έχετε διαγραφτεί
θα έχετε διαγραφεί
θα είστε διαγραμμένοι, -ες
θα έχει διαγράψει
θα έχει διαγραμμένο
θα έχουν διαγράψει
θα έχουν διαγραμμένο
θα έχει διαγραφτεί
θα έχει διαγραφεί
θα είναι διαγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν διαγραφτεί
θα έχουν διαγραφεί
θα είναι διαγραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαγράφωνα διαγράφουμε, να διαγράφομενα διαγράφομαινα διαγραφόμαστε
να διαγράφειςνα διαγράφετενα διαγράφεσαινα διαγράφεστε, να διαγραφόσαστε
να διαγράφεινα διαγράφουν(ε)να διαγράφεταινα διαγράφονται
Aoristνα διαγράψωνα διαγράψουμε, να διαγράψομενα διαγραφτώ, να διαγραφώνα διαγραφτούμε, να διαγραφούμε
να διαγράψειςνα διαγράψετενα διαγραφτείς, να διαγραφείςνα διαγραφτείτε, να διαγραφείτε
να διαγράψεινα διαγράψουν(ε)να διαγραφτεί, να διαγραφείνα διαγραφτούν(ε), να διαγραφούν(ε)
Perfνα έχω διαγράψει
να έχω διαγραμμένο
να έχουμε διαγράψει
να έχουμε διαγραμμένο
να έχω διαγραφτεί
να έχω διαγραφεί
να είμαι διαγραμμένος, -η
να έχουμε διαγραφτεί
να έχουμε διαγραφεί
να είμαστε διαγραμμένοι, -ες
να έχεις διαγράψει
να έχεις διαγραμμένο
να έχετε διαγράψει
να έχετε διαγραμμένο
να έχεις διαγραφτεί
να έχεις διαγραφεί
να είσαι διαγραμμένος, -η
να έχετε διαγραφτεί
να έχετε διαγραφεί
να είστε διαγραμμένοι, -ες
να έχει διαγράψει
να έχει διαγραμμένο
να έχουν διαγράψει
να έχουν διαγραμμένο
να έχει διαγραφτεί
να έχει διαγραφεί
να είναι διαγραμμένος, -η, -ο
να έχουν διαγραφτεί
να έχουν διαγραφεί
να είναι διαγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιέγραφεδιαγράφετεδιαγράφεστε
Aoristδιέγραψεδιαγράψτε, διαγράφτεδιαγράψουδιαγραφτείτε, διαγραφείτε
Part
izip
Presδιαγράφονταςδιαγραφόμενος
Perfέχοντας διαγράψει, έχοντας διαγραμμένοδιαγραμμένος, -η, -οδιαγραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαγράψειδιαγραφτεί, διαγραφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback