παρατηρώ Verb (7) |
σημειώνω Verb (2) |
αντιλαμβάνομαι Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, auch ich möchte den Berichterstattern danken und auf Grund des Tenors unserer jetzigen Debatte bemerken, dass es uns gelungen ist, den Standpunkt des Europäischen Parlaments zur Frage der Mittelmeerpolitik weiterzuentwickeln, was auch deshalb sehr wichtig ist, weil ungeachtet der zwischen den Fraktionen bestehenden Differenzen in dieser Frage ein Einvernehmen festzustellen ist, das uns selbst und die europäischen Institutionen stärkt. | Κύριε Πρόεδρε, θέλω και εγώ να ευχαριστήσω τους εισηγητές και να παρατηρήσω ότι, από το περιεχόμενο της συζήτησης που εξελίσσεται, καταφέραμε να έχουμε μια εξέλιξη της θέσης του Κοινοβουλίου σχετικά με το ζήτημα της μεσογειακής πολιτικής, μια εξέλιξη που είναι πολύ σημαντική, μεταξύ άλλων επειδή, πέρα από τις διαφορές μεταξύ των πολιτικών ομάδων, παρατηρώ επ' αυτού του θέματος μια συμφωνία που μας καθιστά πιο ισχυρούς και καθιστά πιο ισχυρά τα ευρωπαϊκά όργανα. Übersetzung bestätigt |
Die erste Sache, die ich zu bemerken begann: Wieviele große Konzepte hervorgingen -von der Weisheit der Vielen bis hin zu Smart Mobs -über wie lächerlich einfach es ist, Gruppen für einen Zweck zu formen. | Το πρώτο πράγμα που άρχισα να παρατηρώ: πόσες μεγάλες ιδέες αναδύονταν από τη σοφία του πλήθους ως τους έξυπνους όχλους γύρω από το πόσο γελοία εύκολο είναι να σχηματιστούν ομάδες για ένα σκοπό. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
beachten |
merken |
anmerken (gegenüber) |
bemerken |
Ähnliche Wörter |
---|
bemerkenswert |
bemerkenswerte |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bemerke | ||
du | bemerkst | |||
er, sie, es | bemerkt | |||
Präteritum | ich | bemerkte | ||
Konjunktiv II | ich | bemerkte | ||
Imperativ | Singular | bemerke! bemerk! | ||
Plural | bemerkt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bemerkt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bemerken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | παρατηρώ | παρατηρούμε | παρατηρούμαι | παρατηρούμαστε |
παρατηρείς | παρατηρείτε | παρατηρείσαι | παρατηρείστε | ||
παρατηρεί | παρατηρούν(ε) | παρατηρείται | παρατηρούνται | ||
Imper fekt | παρατηρούσα | παρατηρούσαμε | παρατηρούμουν | παρατηρούμαστε | |
παρατηρούσες | παρατηρούσατε | ||||
παρατηρούσε | παρατηρούσαν(ε) | παρατηρούνταν, παρατηρείτο | παρατηρούνταν, παρατηρούντο | ||
Aorist | παρατήρησα | παρατηρήσαμε | παρατηρήθηκα | παρατηρηθήκαμε | |
παρατήρησες | παρατηρήσατε | παρατηρήθηκες | παρατηρηθήκατε | ||
παρατήρησε | παρατήρησαν, παρατηρήσαν(ε) | παρατηρήθηκε | παρατηρήθηκαν, παρατηρηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα παρατηρώ | θα παρατηρούμε | θα παρατηρούμαι | θα παρατηρούμαστε | |
θα παρατηρείς | θα παρατηρείτε | θα παρατηρείσαι | θα παρατηρείστε | ||
θα παρατηρεί | θα παρατηρούν(ε) | θα παρατηρείται | θα παρατηρούνται | ||
Fut ur | θα παρατηρήσω | θα παρατηρήσουμε | θα παρατηρηθώ | θα παρατηρηθούμε | |
θα παρατηρήσεις | θα παρατηρήσετε | θα παρατηρηθείς | θα παρατηρηθείτε | ||
θα παρατηρήσει | θα παρατηρήσουν(ε) | θα παρατηρηθεί | θα παρατηρηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παρατηρώ | να παρατηρούμε | να παρατηρούμαι | να παρατηρούμαστε |
να παρατηρείς | να παρατηρείτε | να παρατηρείσαι | να παρατηρείστε | ||
να παρατηρεί | να παρατηρούν(ε) | να παρατηρείται | να παρατηρούνται | ||
Aorist | να παρατηρήσω | να παρατηρηθώ | να παρατηρηθούμε | ||
να παρατηρήσεις | να παρατηρήσετε | να παρατηρηθείς | να παρατηρηθείτε | ||
να παρατηρήσει | να παρατηρήσουν(ε) | να παρατηρηθεί | να παρατηρηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | παρατηρείτε | παρατηρείστε | ||
Aorist | παρατήρησε | παρατηρήστε, παρατηρήσετε | παρατηρήσου | παρατηρηθείτε | |
Part izip | Pres | παρατηρώντας | |||
Perf | έχοντας παρατηρήσει, | παρατηρημένος, -η, -ο | παρατηρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | παρατηρήσει | παρατηρηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | σημειώνω | σημειώνουμε, σημειώνομε | σημειώνομαι | σημειωνόμαστε |
σημειώνεις | σημειώνετε | σημειώνεσαι | σημειώνεστε, σημειωνόσαστε | ||
σημειώνει | σημειώνουν(ε) | σημειώνεται | σημειώνονται | ||
Imper fekt | σημείωνα | σημειώναμε | σημειωνόμουν(α) | σημειωνόμαστε, σημειωνόμασταν | |
σημείωνες | σημειώνατε | σημειωνόσουν(α) | σημειωνόσαστε, σημειωνόσασταν | ||
σημείωνε | σημείωναν, σημειώναν(ε) | σημειωνόταν(ε) | σημειώνονταν, σημειωνόντανε, σημειωνόντουσαν | ||
Aorist | σημείωσα | σημειώσαμε | σημειώθηκα | σημειωθήκαμε | |
σημείωσες | σημειώσατε | σημειώθηκες | σημειωθήκατε | ||
σημείωσε | σημείωσαν, σημειώσαν(ε) | σημειώθηκε | σημειώθηκαν, σημειωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα σημειώνω | θα σημειώνουμε, | θα σημειώνομαι | θα σημειωνόμαστε | |
θα σημειώνεις | θα σημειώνετε | θα σημειώνεσαι | θα σημειώνεστε, | ||
θα σημειώνει | θα σημειώνουν(ε) | θα σημειώνεται | θα σημειώνονται | ||
Fut ur | θα σημειώσω | θα σημειώσουμε, | θα σημειωθώ | θα σημειωθούμε | |
θα σημειώσεις | θα σημειώσετε | θα σημειωθείς | θα σημειωθείτε | ||
θα σημειώσει | θα σημειώσουν | θα σημειωθεί | θα σημειωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να σημειώνω | να σημειώνουμε, | να σημειώνομαι | να σημειωνόμαστε |
να σημειώνεις | να σημειώνετε | να σημειώνεσαι | να σημειώνεστε, | ||
να σημειώνει | να σημειώνουν(ε) | να σημειώνεται | να σημειώνονται | ||
Aorist | να σημειώσω | να σημειώσουμε, | να σημειωθώ | να σημειωθούμε | |
να σημειώσεις | να σημειώσετε | να σημειωθείς | να σημειωθείτε | ||
να σημειώσει | να σημειώσουν(ε) | να σημειωθεί | να σημειωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις σημειώσει να έχεις σημειωμένο | να έχετε σημειώσει να έχετε σημειωμένο | να έχεις σημειωθεί να είσαι σημειωμένος, -η | να έχετε σημειωθεί να είστε σημειωμένοι, -ες | ||
να έχει σημειώσει να έχει σημειωμένο | να έχουν σημειώσει να έχουν σημειωμένο | να έχει σημειωθεί | να έχουν σημειωθεί | ||
Imper ativ | Pres | σημείωνε | σημειώνετε | σημειώνεστε | |
Aorist | σημείωσε | σημειώστε, σημειώσετε | σημειώσου | σημειωθείτε | |
Part izip | Pres | σημειώνοντας | |||
Perf | έχοντας σημειώσει, | σημειωμένος, -η, -ο | σημειωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | σημειώσει | σημειωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.