στηρίζω altgriechisch στηρίζω στερεός proto-indogermanisch *(s)ter- (στερεός, σκληρός)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κύριε Επίτροπε, προχωράτε πολύ προσεκτικά και γι' αυτό στηρίζω τη προσπάθειά σας. | Herr Kommissar, Sie bewegen sich auf einem heiklen Terrain, und daher möchte ich Ihr Vorgehen unterstützen. Übersetzung bestätigt |
Κατά συνέπεια, στηρίζω την άποψή σας ότι θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε πολιτικό διάλογο για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης σε μια συμφωνημένη βάση που θα είναι προς όφελος τόσο των κρατών μελών της Ένωσης όσο και τρίτων κρατών. | Daher möchte ich Ihre Ansicht unterstützen, daß wir auf einer gemeinsamen Grundlage gegenseitigen Nutzens sowohl für die Mitgliedstaaten der Union als auch für die Drittländer einen politischen Dialog zur Durchführung des Aktionsplans in Gang bringen müssen. Übersetzung bestätigt |
Ναι, στηρίζω την υποβληθείσα πρόταση και θα στηρίξω την πρόταση που θα προκύψει, αλλά επιθυμώ να τονίσω ότι επί της αρχής δεν μπορεί να συνεχίσουμε έτσι επ' άπειρον, ούτε και η στήριξη πρέπει να θεωρείται δεδομένη στο μέλλον όπως ήταν στο παρελθόν. | Ich unterstütze den unterbreiteten Vorschlag und werde den Vorschlag unterstützen, der sich daraus ergibt, aber ich möchte betonen, dass dieses Prinzip nicht für immer und ewig weiterbestehen kann. Unterstützung kann künftig nicht mehr so selbstverständlich sein wie bisher. Übersetzung bestätigt |
Εν όψει των εκτενών στόχων, τους οποίους θα πρέπει να καλύψει το εν λόγω πρόγραμμα με τη συνέχιση των οκτώ υπαρχόντων προγραμμάτων δράσης, και εν όψει των πρόσθετων καθηκόντων, τα οποία θεωρούνται επείγοντα ιδιαιτέρως στον τομέα της πληροφόρησης και των εντελώς απρόβλεπτων προκλήσεων που προκύπτουν λόγω της διεθνούς τρομοκρατίας, όπως ανέφερε ήδη ο συνάδελφος κ. Τρακαττέλης, στηρίζω απολύτως την απαίτηση του Κοινοβουλίου για 380 εκατομμύρια και το θεωρώ ως το ελάχιστο που θα πρέπει να διαθέσει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. | Angesichts der umfangreichen Zielsetzung, die dieses Programm mit der Weiterführung der acht bestehenden Aktionsprogramme bisher leisten soll, und angesichts der zusätzlichen für dringend erachteten Aufgaben insbesondere im Bereich der Information und der noch gar nicht überschaubaren Herausforderungen durch den internationalen Terrorismus, wie unser Kollege Trakatellis schon erwähnt hat, kann ich die Forderung des Parlaments nach 380 Millionen nur voll und ganz unterstützen und halte dies für das Mindeste, was die Europäische Gemeinschaft bereitstellen muss. Übersetzung bestätigt |
Ως επικεφαλής παρατηρητής της αποστολής για την παρατήρηση των εκλογών στη Λιβερία, στηρίζω θερμά την ιδέα των προέδρων να της απευθυνθεί πρόσκληση για να μιλήσει εδώ ενώπιον της Ολομέλειας, και ελπίζω ότι, εν τω μεταξύ, η ΕΕ θα συνεχίσει να στηρίζει σθεναρά τους στόχους της Χιλιετίας και τον εκδημοκρατισμό αυτής της χώρας, διότι αυτό αξίζουν τώρα οι πολίτες της. | Als Leiter der Wahlbeobachtungsmission in Liberia bin ich dem Gedanken der Vorsitzenden zugetan, eine Einladung auszusprechen, damit sie vor dem Plenum reden kann, und ich hoffe, die EU wird bis dahin die Millenniumsziele und die Demokratisierung in diesem Land weiterhin tatkräftig unterstützen, denn das ist es, was die Bürger dort gerade jetzt verdient haben. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
βαστώ |
ενισχύω |
στερεώνω |
στυλώνω |
συγκρατώ |
τονώνω |
υποβαστάζω |
υποστηρίζω |
υποστυλώνω |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στηρίζω | στηρίζουμε, στηρίζομε | στηρίζομαι | στηριζόμαστε |
στηρίζεις | στηρίζετε | στηρίζεσαι | στηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
στηρίζει | στηρίζουν(ε) | στηρίζεται | στηρίζονται | ||
Imper fekt | στήριζα | στηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
στήριζες | στηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
στήριζε | στήριζαν, στηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | στηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
Aorist | στήριξα | στηρίξαμε | στηρίχτηκα, στηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
στήριξες | στηρίξατε | στηρίχτηκες, στηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
στήριξε | στήριξαν, στηρίξαν(ε) | στηρίχτηκε, στηρίχθηκε | στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στηρίξει | έχουμε στηρίξει | έχω στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
έχεις στηρίξει έχεις στηριγμένο | έχετε στηρίξει έχετε στηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι στηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε στηριγμένοι, -ες | ||
έχει στηρίξει | έχουν στηρίξει | έχει στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
Plu per fekt | είχα στηρίξει | είχαμε στηρίξει | είχα στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
είχες στηρίξει είχες στηριγμένο | είχατε στηρίξει είχατε στηριγμένο | είχες στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν στηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε στηριγμένοι, -ες | ||
