einzahlen
 Verb

καταθέτω Verb
(0)
καταβάλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich könnte es bei deiner Bank einzahlen, Joe.Θα μπορούσα να τα βάλω στην τράπεζά σου, Τζο, μέχρι να δω τι θα τα κάνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Wollten Sie nicht einzahlen?Δεν θα κάνετε κατάθεση;

Übersetzung nicht bestätigt

Natürlich konnte Mr. Wendice das Geld nicht in seiner Bank einzahlen, darum hat er es ausgegeben.Δεν μπορούσε να τα ξοδέψει χωρίς να προκαλέσει ερωτήματα... Και ζούσε μ' αυτά.

Übersetzung nicht bestätigt

Er weiß, dass sie nur freitags an solche Gelder rankommt... wenn Geschäftskunden ihr Geld einzahlen.Ξέρει ότι η ταμίαs έχει πρόσβαση στα χρήματα μόνο τιs Παρασκευέs που οι έμποροι καταθέτουν μεγάλα ποσά στουs λογαριασμούs.

Übersetzung nicht bestätigt

Das hier kann ich nicht einzahlen. Es hat die falsche Farbe.Κοιτα Σορτι, δεν μπορω να το καταθεσω αυτο στην τραπεζα μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
einzahlen
einlösen (Scheck)
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταθέτωκαταθέτουμε, καταθέτομεκατατίθεμαικατατιθέμεθα
καταθέτειςκαταθέτετεκατατίθεσαικατατίθεσθε
καταθέτεικαταθέτουν(ε)κατατίθεταικατατίθενται
Imper
fekt
κατέθετακαταθέταμε
κατέθετεςκαταθέτατε
κατέθετεκατέθεταν, καταθέταν(ε)κατετίθετοκατετίθεντο
Aoristκατέθεσακαταθέσαμεκατατέθηκακατατεθήκαμε
κατέθεσεςκαταθέσατεκατατέθηκεςκατατεθήκατε
κατέθεσεκατέθεσαν, καταθέσαν(ε)κατατέθηκεκατατέθηκαν, κατατεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταθέσειέχουμε καταθέσειέχω κατατεθεί
είμαι κατατεθειμένος, -η
έχουμε κατατεθεί
είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
έχεις καταθέσειέχετε καταθέσειέχεις κατατεθεί
είσαι κατατεθειμένος, -η
έχετε κατατεθεί
είστε κατατεθειμένοι, -ες
έχει καταθέσειέχουν καταθέσειέχει κατατεθεί
είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
έχουν κατατεθεί
είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταθέσειείχαμε καταθέσειείχα κατατεθεί
ήμουν κατατεθειμένος, -η
είχαμε κατατεθεί
ήμαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχες καταθέσειείχατε καταθέσειείχες κατατεθεί
ήσουν κατατεθειμένος, -η
είχατε κατατεθεί
ήσαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχε καταθέσειείχαν καταθέσειείχε κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένος, -η, -ο
είχαν κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταθέτωθα καταθέτουμε, θα καταθέτομεθα κατατίθεμαιθα κατατιθέμεθα
θα καταθέτειςθα καταθέτετεθα κατατίθεσαιθα κατατίθεσθε
θα καταθέτειθα καταθέτουν(ε)θα κατατίθεταιθα κατατίθενται
Fut
ur
θα καταθέσωθα καταθέσουμε, θα καταθέσομεθα κατατεθώθα κατατεθούμε
θα καταθέσειςθα καταθέσετεθα κατατεθείςθα κατατεθείτε
θα καταθέσειθα καταθέσουν(ε)θα κατατεθείθα κατατεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταθέσειθα έχουμε καταθέσειθα έχω κατατεθεί
θα είμαι κατατεθειμένος, -η
θα έχουμε κατατεθεί
θα είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχεις καταθέσειθα έχετε καταθέσειθα έχεις κατατεθεί
θα είσαι κατατεθειμένος, -η
θα έχετε κατατεθεί
θα είστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχει καταθέσειθα έχουν καταθέσειθα έχει κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταθέτωνα καταθέτουμε, να καταθέτομενα κατατίθεμαινα κατατιθέμεθα
να καταθέτειςνα καταθέτετενα κατατίθεσαινα κατατίθεσθε
να καταθέτεινα καταθέτουν(ε)να κατατίθεταινα κατατίθενται
Aoristνα καταθέσωνα καταθέσουμε, να καταθέσομενα κατατεθώνα κατατεθούμε
να καταθέσειςνα καταθέσετενα κατατεθείςνα κατατεθείτε
να καταθέσεινα καταθέσουν(ε)να κατατεθείνα κατατεθούν(ε)
Perfνα έχω καταθέσεινα έχουμε καταθέσεινα έχω κατατεθεί
να είμαι κατατεθειμένος, -η
να έχουμε κατατεθεί
να είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχεις καταθέσεινα έχετε καταθέσεινα έχεις κατατεθεί
να είσαι κατατεθειμένος, -η
να έχετε κατατεθεί
να είστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχει καταθέσεινα έχουν καταθέσεινα έχει κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάθετεκαταθέτετεκατατίθεσθε
Aoristκατάθεσεκαταθέσετε, καταθέστεκαταθέσουκατατεθείτε
Part
izip
Presκαταθέτοντας
Perfέχοντας καταθέσεικατατεθειμένος, -η, -οκατατεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταθέσεικατατεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταβάλλωκαταβάλλουμε, καταβάλλομεκαταβάλλομαικαταβαλλόμαστε
καταβάλλειςκαταβάλλετεκαταβάλλεσαικαταβάλλεστε, καταβαλλόσαστε
καταβάλλεικαταβάλλουν(ε)καταβάλλεταικαταβάλλονται
Imper
fekt
κατέβαλλακαταβάλλαμεκαταβαλλόμουν(α)καταβαλλόμαστε
κατέβαλλεςκαταβάλλατεκαταβαλλόσουν(α)καταβαλλόσαστε
κατέβαλλεκατέβαλλαν, καταβάλλαν(ε)καταβαλλόταν(ε)καταβάλλονταν
Aoristκατέβαλακαταβάλαμεκαταβλήθηκακαταβληθήκαμε
κατέβαλεςκαταβάλατεκαταβλήθηκεςκαταβληθήκατε
κατέβαλεκατέβαλαν, καταβάλαν(ε)καταβλήθηκεκαταβλήθηκαν, καταβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταβάλειέχουμε καταβάλειέχω καταβληθεί
είμαι καταβεβλημένος, -η
έχουμε καταβληθεί
είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
έχεις καταβάλειέχετε καταβάλειέχεις καταβληθεί
είσαι καταβεβλημένος, -η
έχετε καταβληθεί
είστε καταβεβλημένοι, -ες
έχει καταβάλειέχουν καταβάλειέχει καταβληθεί
είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
έχουν καταβληθεί
είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταβάλειείχαμε καταβάλειείχα καταβληθεί
ήμουν καταβεβλημένος, -η
είχαμε καταβληθεί
ήμαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχες καταβάλειείχατε καταβάλειείχες καταβληθεί
ήσουν καταβεβλημένος, -η
είχατε καταβληθεί
ήσαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχε καταβάλειείχαν καταβάλειείχε καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένος, -η, -ο
είχαν καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταβάλλωθα καταβάλλουμε, θα καταβάλλομεθα καταβάλλομαιθα καταβαλλόμαστε
θα καταβάλλειςθα καταβάλλετεθα καταβάλλεσαιθα καταβάλλεστε, θα καταβαλλόσαστε
θα καταβάλλειθα καταβάλλουν(ε)θα καταβάλλεταιθα καταβάλλονται
Fut
ur
θα καταβάλωθα καταβάλουμε, θα καταβάλομεθα καταβληθώθα καταβληθούμε
θα καταβάλειςθα καταβάλετεθα καταβληθείςθα καταβληθείτε
θα καταβάλειθα καταβάλουν(ε)θα καταβληθείθα καταβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταβάλειθα έχουμε καταβάλειθα έχω καταβληθεί
θα είμαι καταβεβλημένος, -η
θα έχουμε καταβληθεί
θα είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχεις καταβάλειθα έχετε καταβάλειθα έχεις καταβληθεί
θα είσαι καταβεβλημένος, -η
θα έχετε καταβάλει
θα είστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχει καταβάλειθα έχουν καταβάλειθα έχει καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταβάλλωνα καταβάλλουμε, να καταβάλλομενα καταβάλλομαινα καταβαλλόμαστε
να καταβάλλειςνα καταβάλλετενα καταβάλλεσαινα καταβάλλεστε, να καταβαλλόσαστε
να καταβάλλεινα καταβάλλουνενα καταβάλλεταινα καταβάλλονται
Aoristνα καταβάλωνα καταβάλουμενα καταβληθώνα καταβληθούμε
να καταβάλειςνα καταβάλετενα καταβληθείςνα καταβληθείτε
να καταβάλεινα καταβάλουν(ε)να καταβληθείνα καταβληθούν(ε)
Perfνα έχω καταβάλεινα έχουμε καταβάλεινα έχω καταβληθεί
να είμαι καταβεβλημένος, -η
να έχουμε καταβληθεί
να είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχεις καταβάλεινα έχετε καταβάλεινα έχεις καταβληθεί
να είσαι καταβεβλημένος, -η
να έχετε καταβληθεί
να είστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχει καταβάλεινα έχουν καταβάλεινα έχει καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάβαλλεκαταβάλλετεκαταβάλλεστε
Aoristκατάβαλεκαταβάλετεκαταβληθείτε
Part
izip
Presκαταβάλλονταςκαταβαλλόμενος
Perfέχοντας καταβάλεικαταβεβλημένος, -η, -οκαταβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταβάλεικαταβληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback