färben
 Verb

βάφω Verb
(3)
χρωματίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Einfach Eier färben und meinen Mund halten. ( LEPIS EN EI SA-ANC-TUM *).Να βάφω αυγά και να το βουλώνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Soll ich die Haare nicht färben?Να κρύβομαι στην Νορμανδία, να σταματήσω να βάφω τα μαλλιά μου; Αυτό θες;

Übersetzung nicht bestätigt

Keith zwang mich dazu, mir die Haare blond zu färben.Ο Κιθ με έβαζε να βάφω τα μαλλιά μου ξανθά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάφωβάφουμε, βάφομεβάφομαιβαφόμαστε
βάφειςβάφετεβάφεσαιβάφεστε, βαφόσαστε
βάφειβάφουν(ε)βάφεταιβάφονται
Imper
fekt
έβαφαβάφαμεβαφόμουν(α)βαφόμαστε, βαφόμασταν
έβαφεςβάφατεβαφόσουν(α)βαφόσαστε, βαφόσασταν
έβαφεέβαφαν, βάφαν(ε)βαφόταν(ε)βάφονταν, βαφόντανε, βαφόντουσαν
Aoristέβαψαβάψαμεβάφτηκα, βάφηκαβαφτήκαμε, βαφήκαμε
έβαψεςβάψατεβάφτηκες, βάφηκεςβαφτήκατε, βαφήκατε
έβαψεέβαψαν, βάψαν(ε)βάφτηκε, βάφηκεβάφτηκαν, βαφτήκαν(ε), βάφηκαν, βαφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάψει
έχω βαμμένο
έχουμε βάψει
έχουμε βαμμένο
έχω βαφτεί
έχω βαφεί
είμαι βαμμένος, -η
έχουμε βαφτεί
έχουμε βαφεί
είμαστε βαμμένοι, -ες
έχεις βάψει
έχεις βαμμένο
έχετε βάψει
έχετε βαμμένο
έχεις βαφτεί
έχεις βαφεί
είσαι βαμμένος, -η
έχετε βαφτεί
έχετε βαφεί
είστε βαμμένοι, -ες
έχει βάψει
έχει βαμμένο
έχουν βάψει
έχουν βαμμένο
έχει βαφτεί
έχει βαφεί
είναι βαμμένος, -η, -ο
έχουν βαφτεί
έχουν βαφεί
είναι βαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάψει
είχα βαμμένο
είχαμε βάψει
είχαμε βαμμένο
είχα βαφτεί
είχα βαφεί
ήμουν βαμμένος, -η
είχαμε βαφτεί
είχαμε βαφεί
ήμαστε βαμμένοι, -ες
είχες βάψει
είχες βαμμένο
είχατε βάψει
είχατε βαμμένο
είχες βαφτεί
είχες βαφεί
ήσουν βαμμένος, -η
είχατε βαφτεί
είχατε βαφεί
ήσαστε βαμμένοι, -ες
είχε βάψει
είχε βαμμένο
είχαν βάψει
είχαν βαμμένο
είχε βαφτεί
είχε βαφεί
ήταν βαμμένος, -η, -ο
είχαν βαφτεί
είχαν βαφεί
ήταν βαμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάφωθα βάφουμε, θα βάφομεθα βάφομαιθα βαφόμαστε
θα βάφειςθα βάφετεθα βάφεσαιθα βάφεστε, θα βαφόσαστε
θα βάφειθα βάφουν(ε)θα βάφεταιθα βάφονται
Fut
ur
θα βάψωθα βάψουμε, θα βάψομεθα βαφτώ, θα βαφώθα βαφτούμε, θα βαφούμε
θα βάψειςθα βάψετεθα βαφτείς, θα βαφείςθα βαφτείτε, θα βαφείτε
θα βάψειθα βάψουν(ε)θα βαφτεί, θα βαφείθα βαφτούν(ε), θα βαφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάψει
θα έχω βαμμένο
θα έχουμε βάψει
θα έχουμε βαμμένο
θα έχω βαφτεί
θα έχω βαφεί
θα είμαι βαμμένος, -η
θα έχουμε βαφτεί
θα έχουμε βαφεί
θα είμαστε βαμμένοι, -ες
θα έχεις βάψει
θα έχεις βαμμένο
θα έχετε βάψει
θα έχετε βαμμένο
θα έχεις βαφτεί
θα έχεις βαφεί
θα είσαι βαμμένος, -η
θα έχετε βαφτεί
θα έχετε βαφεί
θα είστε βαμμένοι, -ες
θα έχει βάψει
θα έχει βαμμένο
θα έχουν βάψει
θα έχουν βαμμένο
θα έχει βαφτεί
θα έχει βαφεί
θα είναι βαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτεί
θα έχουν βαφεί
θα είναι βαμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάφωνα βάφουμε, να βάφομενα βάφομαινα βαφόμαστε
να βάφειςνα βάφετενα βάφεσαινα βάφεστε, να βαφόσαστε
να βάφεινα βάφουν(ε)να βάφεταινα βάφονται
Aoristνα βάψωνα βάψουμε, να βάψομενα βαφτώ, να βαφώνα βαφτούμε, να βαφούμε
να βάψειςνα βάψετενα βαφτείς, να βαφείςνα βαφτείτε, να βαφείτε
να βάψεινα βάψουν(ε)να βαφτεί, να βαφείνα βαφτούν(ε), να βαφούν(ε)
Perfνα έχω βάψει
να έχω βαμμένο
να έχουμε βάψει
να έχουμε βαμμένο
να έχω βαφτεί
να έχω βαφεί
να είμαι βαμμένος, -η
να έχουμε βαφτεί
να έχουμε βαφεί
να είμαστε βαμμένοι, -ες
να έχεις βάψει
να έχεις βαμμένο
να έχετε βάψει
να έχετε βαμμένο
να έχεις βαφτεί
να έχεις βαφεί
να είσαι βαμμένος, -η
να έχετε βαφτεί
να έχετε βαφεί
να είστε βαμμένοι, -ες
να έχει βάψει
να έχει βαμμένο
να έχουν βάψει
να έχουν βαμμένο
να έχει βαφτεί
να έχει βαφεί
να είναι βαμμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτεί
να έχουν βαφεί
να είναι βαμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάφεβάφετεβάφεστε
Aoristβάψεβάψτε, βάφτεβάψουβαψτείτε, βαφείτε
Part
izip
Presβάφονταςβαφόμενος
Perfέχοντας βάψει, έχοντας βαμμένοβαμμένος, -η, -οβαμμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάψειβαφτεί, βαφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback