anmalen
 Verb

χρωματίζω Verb
(0)
βάφω Verb
(0)
ζωγραφίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Haltet ihn! Er wollte mich anmalen.Ήθελε να με βάψει.

Übersetzung nicht bestätigt

Sperren Sie ihn lieber daheim ein, denn er wollte mich anmalen.Καλύτερα να τον κλειδώνεις σπίτι, γιατί ήθελε να με βάψει.

Übersetzung nicht bestätigt

Jetzt sollen wir ihn anmalen?Τωρα θελουν να βαψουμε το τραινο;

Übersetzung nicht bestätigt

Willst du Ihnen sagen, dass du den Zug anmalen willst, damit er fein aussieht, wenn er nach Deutschland kommt?Τι θες να κανεις; Θα πεις στους Γερμανους οτι θελεις να το βαψουν... Για να φαινεται ωραιο οταν φθασει στη Γερμανια;

Übersetzung nicht bestätigt

Nein, lass mich ihren Arsch anmalen.Ας παίξουμε. Όχι. 'σε με να της βάψω τον κώλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάφωβάφουμε, βάφομεβάφομαιβαφόμαστε
βάφειςβάφετεβάφεσαιβάφεστε, βαφόσαστε
βάφειβάφουν(ε)βάφεταιβάφονται
Imper
fekt
έβαφαβάφαμεβαφόμουν(α)βαφόμαστε, βαφόμασταν
έβαφεςβάφατεβαφόσουν(α)βαφόσαστε, βαφόσασταν
έβαφεέβαφαν, βάφαν(ε)βαφόταν(ε)βάφονταν, βαφόντανε, βαφόντουσαν
Aoristέβαψαβάψαμεβάφτηκα, βάφηκαβαφτήκαμε, βαφήκαμε
έβαψεςβάψατεβάφτηκες, βάφηκεςβαφτήκατε, βαφήκατε
έβαψεέβαψαν, βάψαν(ε)βάφτηκε, βάφηκεβάφτηκαν, βαφτήκαν(ε), βάφηκαν, βαφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάψει
έχω βαμμένο
έχουμε βάψει
έχουμε βαμμένο
έχω βαφτεί
έχω βαφεί
είμαι βαμμένος, -η
έχουμε βαφτεί
έχουμε βαφεί
είμαστε βαμμένοι, -ες
έχεις βάψει
έχεις βαμμένο
έχετε βάψει
έχετε βαμμένο
έχεις βαφτεί
έχεις βαφεί
είσαι βαμμένος, -η
έχετε βαφτεί
έχετε βαφεί
είστε βαμμένοι, -ες
έχει βάψει
έχει βαμμένο
έχουν βάψει
έχουν βαμμένο
έχει βαφτεί
έχει βαφεί
είναι βαμμένος, -η, -ο
έχουν βαφτεί
έχουν βαφεί
είναι βαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάψει
είχα βαμμένο
είχαμε βάψει
είχαμε βαμμένο
είχα βαφτεί
είχα βαφεί
ήμουν βαμμένος, -η
είχαμε βαφτεί
είχαμε βαφεί
ήμαστε βαμμένοι, -ες
είχες βάψει
είχες βαμμένο
είχατε βάψει
είχατε βαμμένο
είχες βαφτεί
είχες βαφεί
ήσουν βαμμένος, -η
είχατε βαφτεί
είχατε βαφεί
ήσαστε βαμμένοι, -ες
είχε βάψει
είχε βαμμένο
είχαν βάψει
είχαν βαμμένο
είχε βαφτεί
είχε βαφεί
ήταν βαμμένος, -η, -ο
είχαν βαφτεί
είχαν βαφεί
ήταν βαμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάφωθα βάφουμε, θα βάφομεθα βάφομαιθα βαφόμαστε
θα βάφειςθα βάφετεθα βάφεσαιθα βάφεστε, θα βαφόσαστε
θα βάφειθα βάφουν(ε)θα βάφεταιθα βάφονται
Fut
ur
θα βάψωθα βάψουμε, θα βάψομεθα βαφτώ, θα βαφώθα βαφτούμε, θα βαφούμε
θα βάψειςθα βάψετεθα βαφτείς, θα βαφείςθα βαφτείτε, θα βαφείτε
θα βάψειθα βάψουν(ε)θα βαφτεί, θα βαφείθα βαφτούν(ε), θα βαφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάψει
θα έχω βαμμένο
θα έχουμε βάψει
θα έχουμε βαμμένο
θα έχω βαφτεί
θα έχω βαφεί
θα είμαι βαμμένος, -η
θα έχουμε βαφτεί
θα έχουμε βαφεί
θα είμαστε βαμμένοι, -ες
θα έχεις βάψει
θα έχεις βαμμένο
θα έχετε βάψει
θα έχετε βαμμένο
θα έχεις βαφτεί
θα έχεις βαφεί
θα είσαι βαμμένος, -η
θα έχετε βαφτεί
θα έχετε βαφεί
θα είστε βαμμένοι, -ες
θα έχει βάψει
θα έχει βαμμένο
θα έχουν βάψει
θα έχουν βαμμένο
θα έχει βαφτεί
θα έχει βαφεί
θα είναι βαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτεί
θα έχουν βαφεί
θα είναι βαμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάφωνα βάφουμε, να βάφομενα βάφομαινα βαφόμαστε
να βάφειςνα βάφετενα βάφεσαινα βάφεστε, να βαφόσαστε
να βάφεινα βάφουν(ε)να βάφεταινα βάφονται
Aoristνα βάψωνα βάψουμε, να βάψομενα βαφτώ, να βαφώνα βαφτούμε, να βαφούμε
να βάψειςνα βάψετενα βαφτείς, να βαφείςνα βαφτείτε, να βαφείτε
να βάψεινα βάψουν(ε)να βαφτεί, να βαφείνα βαφτούν(ε), να βαφούν(ε)
Perfνα έχω βάψει
να έχω βαμμένο
να έχουμε βάψει
να έχουμε βαμμένο
να έχω βαφτεί
να έχω βαφεί
να είμαι βαμμένος, -η
να έχουμε βαφτεί
να έχουμε βαφεί
να είμαστε βαμμένοι, -ες
να έχεις βάψει
να έχεις βαμμένο
να έχετε βάψει
να έχετε βαμμένο
να έχεις βαφτεί
να έχεις βαφεί
να είσαι βαμμένος, -η
να έχετε βαφτεί
να έχετε βαφεί
να είστε βαμμένοι, -ες
να έχει βάψει
να έχει βαμμένο
να έχουν βάψει
να έχουν βαμμένο
να έχει βαφτεί
να έχει βαφεί
να είναι βαμμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτεί
να έχουν βαφεί
να είναι βαμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάφεβάφετεβάφεστε
Aoristβάψεβάψτε, βάφτεβάψουβαψτείτε, βαφείτε
Part
izip
Presβάφονταςβαφόμενος
Perfέχοντας βάψει, έχοντας βαμμένοβαμμένος, -η, -οβαμμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάψειβαφτεί, βαφεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζωγραφίζωζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομεζωγραφίζομαιζωγραφιζόμαστε
ζωγραφίζειςζωγραφίζετεζωγραφίζεσαιζωγραφίζεστε, ζωγραφιζόσαστε
ζωγραφίζειζωγραφίζουν(ε)ζωγραφίζεταιζωγραφίζονται
Imper
fekt
ζωγράφιζαζωγραφίζαμεζωγραφιζόμουν(α)ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόμασταν
ζωγράφιζεςζωγραφίζατεζωγραφιζόσουν(α)ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφιζόσασταν
ζωγράφιζεζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν(ε)ζωγραφιζόταν(ε)ζωγραφίζονταν, ζωγραφιζόντανε, ζωγραφιζόντουσαν
Aoristζωγράφισαζωγραφίσαμεζωγραφίστηκαζωγραφιστήκαμε
ζωγράφισεςζωγραφίσατεζωγραφίστηκεςζωγραφιστήκατε
ζωγράφισεζωγράφισαν, ζωγραφίσαν(ε)ζωγραφίστηκεζωγραφίστηκαν, ζωγραφιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζωγραφίσει
έχω ζωγραφισμένο
έχουμε ζωγραφίσει
έχουμε ζωγραφισμένο
έχω ζωγραφιστεί
είμαι ζωγραφισμένος, -η
έχουμε ζωγραφιστεί
είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχεις ζωγραφίσει
έχεις ζωγραφισμένο
έχετε ζωγραφίσει
έχετε ζωγραφισμένο
έχεις ζωγραφιστεί
είσαι ζωγραφισμένος, -η
έχετε ζωγραφιστεί
είστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχει ζωγραφίσει
έχει ζωγραφισμένο
έχουν ζωγραφίσει
έχουν ζωγραφισμένο
έχει ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
έχουν ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζωγραφίσει
είχα ζωγραφισμένο
είχαμε ζωγραφίσει
είχαμε ζωγραφισμένο
είχα ζωγραφιστεί
ήμουν ζωγραφισμένος, -η
είχαμε ζωγραφιστεί
ήμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχες ζωγραφίσει
είχες ζωγραφισμένο
είχατε ζωγραφίσει
είχατε ζωγραφισμένο
είχες ζωγραφιστεί
ήσουν ζωγραφισμένος, -η
είχατε ζωγραφιστεί
ήσαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχε ζωγραφίσει
είχε ζωγραφισμένο
είχαν ζωγραφίσει
είχαν ζωγραφισμένο
είχε ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένος, -η, -ο
είχαν ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζωγραφίζωθα ζωγραφίζουμε, θα ζωγραφίζομεθα ζωγραφίζομαιθα ζωγραφιζόμαστε
θα ζωγραφίζειςθα ζωγραφίζετεθα ζωγραφίζεσαιθα ζωγραφίζεστε, θα ζωγραφιζόσαστε
θα ζωγραφίζειθα ζωγραφίζουν(ε)θα ζωγραφίζεταιθα ζωγραφίζονται
Fut
ur
θα ζωγραφίσωθα ζωγραφίσουμε, θα ζωγραφίζομεθα ζωγραφιστώθα ζωγραφιστούμε
θα ζωγραφίσειςθα ζωγραφίσετεθα ζωγραφιστείςθα ζωγραφιστείτε
θα ζωγραφίσειθα ζωγραφίσουν(ε)θα ζωγραφιστείθα ζωγραφιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζωγραφίσει
θα έχω ζωγραφισμένο
θα έχουμε ζωγραφίσει
θα έχουμε ζωγραφισμένο
θα έχω ζωγραφιστεί
θα είμαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχουμε ζωγραφιστεί
θα είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχεις ζωγραφίσει
θα έχεις ζωγραφισμένο
θα έχετε ζωγραφίσει
θα έχετε ζωγραφισμένο
θα έχεις ζωγραφιστεί
θα είσαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχετε ζωγραφιστεί
θα είστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχει ζωγραφίσει
θα έχει ζωγραφισμένο
θα έχουν ζωγραφίσει
θα έχουν ζωγραφισμένο
θα έχει ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
θα έχουν ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζωγραφίζωνα ζωγραφίζουμε, να ζωγραφίζομενα ζωγραφίζομαινα ζωγραφιζόμαστε
να ζωγραφίζειςνα ζωγραφίζετενα ζωγραφίζεσαινα ζωγραφίζεστε, να ζωγραφιζόσαστε
να ζωγραφίζεινα ζωγραφίζουν(ε)να ζωγραφίζεταινα ζωγραφίζονται
Aoristνα ζωγραφίσωνα ζωγραφίσουμε, να ζωγραφίσομενα ζωγραφιστώνα ζωγραφιστούμε
να ζωγραφίσειςνα ζωγραφίσετενα ζωγραφιστείςνα ζωγραφιστείτε
να ζωγραφίσεινα ζωγραφίσουν(ε)να ζωγραφιστείνα ζωγραφιστούν(ε)
Perfνα έχω ζωγραφίσει
να έχω ζωγραφισμένο
να έχουμε ζωγραφίσει
να έχουμε ζωγραφισμένο
να έχω ζωγραφιστεί
να είμαι ζωγραφισμένος, -η
να έχουμε ζωγραφιστεί
να είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχεις ζωγραφίσει
να έχεις ζωγραφισμένο
να έχετε ζωγραφίσει
να έχετε ζωγραφισμένο
να έχεις ζωγραφιστεί
να είσαι ζωγραφισμένος, -η
να έχετε ζωγραφιστεί
να είστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχει ζωγραφίσει
να έχει ζωγραφισμένο
να έχουν ζωγραφίσει
να έχουν ζωγραφισμένο
να έχει ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
να έχουν ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζωγράφιζεζωγραφίζετεζωγραφίζεστε
Aoristζωγράφισεζωγραφίστεζωγραφίσουζωγραφιστείτε
Part
izip
Presζωγραφίζονταςζωγραφιζόμενος
Perfέχοντας ζωγραφίσει, έχοντας ζωγραφισμένοζωγραφισμένος, -η, -οζωγραφισμένοι, -ες, -α
InfinAoristζωγραφίσειζωγραφιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback