στηρίζω Verb  [stirizo, sthrizw]

  Verb
(59)
  Verb
(6)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στηρίζω

στηρίζω altgriechisch στηρίζω στερεός proto-indogermanisch *(s)ter- (στερεός, σκληρός)


GriechischDeutsch
Κύριε Επίτροπε, προχωράτε πολύ προσεκτικά και γι' αυτό στηρίζω τη προσπάθειά σας.Herr Kommissar, Sie bewegen sich auf einem heiklen Terrain, und daher möchte ich Ihr Vorgehen unterstützen.

Übersetzung bestätigt

Κατά συνέπεια, στηρίζω την άποψή σας ότι θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε πολιτικό διάλογο για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης σε μια συμφωνημένη βάση που θα είναι προς όφελος τόσο των κρατών μελών της Ένωσης όσο και τρίτων κρατών.Daher möchte ich Ihre Ansicht unterstützen, daß wir auf einer gemeinsamen Grundlage gegenseitigen Nutzens sowohl für die Mitgliedstaaten der Union als auch für die Drittländer einen politischen Dialog zur Durchführung des Aktionsplans in Gang bringen müssen.

Übersetzung bestätigt

Ναι, στηρίζω την υποβληθείσα πρόταση και θα στηρίξω την πρόταση που θα προκύψει, αλλά επιθυμώ να τονίσω ότι επί της αρχής δεν μπορεί να συνεχίσουμε έτσι επ' άπειρον, ούτε και η στήριξη πρέπει να θεωρείται δεδομένη στο μέλλον όπως ήταν στο παρελθόν.Ich unterstütze den unterbreiteten Vorschlag und werde den Vorschlag unterstützen, der sich daraus ergibt, aber ich möchte betonen, dass dieses Prinzip nicht für immer und ewig weiterbestehen kann. Unterstützung kann künftig nicht mehr so selbstverständlich sein wie bisher.

Übersetzung bestätigt

Εν όψει των εκτενών στόχων, τους οποίους θα πρέπει να καλύψει το εν λόγω πρόγραμμα με τη συνέχιση των οκτώ υπαρχόντων προγραμμάτων δράσης, και εν όψει των πρόσθετων καθηκόντων, τα οποία θεωρούνται επείγοντα ιδιαιτέρως στον τομέα της πληροφόρησης και των εντελώς απρόβλεπτων προκλήσεων που προκύπτουν λόγω της διεθνούς τρομοκρατίας, όπως ανέφερε ήδη ο συνάδελφος κ. Τρακαττέλης, στηρίζω απολύτως την απαίτηση του Κοινοβουλίου για 380 εκατομμύρια και το θεωρώ ως το ελάχιστο που θα πρέπει να διαθέσει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.Angesichts der umfangreichen Zielsetzung, die dieses Programm mit der Weiterführung der acht bestehenden Aktionsprogramme bisher leisten soll, und angesichts der zusätzlichen für dringend erachteten Aufgaben insbesondere im Bereich der Information und der noch gar nicht überschaubaren Herausforderungen durch den internationalen Terrorismus, wie unser Kollege Trakatellis schon erwähnt hat, kann ich die Forderung des Parlaments nach 380 Millionen nur voll und ganz unterstützen und halte dies für das Mindeste, was die Europäische Gemeinschaft bereitstellen muss.

Übersetzung bestätigt

Ως επικεφαλής παρατηρητής της αποστολής για την παρατήρηση των εκλογών στη Λιβερία, στηρίζω θερμά την ιδέα των προέδρων να της απευθυνθεί πρόσκληση για να μιλήσει εδώ ενώπιον της Ολομέλειας, και ελπίζω ότι, εν τω μεταξύ, η ΕΕ θα συνεχίσει να στηρίζει σθεναρά τους στόχους της Χιλιετίας και τον εκδημοκρατισμό αυτής της χώρας, διότι αυτό αξίζουν τώρα οι πολίτες της.Als Leiter der Wahlbeobachtungsmission in Liberia bin ich dem Gedanken der Vorsitzenden zugetan, eine Einladung auszusprechen, damit sie vor dem Plenum reden kann, und ich hoffe, die EU wird bis dahin die Millenniumsziele und die Demokratisierung in diesem Land weiterhin tatkräftig unterstützen, denn das ist es, was die Bürger dort gerade jetzt verdient haben.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
βαστώ
ενισχύω
στερεώνω
στυλώνω
συγκρατώ
τονώνω
υποβαστάζω
υποστηρίζω
υποστυλώνω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στηρίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στηρίζωστηρίζουμε, στηρίζομεστηρίζομαιστηριζόμαστε
στηρίζειςστηρίζετεστηρίζεσαιστηρίζεστε, στηριζόσαστε
στηρίζειστηρίζουν(ε)στηρίζεταιστηρίζονται
Imper
fekt
στήριζαστηρίζαμεστηριζόμουν(α)στηριζόμαστε, στηριζόμασταν
στήριζεςστηρίζατεστηριζόσουν(α)στηριζόσαστε, στηριζόσασταν
στήριζεστήριζαν, στηρίζαν(ε)στηριζόταν(ε)στηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν
Aoristστήριξαστηρίξαμεστηρίχτηκα, στηρίχθηκαστηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε
στήριξεςστηρίξατεστηρίχτηκες, στηρίχθηκεςστηριχτήκατε, στηριχθήκατε
στήριξεστήριξαν, στηρίξαν(ε)στηρίχτηκε, στηρίχθηκεστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε)
στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στηρίξει
έχω στηριγμένο
έχουμε στηρίξει
έχουμε στηριγμένο
έχω στηριχτεί
έχω στηριχθεί
είμαι στηριγμένος, -η
έχουμε στηριχτεί
έχουμε στηριχθεί
είμαστε στηριγμένοι, -ες
έχεις στηρίξει
έχεις στηριγμένο
έχετε στηρίξει
έχετε στηριγμένο
έχεις στηριχτεί
έχεις στηριχθεί
είσαι στηριγμένος, -η
έχετε στηριχτεί
έχετε στηριχθεί
είστε στηριγμένοι, -ες
έχει στηρίξει
έχει στηριγμένο
έχουν στηρίξει
έχουν στηριγμένο
έχει στηριχτεί
έχει στηριχθεί
είναι στηριγμένος, -η, -ο
έχουν στηριχτεί
έχουν στηριχθεί
είναι στηριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στηρίξει
είχα στηριγμένο
είχαμε στηρίξει
είχαμε στηριγμένο
είχα στηριχτεί
είχα στηριχθεί
ήμουν στηριγμένος, -η
είχαμε στηριχτεί
είχαμε στηριχθεί
ήμαστε στηριγμένοι, -ες
είχες στηρίξει
είχες στηριγμένο
είχατε στηρίξει
είχατε στηριγμένο
είχες στηριχτεί
είχες στηριχθεί
ήσουν στηριγμένος, -η
είχατε στηριχτεί
είχατε στηριχθεί
ήσαστε στηριγμένοι, -ες
είχε στηρίξει
είχε στηριγμένο
είχαν στηρίξει
είχαν στηριγμένο
είχε στηριχτεί
είχε στηριχθεί
ήταν στηριγμένος, -η, -ο
είχαν στηριχτεί
είχαν στηριχθεί
ήταν στηριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στηρίζωθα στηρίζουμε, θα στηρίζομεθα στηρίζομαιθα στηριζόμαστε
θα στηρίζειςθα στηρίζετεθα στηρίζεσαιθα στηρίζεστε, θα στηριζόσαστε
θα στηρίζειθα στηρίζουν(ε)θα στηρίζεταιθα στηρίζονται
Fut
ur
θα στηρίξωθα στηρίξουμε, θα στηρίξομεθα στηριχτώθα στηριχτούμε
θα στηρίξειςθα στηρίξετεθα στηριχτείςθα στηριχτείτε
θα στηρίξειθα στηρίξουν(ε)θα στηριχτείθα στηριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στηρίξει
θα έχω στηριγμένο
θα έχουμε στηρίξει
θα έχουμε στηριγμένο
θα έχω στηριχτεί
θα έχω στηριχθεί
θα είμαι στηριγμένος, -η
θα έχουμε στηριχτεί
θα έχουμε στηριχθεί
θα είμαστε στηριγμένοι, -ες
θα έχεις στηρίξει
θα έχεις στηριγμένο
θα έχετε στηρίξει
θα έχετε στηριγμένο
θα έχεις στηριχτεί
θα έχεις στηριχθεί
θα είσαι στηριγμένος, -η
θα έχετε στηριχτεί
θα έχετε στηριχθεί
θα είστε στηριγμένοι, -ες
θα έχει στηρίξει
θα έχει στηριγμένο
θα έχουν στηρίξει
θα έχουν στηριγμένο
θα έχει στηριχτεί
θα έχει στηριχθεί
θα είναι στηριγμένος, -η, -ο
θα έχουν στηριχτεί
θα έχουν στηριχθεί
θα είναι στηριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στηρίζωνα στηρίζουμε, να στηρίζομενα στηρίζομαινα στηριζόμαστε
να στηρίζειςνα στηρίζετενα στηρίζεσαινα στηρίζεστε, να στηριζόσαστε
να στηρίζεινα στηρίζουν(ε)να στηρίζεταινα στηρίζονται
Aoristνα στηρίξωνα στηρίξουμε, να στηρίξομενα στηριχτώνα στηριχτούμε
να στηρίξειςνα στηρίξετενα στηριχτείςνα στηριχτείτε
να στηρίξεινα στηρίξουν(ε)να στηριχτείνα στηριχτούν(ε)
Perf να έχω στηρίξει
να έχω στηριγμένο
να έχουμε στηρίξει
να έχουμε στηριγμένο
να έχω στηριχτεί
να έχω στηριχθεί
να είμαι στηριγμένος, -η
να έχουμε στηριχτεί
να έχουμε στηριχθεί
να είμαστε στηριγμένοι, -ες
να έχεις στηρίξει
να έχεις στηριγμένο
να έχετε στηρίξει
να έχετε στηριγμένο
να έχεις στηριχτεί
να έχεις στηριχθεί
να είσαι στηριγμένος, -η
να έχετε στηριχτεί
να έχετε στηριχθεί
να είστε στηριγμένοι, -ες
να έχει στηρίξει
να έχει στηριγμένο
να έχουν στηρίξει
να έχουν στηριγμένο
να έχει στηριχτεί
να έχει στηριχθεί
να είναι στηριγμένος, -η, -ο
να έχουν στηριχτεί
να έχουν στηριχθεί
να είναι στηριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστήριζεστηρίζετεστηρίζεστε
Aoristστήριξεστηρίξτε, στηρίχτεστηρίξουστηριχτείτε
Part
izip
Presστηρίζοντας
Perfέχοντας στηρίξει, έχοντας στηριγμένοστηριγμένος, -η, -οστηριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristστηρίξειστηριχτεί, στηριχθεί















Griechische Definition zu στηρίζω

στηρίζω [stirízo] -ομαι : 1α. κρατώ κτ. σταθερό, όρθιο, το στερεώνω έτσι ώστε να διατηρεί την ισορροπία του: Στήριξε τη σκάλα / την ομπρέλα του / το σώμα του στον τοίχο, ακούμπησε. Kολόνες στηρίζουν τη γέφυρα. Ο τρούλος στηρίζεται σε τόξα. Tο σπίτι είναι στηριγμένο σε γερά θεμέλια. || Tα νεογέννητα δε στηρίζουν καλά το κεφάλι τους. ΦΡ στέκεται / στηρίζεται στον αέρα*. β. βοηθώ κπ. να σταθεί όρθιος ή να κρατήσει σε όρθια θέση το σώμα του: Tον στήριξα με τα χέρια μου για να μην πέσει. Tο μωρό στηρίζεται από τη / στη μητέρα για να περπατήσει. Στηρίξου επάνω μου, ακούμπησε επάνω μου. || (παθ.) διατηρώ την ισορροπία μου: Δε στηρίζεται καλά, γιατί τρέμουν τα πόδια του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback