tönen
 Verb

βάφω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Du brauchst nicht so herablassend tönen.Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο προστατευτική.

Übersetzung nicht bestätigt

Darinnen hörst du Glöckchen tönen.Αυτά τα μικρά κουδούνια που χτυπάνε γλυκά

Übersetzung nicht bestätigt

Lasst nun Trompeten tönen als Signal, dass es zum Angriff geht! Denn unser stürmisches Vorgehen soll so sehr den Feind verschrecken, dass England lässt vor Furcht die Waffen strecken! Stellt euch zur Schlacht auf!Οι σάλπιγγες επίθεση ας σημάνουν... κι η επέλασή μας τέτοια να ναι... που οι Αγγ λοι να λυγίσουν από φόβο και να γονατίσουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Mein Teufel tanzt mit seinem Demon und die Fiedler tönen weit von oben herab.Ο διάβολός μου χόρεψε με το δαίμονά του και η μελωδία του βιολιστή αργεί να τελειώσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ehrlich gesagt, versuche ich meine Eigentumswohnung zu verkaufen, und ich brauche Leute, die bei der Besichtigung tönen, wie toll sie ist.Ειλικρινα, προσπαθω να πουλησω το διαμερισμα μου, και χρειαζομαι ανθρωπους να ερθουν εκει και να μιλανε για το ποσο ωραιο ειναι.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
tönen
klingen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάφωβάφουμε, βάφομεβάφομαιβαφόμαστε
βάφειςβάφετεβάφεσαιβάφεστε, βαφόσαστε
βάφειβάφουν(ε)βάφεταιβάφονται
Imper
fekt
έβαφαβάφαμεβαφόμουν(α)βαφόμαστε, βαφόμασταν
έβαφεςβάφατεβαφόσουν(α)βαφόσαστε, βαφόσασταν
έβαφεέβαφαν, βάφαν(ε)βαφόταν(ε)βάφονταν, βαφόντανε, βαφόντουσαν
Aoristέβαψαβάψαμεβάφτηκα, βάφηκαβαφτήκαμε, βαφήκαμε
έβαψεςβάψατεβάφτηκες, βάφηκεςβαφτήκατε, βαφήκατε
έβαψεέβαψαν, βάψαν(ε)βάφτηκε, βάφηκεβάφτηκαν, βαφτήκαν(ε), βάφηκαν, βαφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάψει
έχω βαμμένο
έχουμε βάψει
έχουμε βαμμένο
έχω βαφτεί
έχω βαφεί
είμαι βαμμένος, -η
έχουμε βαφτεί
έχουμε βαφεί
είμαστε βαμμένοι, -ες
έχεις βάψει
έχεις βαμμένο
έχετε βάψει
έχετε βαμμένο
έχεις βαφτεί
έχεις βαφεί
είσαι βαμμένος, -η
έχετε βαφτεί
έχετε βαφεί
είστε βαμμένοι, -ες
έχει βάψει
έχει βαμμένο
έχουν βάψει
έχουν βαμμένο
έχει βαφτεί
έχει βαφεί
είναι βαμμένος, -η, -ο
έχουν βαφτεί
έχουν βαφεί
είναι βαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάψει
είχα βαμμένο
είχαμε βάψει
είχαμε βαμμένο
είχα βαφτεί
είχα βαφεί
ήμουν βαμμένος, -η
είχαμε βαφτεί
είχαμε βαφεί
ήμαστε βαμμένοι, -ες
είχες βάψει
είχες βαμμένο
είχατε βάψει
είχατε βαμμένο
είχες βαφτεί
είχες βαφεί
ήσουν βαμμένος, -η
είχατε βαφτεί
είχατε βαφεί
ήσαστε βαμμένοι, -ες
είχε βάψει
είχε βαμμένο
είχαν βάψει
είχαν βαμμένο
είχε βαφτεί
είχε βαφεί
ήταν βαμμένος, -η, -ο
είχαν βαφτεί
είχαν βαφεί
ήταν βαμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάφωθα βάφουμε, θα βάφομεθα βάφομαιθα βαφόμαστε
θα βάφειςθα βάφετεθα βάφεσαιθα βάφεστε, θα βαφόσαστε
θα βάφειθα βάφουν(ε)θα βάφεταιθα βάφονται
Fut
ur
θα βάψωθα βάψουμε, θα βάψομεθα βαφτώ, θα βαφώθα βαφτούμε, θα βαφούμε
θα βάψειςθα βάψετεθα βαφτείς, θα βαφείςθα βαφτείτε, θα βαφείτε
θα βάψειθα βάψουν(ε)θα βαφτεί, θα βαφείθα βαφτούν(ε), θα βαφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάψει
θα έχω βαμμένο
θα έχουμε βάψει
θα έχουμε βαμμένο
θα έχω βαφτεί
θα έχω βαφεί
θα είμαι βαμμένος, -η
θα έχουμε βαφτεί
θα έχουμε βαφεί
θα είμαστε βαμμένοι, -ες
θα έχεις βάψει
θα έχεις βαμμένο
θα έχετε βάψει
θα έχετε βαμμένο
θα έχεις βαφτεί
θα έχεις βαφεί
θα είσαι βαμμένος, -η
θα έχετε βαφτεί
θα έχετε βαφεί
θα είστε βαμμένοι, -ες
θα έχει βάψει
θα έχει βαμμένο
θα έχουν βάψει
θα έχουν βαμμένο
θα έχει βαφτεί
θα έχει βαφεί
θα είναι βαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτεί
θα έχουν βαφεί
θα είναι βαμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάφωνα βάφουμε, να βάφομενα βάφομαινα βαφόμαστε
να βάφειςνα βάφετενα βάφεσαινα βάφεστε, να βαφόσαστε
να βάφεινα βάφουν(ε)να βάφεταινα βάφονται
Aoristνα βάψωνα βάψουμε, να βάψομενα βαφτώ, να βαφώνα βαφτούμε, να βαφούμε
να βάψειςνα βάψετενα βαφτείς, να βαφείςνα βαφτείτε, να βαφείτε
να βάψεινα βάψουν(ε)να βαφτεί, να βαφείνα βαφτούν(ε), να βαφούν(ε)
Perfνα έχω βάψει
να έχω βαμμένο
να έχουμε βάψει
να έχουμε βαμμένο
να έχω βαφτεί
να έχω βαφεί
να είμαι βαμμένος, -η
να έχουμε βαφτεί
να έχουμε βαφεί
να είμαστε βαμμένοι, -ες
να έχεις βάψει
να έχεις βαμμένο
να έχετε βάψει
να έχετε βαμμένο
να έχεις βαφτεί
να έχεις βαφεί
να είσαι βαμμένος, -η
να έχετε βαφτεί
να έχετε βαφεί
να είστε βαμμένοι, -ες
να έχει βάψει
να έχει βαμμένο
να έχουν βάψει
να έχουν βαμμένο
να έχει βαφτεί
να έχει βαφεί
να είναι βαμμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτεί
να έχουν βαφεί
να είναι βαμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάφεβάφετεβάφεστε
Aoristβάψεβάψτε, βάφτεβάψουβαψτείτε, βαφείτε
Part
izip
Presβάφονταςβαφόμενος
Perfέχοντας βάψει, έχοντας βαμμένοβαμμένος, -η, -οβαμμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάψειβαφτεί, βαφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback