κάνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | tue tu | ||
du | tust | |||
er, sie, es | tut | |||
Präteritum | ich | tat | ||
Konjunktiv II | ich | täte | ||
Imperativ | Singular | tue! tu! | ||
Plural | tut! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getan | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:tun
|
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κάνω | κάνουμε, κάνομε |
κάνεις | κάνετε | ||
κάνει | κάνουν(ε) | ||
Imper fekt | έκανα | κάναμε | |
έκανες | κάνατε | ||
έκανε | έκαναν, κάναν(ε) | ||
Aorist | έκανα, έκαμα | κάναμε, κάμαμε | |
έκανες, έκαμες | κάνατε, κάματε | ||
έκανε, έκαμε | έκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κάνει έχω κάμει έχω καμωμένο | έχουμε κάνει έχουμε κάμει έχουμε καμωμένο | |
έχεις κάνει έχεις κάμει έχεις καμωμένο | έχετε κάνει έχετε κάμει έχετε καμωμένο | ||
έχει κάνει έχει κάμει έχει καμωμένο | έχουν κάνει έχουν κάμει έχουν καμωμένο | ||
Plu per fekt | είχα κάνει είχα κάμει είχα καμωμένο | είχαμε κάνει είχαμε κάμει είχαμε καμωμένο | |
είχες κάνει είχες κάμει είχες καμωμένο | είχατε κάνει είχατε κάμει είχατε καμωμένο | ||
είχε κάνει είχε κάμει είχε καμωμένο | είχαν κάνει είχαν κάμει είχαν καμωμένο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κάνω | θα κάνουμε, θα κάνομε | |
θα κάνεις | θα κάνετε | ||
θα κάνει | θα κάνουν(ε) | ||
Fut ur | θα κάνω, θα κάμω | θα κάνουμε, θα κάμουμε | |
θα κάνεις, θα κάμεις | θα κάνετε, θα κάμετε | ||
θα κάνει, θα κάμει | θα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κάνει θα έχω κάμει θα έχω καμωμένο | θα έχουμε κάνει θα έχουμε κάμει θα έχουμε καμωμένο | |
θα έχεις κάνει θα έχεις κάμει θα έχεις καμωμένο | θα έχετε κάνει θα έχετε κάμει θα έχετε καμωμένο | ||
θα έχει κάνει θα έχει κάμει θα έχει καμωμένο | θα έχουν κάνει θα έχουν κάμει θα έχουν καμωμένο | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κάνω | να κάνουμε, να κάνομε |
να κάνεις | να κάνετε | ||
να κάνει | να κάνουν(ε) | ||
Aorist | να κάνω, να κάμω | να κάνουμε, να κάμουμε | |
να κάνεις, να κάμεις | να κάνετε, να κάμετε | ||
να κάνει, να κάμει | να κάνουν(ε), να κάμουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάνει να έχω κάμει να έχω καμωμένο | να έχουμε κάνει να έχουμε κάμει να έχουμε καμωμένο | |
να έχεις κάνει να έχεις κάμει να έχεις καμωμένο | να έχετε κάνει να έχετε κάμει να έχετε καμωμένο | ||
να έχει κάνει να έχει κάμει να έχει καμωμένο | να έχουν κάνει να έχουν κάμει να έχουν καμωμένο | ||
Imper ativ | Pres | κάνε | κάνετε |
Aorist | κάνε, κάμε | κάντε, κάμετε | |
Part izip | Pres | κάνοντας | |
Perf | έχοντας κάνει έχοντας κάμει έχοντας καμωμένο | ||
Infin | Aorist | κάνει, κάμει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.