Deutsch | Griechisch |
---|---|
Hierbei geht es um Kunden ein Wort, das ich in Anführungszeichen setzen will, so schrecklich erscheint es mir -, die sich Kinder kaufen, um ihre sexuellen Phantasien zu befriedigen. | Υπάρχουν πελάτες, λέξη που βάζω μέσα σε παρένθεση γιατί προκαλεί φρίκη, που αγοράζουν παιδιά με σκοπό την ικανοποίηση των σεξουαλικών τους φαντασιώσεων. Übersetzung bestätigt |
Das alte Sprichwort, dass man nicht alles auf eine Karte setzen soll, bewahrheitet sich. | Το παλιό ρητό "βάζω όλα τα αβγά μου σε ένα καλάθι" επαληθεύεται. Übersetzung bestätigt |
Ich muss andere an die erste Stelle setzen." Und das ist eine Haltung von Mitgefühl und Liebe. | Χρειάζομαι να tώρα βάζω τους άλλους πρώτα". Και αυτή είναι μία έννοια συμπόνοιας και αγάπης. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | setze | ||
du | setzt setzest | |||
er, sie, es | setzt | |||
Präteritum | ich | setzte | ||
Konjunktiv II | ich | setzte | ||
Imperativ | Singular | setze! setz! | ||
Plural | setzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesetzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:setzen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βάζω | βάζουμε, βάζομε | βάζομαι | βαζόμαστε |
βάζεις | βάζετε | βάζεσαι | βάζεστε, βαζόσαστε | ||
βάζει | βάζουν(ε) | βάζεται | βάζονται | ||
Imper fekt | έβαζα | βάζαμε | βαζόμουν(α) | βαζόμαστε, βαζόμασταν | |
έβαζες | βάζατε | βαζόσουν(α) | βαζόσαστε, βαζόσασταν | ||
έβαζε | έβαζαν, βάζαν(ε) | βαζόταν(ε) | βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν | ||
Aorist | έβαλα | βάλαμε | βάλθηκα | βαλθήκαμε | |
έβαλες | βάλατε | βάλθηκες | βαλθήκατε | ||
έβαλε | έβαλαν, βάλαν(ε) | βάλθηκε | βάλθηκαν, βαλθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βάλει έχω βαλμένο | έχουμε βάλει | έχω βαλθεί | έχουμε βαλθεί | |
έχεις βάλει έχεις βαλμένο | έχετε βάλει έχετε βαλμένο | έχεις βαλθεί | έχετε βαλθεί | ||
έχει βάλει έχει βαλμένο | έχουν βάλει έχουν βαλμένο | έχει βαλθεί | έχουν βαλθεί | ||
Plu per fekt | είχα βάλει | είχαμε βάλει | είχα βαλθεί | είχαμε βαλθεί | |
είχες βάλει είχες βαλμένο | είχατε βάλει είχατε βαλμένο | είχες βαλθεί | είχατε βαλθεί | ||
είχε βάλει είχε βαλμένο | είχαν βάλει είχαν βαλμένο | είχε βαλθεί ήταν βαλμένος, -η, -ο | είχαν βαλθεί ήταν βαλμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βάζω | θα βάζουμε, | θα βάζομαι | θα βαζόμαστε | |
θα βάζεις | θα βάζετε | θα βάζεσαι | θα βάζεστε, | ||
θα βάζει | θα βάζουν(ε) | θα βάζεται | θα βάζονται | ||
Fut ur | θα βάλω | θα βάλουμε, θα βάλομε | θα βαλθώ | θα βαλθούμε | |
θα βάλεις | θα βάλετε | θα βαλθείς | θα βαλθείτε | ||
θα βάλει | θα βάλουν(ε) | θα βαλθεί | θα βαλθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω βάλει θα έχω βαλμένο | θα έχουμε βάλει θα έχουμε βαλμένο | θα έχω βαλθεί θα είμαι βαλμένος, -η | θα έχουμε βαλθεί θα είμαστε βαλμένοι, -ες | |
θα έχεις βάλει θα έχεις βαλμένο | θα έχετε βάλει θα έχετε βαλμένο | θα έχεις βαλθεί θα είσαι βαλμένος, -η | θα έχετε βάλει θα είστε βαλμένοι, -ες | ||
θα έχει βάλει θα έχει βαλμένο | θα έχουν βάλει θα έχουν βαλμένο | θα έχει βαλθεί θα είναι βαλμένος, -η, -ο | θα έχουν βαλθεί θα είναι βαλμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βάζω | να βάζουμε, να βάζομε | να βάζομαι | να βαζόμαστε |
να βάζεις | να βάζετε | να βάζεσαι | να βάζεστε, | ||
να βάζει | να βάζουν(ε) | να βάζεται | να βάζονται | ||
Aorist | να βάλω | να βάλουμε, να βάλομε | να βαλθώ | να βαλθούμε | |
να βάλεις | να βάλετε | να βαλθείς | να βαλθείτε | ||
να βάλει | να βάλουν(ε) | να βαλθεί | να βαλθούν(ε) | ||
Perf | να έχω βάλει να έχω βαλμένο | να έχουμε βάλει να έχουμε βαλμένο | να έχω βαλθεί να είμαι βαλμένος, -η | να έχουμε βαλθεί να είμαστε βαλμένοι, -ες | |
να έχεις βάλει να έχεις βαλμένο | να έχετε βάλει να έχετε βαλμένο | να έχεις βαλθεί να είσαι βαλμένος, -η | να έχετε βαλθεί να είστε βαλμένοι, -ες | ||
να έχει βάλει να έχει βαλμένο | να έχουν βάλει να έχουν βαλμένο | να έχει βαλθεί να είναι βαλμένος, -η, -ο | να έχουν βαλθεί να είναι βαλμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | βάζε | βάζετε | βάζεστε | |
Aorist | βάλε | βάλτε | βαλθείτε | ||
Part izip | Pres | βάζοντας | |||
Perf | έχοντας βάλει, έχοντας βαλμένο | βαλμένος, -η, -ο | βαλμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βάλει | βαλθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στηρίζω | στηρίζουμε, στηρίζομε | στηρίζομαι | στηριζόμαστε |
στηρίζεις | στηρίζετε | στηρίζεσαι | στηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
στηρίζει | στηρίζουν(ε) | στηρίζεται | στηρίζονται | ||
Imper fekt | στήριζα | στηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
στήριζες | στηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
στήριζε | στήριζαν, στηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | στηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
Aorist | στήριξα | στηρίξαμε | στηρίχτηκα, στηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
στήριξες | στηρίξατε | στηρίχτηκες, στηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
στήριξε | στήριξαν, στηρίξαν(ε) | στηρίχτηκε, στηρίχθηκε | στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στηρίξει | έχουμε στηρίξει | έχω στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
έχεις στηρίξει έχεις στηριγμένο | έχετε στηρίξει έχετε στηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι στηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε στηριγμένοι, -ες | ||
έχει στηρίξει | έχουν στηρίξει | έχει στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
Plu per fekt | είχα στηρίξει | είχαμε στηρίξει | είχα στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
είχες στηρίξει είχες στηριγμένο | είχατε στηρίξει είχατε στηριγμένο | είχες στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν στηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε στηριγμένοι, -ες | ||
είχε στηρίξει είχε στηριγμένο | είχαν στηρίξει είχαν στηριγμένο | είχε στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν στηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στηρίζω | θα στηρίζουμε, θα στηρίζομε | θα στηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
θα στηρίζεις | θα στηρίζετε | θα στηρίζεσαι | θα στηρίζεστε, | ||
θα στηρίζει | θα στηρίζουν(ε) | θα στηρίζεται | θα στηρίζονται | ||
Fut ur | θα στηρίξω | θα στηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
θα στηρίξεις | θα στηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
θα στηρίξει | θα στηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω στηρίξει | θα έχουμε στηρίξει | θα έχω στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
θα έχεις στηρίξει θα έχεις στηριγμένο | θα έχετε στηρίξει θα έχετε στηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι στηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε στηριγμένοι, -ες | ||
θα έχει στηρίξει θα έχει στηριγμένο | θα έχουν στηρίξει θα έχουν στηριγμένο | θα έχει στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι στηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι στηριγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στηρίζω | να στηρίζουμε, | να στηρίζομαι | να στηριζόμαστε |
να στηρίζεις | να στηρίζετε | να στηρίζεσαι | να στηρίζεστε, | ||
να στηρίζει | να στηρίζουν(ε) | να στηρίζεται | να στηρίζονται | ||
Aorist | να στηρίξω | να στηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
να στηρίξεις | να στηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
να στηρίξει | να στηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω στηρίξει | να έχουμε στηρίξει | να έχω στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
να έχεις στηρίξει | να έχετε στηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
να έχει στηρίξει | να έχουν στηρίξει | να έχει στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
Imper ativ | Pres | στήριζε | στηρίζετε | στηρίζεστε | |
Aorist | στήριξε | στηρίξτε, στηρίχτε | στηρίξου | στηριχτείτε | |
Part izip | Pres | στηρίζοντας | |||
Perf | έχοντας στηρίξει, έχοντας στηριγμένο | στηριγμένος, -η, -ο | στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | θέτω | θέτουμε, θέτομε | τίθεμαι | τιθέμεθα |
θέτεις | θέτετε | τίθεσαι | τίθεσθε | ||
θέτει | θέτουν(ε) | τίθεται | τίθενται | ||
Imper fekt | έθετα | θέταμε | |||
έθετες | θέτατε | ||||
έθετε | έθεταν, θέταν(ε) | ετίθετο | ετίθεντο | ||
Aorist | έθεσα | θέσαμε | τέθηκα | τεθήκαμε | |
έθεσες | θέσατε | τέθηκες | τεθήκατε | ||
έθεσε | έθεσαν, θέσαν(ε) | τέθηκε | τέθηκαν, τεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα θέτω | θα θέτουμε, | θα τίθεμαι | θα τιθέμεθα | |
θα θέτεις | θα θέτετε | θα τίθεσαι | θα τίθεσθε | ||
θα θέτει | θα θέτουν(ε) | θα τίθεται | θα τίθενται | ||
Fut ur | θα θέσω | θα θέσουμε, | θα τεθώ | θα τεθούμε | |
θα θέσεις | θα θέσετε | θα τεθείς | θα τεθείτε | ||
θα θέσει | θα θέσουν(ε) | θα τεθεί | θα τεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να θέτω | να θέτουμε, | να τίθεμαι | να τιθέμεθα |
να θέτεις | να θέτετε | να τίθεσαι | να τίθεσθε | ||
να θέτει | να θέτουν(ε) | να τίθεται | να τίθενται | ||
Aorist | να θέσω | να θέσουμε, | να τεθώ | να τεθούμε | |
να θέσεις | να θέσετε | να τεθείς | να τεθείτε | ||
να θέσει | να θέσουν(ε) | να τεθεί | να τεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | θέτε | θέτετε | τίθεσθε | |
Aorist | θέσε | θέσετε, θέστε | θέσου | τεθείτε | |
Part izip | Pres | θέτοντας | (τιθέμενος) | ||
Perf | έχοντας θέσει | (τεθειμένος) | (τεθειμένοι) | ||
Infin | Aorist | θέσει | τεθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.