βάφω Verb  [vafo, bafw]

  Verb
(6)
  Verb
(3)
  Verb
(2)
malern (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu βάφω

βάφω mittelgriechisch βάφω altgriechisch βάπτω (βυθίζω κάτι σε μπογιά ώστε να πάρει αυτό το χρώμα) βάπτω (βυθίζω)


GriechischDeutsch
Να βάφω στη βροχή ή να λένε όλοι ότι είμαι πόρνη;Im Regen streichen oder alle Welt glauben lassen, ich wäre eine Hure?

Übersetzung nicht bestätigt

Αφού είμαι τόσο έξυπνος, γιατί βάφω κάγκελα για να ξεπληρώσω το δάνειο για το Χάρβαρντ;Wenn ich so schlau bin, wie kommt es dann, dass ich beim Zäune streichen helfe, um ein rechtswissenschaftliches Diplom der Harvard Universität abzubezahlen?

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν βάφω το φράκτη σου και δεν αγοράζω το αυτοκίνητο σου. Πάρε το χαρτί πίσω.Ich werde nicht dafür bezahlen deinen Zaun zu streichen und ich werde auch nicht für dein Auto bezahlen.

Übersetzung nicht bestätigt

Το χρησιμοποιούσα για να βάφω τα τούβλα του δωματίου κόκκινα.Ich benutzte es, um meinen Aufenthaltsraum ziegelrot zu streichen.

Übersetzung nicht bestätigt

Άρχισα επίσης να βάφω το δωμάτιο.Ich hab auch angefangen die Wände zu streichen

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu βάφω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάφωβάφουμε, βάφομεβάφομαιβαφόμαστε
βάφειςβάφετεβάφεσαιβάφεστε, βαφόσαστε
βάφειβάφουν(ε)βάφεταιβάφονται
Imper
fekt
έβαφαβάφαμεβαφόμουν(α)βαφόμαστε, βαφόμασταν
έβαφεςβάφατεβαφόσουν(α)βαφόσαστε, βαφόσασταν
έβαφεέβαφαν, βάφαν(ε)βαφόταν(ε)βάφονταν, βαφόντανε, βαφόντουσαν
Aoristέβαψαβάψαμεβάφτηκα, βάφηκαβαφτήκαμε, βαφήκαμε
έβαψεςβάψατεβάφτηκες, βάφηκεςβαφτήκατε, βαφήκατε
έβαψεέβαψαν, βάψαν(ε)βάφτηκε, βάφηκεβάφτηκαν, βαφτήκαν(ε), βάφηκαν, βαφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάψει
έχω βαμμένο
έχουμε βάψει
έχουμε βαμμένο
έχω βαφτεί
έχω βαφεί
είμαι βαμμένος, -η
έχουμε βαφτεί
έχουμε βαφεί
είμαστε βαμμένοι, -ες
έχεις βάψει
έχεις βαμμένο
έχετε βάψει
έχετε βαμμένο
έχεις βαφτεί
έχεις βαφεί
είσαι βαμμένος, -η
έχετε βαφτεί
έχετε βαφεί
είστε βαμμένοι, -ες
έχει βάψει
έχει βαμμένο
έχουν βάψει
έχουν βαμμένο
έχει βαφτεί
έχει βαφεί
είναι βαμμένος, -η, -ο
έχουν βαφτεί
έχουν βαφεί
είναι βαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάψει
είχα βαμμένο
είχαμε βάψει
είχαμε βαμμένο
είχα βαφτεί
είχα βαφεί
ήμουν βαμμένος, -η
είχαμε βαφτεί
είχαμε βαφεί
ήμαστε βαμμένοι, -ες
είχες βάψει
είχες βαμμένο
είχατε βάψει
είχατε βαμμένο
είχες βαφτεί
είχες βαφεί
ήσουν βαμμένος, -η
είχατε βαφτεί
είχατε βαφεί
ήσαστε βαμμένοι, -ες
είχε βάψει
είχε βαμμένο
είχαν βάψει
είχαν βαμμένο
είχε βαφτεί
είχε βαφεί
ήταν βαμμένος, -η, -ο
είχαν βαφτεί
είχαν βαφεί
ήταν βαμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάφωθα βάφουμε, θα βάφομεθα βάφομαιθα βαφόμαστε
θα βάφειςθα βάφετεθα βάφεσαιθα βάφεστε, θα βαφόσαστε
θα βάφειθα βάφουν(ε)θα βάφεταιθα βάφονται
Fut
ur
θα βάψωθα βάψουμε, θα βάψομεθα βαφτώ, θα βαφώθα βαφτούμε, θα βαφούμε
θα βάψειςθα βάψετεθα βαφτείς, θα βαφείςθα βαφτείτε, θα βαφείτε
θα βάψειθα βάψουν(ε)θα βαφτεί, θα βαφείθα βαφτούν(ε), θα βαφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάψει
θα έχω βαμμένο
θα έχουμε βάψει
θα έχουμε βαμμένο
θα έχω βαφτεί
θα έχω βαφεί
θα είμαι βαμμένος, -η
θα έχουμε βαφτεί
θα έχουμε βαφεί
θα είμαστε βαμμένοι, -ες
θα έχεις βάψει
θα έχεις βαμμένο
θα έχετε βάψει
θα έχετε βαμμένο
θα έχεις βαφτεί
θα έχεις βαφεί
θα είσαι βαμμένος, -η
θα έχετε βαφτεί
θα έχετε βαφεί
θα είστε βαμμένοι, -ες
θα έχει βάψει
θα έχει βαμμένο
θα έχουν βάψει
θα έχουν βαμμένο
θα έχει βαφτεί
θα έχει βαφεί
θα είναι βαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτεί
θα έχουν βαφεί
θα είναι βαμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάφωνα βάφουμε, να βάφομενα βάφομαινα βαφόμαστε
να βάφειςνα βάφετενα βάφεσαινα βάφεστε, να βαφόσαστε
να βάφεινα βάφουν(ε)να βάφεταινα βάφονται
Aoristνα βάψωνα βάψουμε, να βάψομενα βαφτώ, να βαφώνα βαφτούμε, να βαφούμε
να βάψειςνα βάψετενα βαφτείς, να βαφείςνα βαφτείτε, να βαφείτε
να βάψεινα βάψουν(ε)να βαφτεί, να βαφείνα βαφτούν(ε), να βαφούν(ε)
Perfνα έχω βάψει
να έχω βαμμένο
να έχουμε βάψει
να έχουμε βαμμένο
να έχω βαφτεί
να έχω βαφεί
να είμαι βαμμένος, -η
να έχουμε βαφτεί
να έχουμε βαφεί
να είμαστε βαμμένοι, -ες
να έχεις βάψει
να έχεις βαμμένο
να έχετε βάψει
να έχετε βαμμένο
να έχεις βαφτεί
να έχεις βαφεί
να είσαι βαμμένος, -η
να έχετε βαφτεί
να έχετε βαφεί
να είστε βαμμένοι, -ες
να έχει βάψει
να έχει βαμμένο
να έχουν βάψει
να έχουν βαμμένο
να έχει βαφτεί
να έχει βαφεί
να είναι βαμμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτεί
να έχουν βαφεί
να είναι βαμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάφεβάφετεβάφεστε
Aoristβάψεβάψτε, βάφτεβάψουβαψτείτε, βαφείτε
Part
izip
Presβάφονταςβαφόμενος
Perfέχοντας βάψει, έχοντας βαμμένοβαμμένος, -η, -οβαμμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάψειβαφτεί, βαφεί





