είχε στηρίξει είχε στηριγμένο | είχαν στηρίξει είχαν στηριγμένο | είχε στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν στηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στηρίζω | θα στηρίζουμε, θα στηρίζομε | θα στηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
θα στηρίζεις | θα στηρίζετε | θα στηρίζεσαι | θα στηρίζεστε, | ||
θα στηρίζει | θα στηρίζουν(ε) | θα στηρίζεται | θα στηρίζονται | ||
Fut ur | θα στηρίξω | θα στηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
θα στηρίξεις | θα στηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
θα στηρίξει | θα στηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω στηρίξει | θα έχουμε στηρίξει | θα έχω στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
θα έχεις στηρίξει θα έχεις στηριγμένο | θα έχετε στηρίξει θα έχετε στηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι στηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε στηριγμένοι, -ες | ||
θα έχει στηρίξει θα έχει στηριγμένο | θα έχουν στηρίξει θα έχουν στηριγμένο | θα έχει στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι στηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι στηριγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στηρίζω | να στηρίζουμε, | να στηρίζομαι | να στηριζόμαστε |
να στηρίζεις | να στηρίζετε | να στηρίζεσαι | να στηρίζεστε, | ||
να στηρίζει | να στηρίζουν(ε) | να στηρίζεται | να στηρίζονται | ||
Aorist | να στηρίξω | να στηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
να στηρίξεις | να στηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
να στηρίξει | να στηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω στηρίξει | να έχουμε στηρίξει | να έχω στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
να έχεις στηρίξει | να έχετε στηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
να έχει στηρίξει | να έχουν στηρίξει | να έχει στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
Imper ativ | Pres | στήριζε | στηρίζετε | στηρίζεστε | |
Aorist | στήριξε | στηρίξτε, στηρίχτε | στηρίξου | στηριχτείτε | |
Part izip | Pres | στηρίζοντας | |||
Perf | έχοντας στηρίξει, έχοντας στηριγμένο | στηριγμένος, -η, -ο | στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | unterstütze | ||
du | unterstützt | |||
er, sie, es | unterstützt | |||
Präteritum | ich | unterstützte | ||
Konjunktiv II | ich | unterstützte | ||
Imperativ | Singular | unterstütze! unterstütz! | ||
Plural | unterstützt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
unterstützt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterstützen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | setze | ||
du | setzt setzest | |||
er, sie, es | setzt | |||
Präteritum | ich | setzte | ||
Konjunktiv II | ich | setzte | ||
Imperativ | Singular | setze! setz! | ||
Plural | setzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesetzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:setzen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | untermauere | ||
du | untermauerst | |||
er, sie, es | untermauert | |||
Präteritum | ich | untermauerte | ||
Konjunktiv II | ich | untermauerte | ||
Imperativ | Singular | untermauere! untermauer! untermaure! | ||
Plural | untermauert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
untermauert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:untermauern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stütze ab | ||
du | stützt ab | |||
er, sie, es | stützt ab | |||
Präteritum | ich | stützte ab | ||
Konjunktiv II | ich | stützte ab | ||
Imperativ | Singular | stütze ab! | ||
Plural | stützt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgestützt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abstützen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stutze | ||
du | stutzt | |||
er, sie, es | stutzt | |||
Präteritum | ich | stutzte | ||
Konjunktiv II | ich | stutzte | ||
Imperativ | Singular | stutze! | ||
Plural | stutzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gestutzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:stutzen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lehne | ||
du | lehnst | |||
er, sie, es | lehnt | |||
Präteritum | ich | lehnte | ||
Konjunktiv II | ich | lehnte | ||
Imperativ | Singular | lehn! lehne! | ||
Plural | lehnt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gelehnt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:lehnen |
στηρίζω [stirízo] -ομαι : 1α. κρατώ κτ. σταθερό, όρθιο, το στερεώνω έτσι ώστε να διατηρεί την ισορροπία του: Στήριξε τη σκάλα / την ομπρέλα του / το σώμα του στον τοίχο, ακούμπησε. Kολόνες στηρίζουν τη γέφυρα. Ο τρούλος στηρίζεται σε τόξα. Tο σπίτι είναι στηριγμένο σε γερά θεμέλια. || Tα νεογέννητα δε στηρίζουν καλά το κεφάλι τους. ΦΡ στέκεται / στηρίζεται στον αέρα*. β. βοηθώ κπ. να σταθεί όρθιος ή να κρατήσει σε όρθια θέση το σώμα του: Tον στήριξα με τα χέρια μου για να μην πέσει. Tο μωρό στηρίζεται από τη / στη μητέρα για να περπατήσει. Στηρίξου επάνω μου, ακούμπησε επάνω μου. || (παθ.) διατηρώ την ισορροπία μου: Δε στηρίζεται καλά, γιατί τρέμουν τα πόδια του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.