Griechische Definition zu βάφω

βάφω [váfo] -ομαι : I1. χρωματίζω κτ. είτε βυθίζοντάς το σε χρωστικό διάλυμα είτε καλύπτοντας την επιφάνειά του με χρωστικές ύλες: βάφω πανιά / ρούχα / νήματα / υφάσματα. Tα αυγά ήταν βαμμένα κόκκινα. βάφω το δωμάτιο / το σπίτι / την πόρτα / το τραπέζι. Ο τοίχος είναι βαμμένος μπλε. βάφω τα μαλλιά / τα γένια, τους αλλάζω χρώμα. Bάφει τα φρύδια / τα μάγουλα / τα χείλη / τα νύχια της. || (παθ. ιδ. για γυναίκα) χρωματίζω για καλλωπισμό σημεία του προσώπου· μακιγιάρομαι: Kυκλοφορεί βαμμένη έντονα. Aντιπαθώ τις γυναίκες που βάφονται υπερβολικά. ΦΡ τα βάφω μαύρα: α. στενοχωριέμαι πολύ, θλίβομαι, απογοητεύομαι: Έχασε η ομάδα του και τα ΄βαψε μαύρα. Mη νομίζεις πως θα τα βάψω μαύρα, αν αποτύχω. β. (ειρ.) αδιαφορώ: Mη μου το λες, γιατί θα τα βάψω μαύρα! ΦΡ (λαϊκ.) την έβαψα / την έχω βάψει / την έχω βαμμένη, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση λόγω ατυχίας, αποτυχίας ή υπαιτιότητας δικιάς μου ή τρίτων: Aν δεν πετύχω κι αυτή τη φορά στις εξετάσεις, την έβαψα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback