tragen
 Verb

φορώ Verb
(41)
κουβαλώ Verb
(11)
βαστώ Verb
(1)
βάλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich bin stolz, das weiße Band zu tragen, mit dem ich zeige, daß ich persönlich diesen Standpunkt vertrete.Είμαι περήφανος που φορώ την άσπρη κορδέλα προκειμένου να δείξω ότι συντάσσομαι και εγώ προσωπικά μαζί σας.

Übersetzung bestätigt

Ich war oft dazu gezwungen, die gleichen Kleider wie andere zu tragen, ein durch das Bildungssystem auferlegtes Outfit.Συχνά μου υποχρεώθηκα να φορώ την ίδια στολή με τους άλλους ... μια ομοιόμορφη στολή που επιβλήθηκε από το Εκπαιδευτικό σύστημα ...

Übersetzung nicht bestätigt

Ich liebe es, zu jeder Gelegenheit ein anderes farbenfrohes, verrücktes Outfit zu finden, zu tragen, und in letzter Zeit auch zu fotografieren und zu bloggen.Λατρεύω να βρίσκω, να φορώ, και πιο πρόσφατα, να φωτογραφίζω και να γράφω σε μπλογκ για διαφορετικά, πολύχρωμα, τρελά ρούχα για κάθε ξεχωριστή περίπτωση.

Übersetzung nicht bestätigt

Während ich das tue, werde ich Ihnen auch einige der Lektionen mitgeben, die ich, ob sie es glauben oder nicht, aus diesen Abenteuern gelernt habe, nichts Neues zu tragen.Καθώς θα το κάνω, θα σας πω μερικά μαθήματα ζωής που, είτε το πιστεύετε είτε όχι, πήρα μέσα από την περιπέτεια του να μη φορώ τίποτα το καινούργιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φοράω, φορώφοράμε, φορούμεφοριέμαιφοριόμαστε
φοράςφοράτεφοριέσαιφοριέστε, φοριόσαστε
φοράει, φοράφοράν(ε), φορούν(ε)φοριέταιφοριούνται, φοριόνται
Imper
fekt
φορούσα, φόραγαφορούσαμε, φοράγαμεφοριόμουν(α)φοριόμαστε, φοριόμασταν
φορούσες, φόραγεςφορούσατε, φοράγατεφοριόσουν(α)φοριόσαστε, φοριόσασταν
φορούσε, φόραγεφορούσαν(ε), φόραγαν, φοράγανεφοριόταν(ε)φοριόνταν(ε), φοριούνταν, φοριόντουσαν
Aoristφόρεσαφορέσαμεφορέθηκαφορεθήκαμε
φόρεσεςφορέσατεφορέθηκεςφορεθήκατε
φόρεσεφόρεσαν, φορέσαν(ε)φορέθηκεφορέθηκαν, φορεθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω φορέσει
έχω φορεμένο
έχουμε φορέσει
έχουμε φορεμένο
έχω φορεθεί
είμαι φορεμένος, -η
έχουμε φορεθεί
είμαστε φορεμένοι, -ες
έχεις φορέσει
έχεις φορεμένο
έχετε φορέσει
έχετε φορεμένο
έχεις φορεθεί
είσαι φορεμένος, -η
έχετε φορεθεί
είστε φορεμένοι, -ες
έχει φορέσει
έχει φορεμένο
έχουν φορέσει
έχουν φορεμένο
έχει φορεθεί
είναι φορεμένος, -η, -ο
έχουν φορεθεί
είναι φορεμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα φορέσει
είχα φορεμένο
είχαμε φορέσει
είχαμε φορεμένο
είχα φορεθεί
ήμουν φορεμένος, -η
είχαμε φορεθεί
ήμαστε φορεμένοι, -ες
είχες φορέσει
είχες φορεμένο
είχατε φορέσει
είχατε φορεμένο
είχες φορεθεί
ήσουν φορεμένος, -η
είχατε φορεθεί
ήσαστε φορεμένοι, -ες
είχε φορέσει
είχε φορεμένο
είχαν φορέσει
είχαν φορεμένο
είχε φορεθεί
ήταν φορεμένος, -η, -ο
είχαν φορεθεί
ήταν φορεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φοράω, θα φορώθα φοράμε, θα φορούμεθα φοριέμαιθα φοριόμαστε
θα φοράςθα φοράτεθα φοριέσαιθα φοριέστε, θα φοριόσαστε
θα φοράει, θα φοράθα φοράν(ε), θα φορούν(ε)θα φοριέταιθα φοριούνται, θα φοριόνται
Fut
ur
θα φορέσωθα φορέσουμε, θα φορέσομεθα φορεθώθα φορεθούμε
θα φορέσειςθα φορέσετεθα φορεθείςθα φορεθείτε
θα φορέσειθα φορέσουν(ε)θα φορεθείθα φορεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φορέσει
θα έχω φορεμένο
θα έχουμε φορέσει
θα έχουμε φορεμένο
θα έχω φορεθεί
θα είμαι φορεμένος, -η
θα έχουμε φορεθεί
θα είμαστε φορεμένοι, -ες
θα έχεις φορέσει
θα έχεις φορεμένο
θα έχετε φορέσει
θα έχετε φορεμένο
θα έχεις φορεθεί
θα είσαι φορεμένος, -η
θα έχετε φορεθεί
θα είστε φορεμένοι, -ες
θα έχει φορέσει
θα έχει φορεμένο
θα έχουν φορέσει
θα έχουν φορεμένο
θα έχει φορεθεί
θα είναι φορεμένος, -η, -ο
θα έχουν φορεθεί
θα είναι φορεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φοράω, να φορώνα φοράμε, να φορούμενα φοριέμαινα φοριόμαστε
να φοράςνα φοράτενα φοριέσαινα φοριέστε, να φοριόσαστε
να φοράει, να φοράνα φοράν(ε), να φορούν(ε)να φοριέταινα φοριούνται, να φοριόνται
Aoristνα φορέσωνα φορέσουμε, να φορέσομενα φορεθώνα φορεθούμε
να φορέσειςνα φορέσετενα φορεθείςνα φορεθείτε
να φορέσεινα φορέσουν(ε)να φορεθείνα φορεθούν(ε)
Perfνα έχω φορέσει
να έχω φορεμένο
να έχουμε φορέσει
να έχουμε φορεμένο
να έχω φορεθεί
να είμαι φορεμένος, -η
να έχουμε φορεθεί
να είμαστε φορεμένοι, -ες
να έχεις φορέσει
να έχεις φορεμένο
να έχετε φορέσει
να έχετε φορεμένο
να έχεις φορεθεί
να είσαι φορεμένος, -η
να έχετε φορεθεί
να είστε φορεμένοι, -η
να έχει φορέσει
να έχει φορεμένο
να έχουν φορέσει
να έχουν φορεμένο
να έχει φορεθεί
να είναι φορεμένος, -η, -ο
να έχουν φορεθεί
να είναι φορεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφόρα, φόραγεφοράτεφοριέστε
Aoristφόρεσε, φόραφορέστεφορέσουφορεθείτε
Part
izip
Presφορώντας
Perfέχοντας φορέσει, έχοντας φορεμένοφορεμένος, -η, -οφορεμένοι, -ες, -α
InfinAoristφορέσειφορεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουβαλάω, κουβαλώκουβαλάμε, κουβαλούμεκουβαλιέμαικουβαλιόμαστε
κουβαλάςκουβαλάτεκουβαλιέσαικουβαλιέστε, κουβαλιόσαστε
κουβαλάει, κουβαλάκουβαλάν(ε), κουβαλούν(ε)κουβαλιέταικουβαλιούνται, κουβαλιόνται
Imper
fekt
κουβαλούσα, κουβάλαγακουβαλούσαμε, κουβαλάγαμεκουβαλιόμουν(α)κουβαλιόμαστε, κουβαλιόμασταν
κουβαλούσες, κουβάλαγεςκουβαλούσατε, κουβαλάγατεκουβαλιόσουν(α)κουβαλιόσαστε, κουβαλιόσασταν
κουβαλούσε, κουβάλαγεκουβαλούσαν(ε), κουβάλαγαν, κουβαλάγανεκουβαλιόταν(ε)κουβαλιόνταν(ε), κουβαλιούνταν, κουβαλιόντουσαν
Aoristκουβάλησακουβαλήσαμεκουβαλήθηκακουβαληθήκαμε
κουβάλησεςκουβαλήσατεκουβαλήθηκεςκουβαληθήκατε
κουβάλησεκουβάλησαν, κουβαλήσαν(ε)κουβαλήθηκεκουβαλήθηκαν, κουβαληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κουβαλήσει
έχω κουβαλημένο
έχουμε κουβαλήσει
έχουμε κουβαλημένο
έχω κουβαληθεί
είμαι κουβαλημένος, -η
έχουμε κουβαληθεί
είμαστε κουβαλημένοι, -ες
έχεις κουβαλήσει
έχεις κουβαλημένο
έχετε κουβαλήσει
έχετε κουβαλημένο
έχεις κουβαληθεί
είσαι κουβαλημένος, -η
έχετε κουβαληθεί
είστε κουβαλημένοι, -ες
έχει κουβαλήσει
έχει κουβαλημένο
έχουν κουβαλήσει
έχουν κουβαλημένο
έχει κουβαληθεί
είναι κουβαλημένος, -η, -ο
έχουν κουβαληθεί
είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κουβαλήσει
είχα κουβαλημένο
είχαμε κουβαλήσει
είχαμε κουβαλημένο
είχα κουβαληθεί
ήμουν κουβαλημένος, -η
είχαμε κουβαληθεί
ήμαστε κουβαλημένοι, -ες
είχες κουβαλήσει
είχες κουβαλημένο
είχατε κουβαλήσει
είχατε κουβαλημένο
είχες κουβαληθεί
ήσουν κουβαλημένος, -η
είχατε κουβαληθεί
ήσαστε κουβαλημένοι, -ες
είχε κουβαλήσει
είχε κουβαλημένο
είχαν κουβαλήσει
είχαν κουβαλημένο
είχε κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένος, -η, -ο
είχαν κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουβαλάω, θα κουβαλώθα κουβαλάμε, θα κουβαλούμεθα κουβαλιέμαιθα κουβαλιόμαστε
θα κουβαλάςθα κουβαλάτεθα κουβαλιέσαιθα κουβαλιέστε, θα κουβαλιόσαστε
θα κουβαλάει, θα κουβαλάθα κουβαλάν(ε), θα κουβαλούν(ε)θα κουβαλιέταιθα κουβαλιούνται, θα κουβαλιόνται
Fut
ur
θα κουβαλήσωθα κουβαλήσουμε, θα κουβαλήσομεθα κουβαληθώθα κουβαληθούμε
θα κουβαλήσειςθα κουβαλήσετεθα κουβαληθείςθα κουβαληθείτε
θα κουβαλήσειθα κουβαλήσουν(ε)θα κουβαληθείθα κουβαληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουβαλήσει
θα έχω κουβαλημένο
θα έχουμε κουβαλήσει
θα έχουμε κουβαλημένο
θα έχω κουβαληθεί
θα είμαι κουβαλημένος, -η
θα έχουμε κουβαληθεί
θα είμαστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχεις κουβαλήσει
θα έχεις κουβαλημένο
θα έχετε κουβαλήσει
θα έχετε κουβαλημένο
θα έχεις κουβαληθεί
θα είσαι κουβαλημένος, -η
θα έχετε κουβαληθεί
θα είστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχει κουβαλήσει
θα έχει κουβαλημένο
θα έχουν κουβαλήσει
θα έχουν κουβαλημένο
θα έχει κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένος, -η, -ο
θα έχουν κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουβαλάω, να κουβαλώνα κουβαλάμε, να κουβαλούμενα κουβαλιέμαινα κουβαλιόμαστε
να κουβαλάςνα κουβαλάτενα κουβαλιέσαινα κουβαλιέστε, να κουβαλιόσαστε
να κουβαλάει, να κουβαλάνα κουβαλάν(ε), να κουβαλούν(ε)να κουβαλιέταινα κουβαλιούνται, να κουβαλιόνται
Aoristνα κουβαλήσωνα κουβαλήσουμε, να κουβαλήσομενα κουβαληθώνα κουβαληθούμε
να κουβαλήσειςνα κουβαλήσετενα κουβαληθείςνα κουβαληθείτε
να κουβαλήσεινα κουβαλήσουν(ε)να κουβαληθείνα κουβαληθούν(ε)
Perfνα έχω κουβαλήσει
να έχω κουβαλημένο
να έχουμε κουβαλήσει
να έχουμε κουβαλημένο
να έχω κουβαληθεί
να είμαι κουβαλημένος, -η
να έχουμε κουβαληθεί
να είμαστε κουβαλημένοι, -ες
να έχεις κουβαλήσει
να έχεις κουβαλημένο
να έχετε κουβαλήσει
να έχετε κουβαλημένο
να έχεις κουβαληθεί
να είσαι κουβαλημένος, -η
να έχετε κουβαληθεί
να είστε κουβαλημένοι, -η
να έχει κουβαλήσει
να έχει κουβαλημένο
να έχουν κουβαλήσει
να έχουν κουβαλημένο
να έχει κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένος, -η, -ο
να έχουν κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκουβάλα, κουβάλαγεκουβαλάτεκουβαλιέστε
Aoristκουβάλησε, κουβάλακουβαλήστεκουβαλήσουκουβαληθείτε
Part
izip
Presκουβαλώντας
Perfέχοντας κουβαλήσει, έχοντας κουβαλημένοκουβαλημένος, -η, -οκουβαλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκουβαλήσεικουβαληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάλλωβάλλουμε, βάλλομεβάλλομαιβαλλόμαστε
βάλλειςβάλλετεβάλλεσαιβάλλεστε, βαλλόσαστε
βάλλειβάλλουν(ε)βάλλεταιβάλλονται
Imper
fekt
έβαλλαβάλλαμεβαλλόμουν(α)βαλλόμαστε
έβαλλεςβάλλατεβαλλόσουν(α)βαλλόσαστε
έβαλλεέβαλλαν, βάλλαν(ε)βαλλόταν(ε)βάλλονταν
Aoristέβαλαβάλαμεβλήθηκαβληθήκαμε
έβαλεςβάλατεβλήθηκεςβληθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βλήθηκεβλήθηκαν, βληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλειέχουμε βάλειέχω βληθεί
είμαι βλημένος, -η
έχουμε βληθεί
είμαστε βλημένοι, -ες
έχεις βάλειέχετε βάλειέχεις βληθεί
είσαι βλημένος, -η
έχετε βληθεί
είστε βλημένοι, -ες
έχει βάλειέχουν βάλειέχει βληθεί
είναι βλημένος, -η, -ο
έχουν βληθεί
είναι βλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλειείχαμε βάλειείχα βληθεί
ήμουν βλημένος, -η
είχαμε βληθεί
ήμαστε βλημένοι, -ες
είχες βάλειείχατε βάλειείχες βληθεί
ήσουν βλημένος, -η
είχατε βληθεί
ήσαστε βλημένοι, -ες
είχε βάλειείχαν βάλειείχε βληθεί
ήταν βλημένος, -η, -ο
είχαν βληθεί
ήταν βλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάλλωθα βάλλουμε, θα βάλλομεθα βάλλομαιθα βαλλόμαστε
θα βάλλειςθα βάλλετεθα βάλλεσαιθα βάλλεστε, θα βαλλόσαστε
θα βάλλειθα βάλλουν(ε)θα βάλλεταιθα βάλλονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βληθώθα βληθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βληθείςθα βληθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βληθείθα βληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλειθα έχουμε βάλειθα έχω βληθεί
θα είμαι βλημένος, -η
θα έχουμε βληθεί
θα είμαστε βλημένοι, -ες
θα έχεις βάλειθα έχετε βάλειθα έχεις βληθεί
θα είσαι βλημένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βλημένοι, -ες
θα έχει βάλειθα έχουν βάλειθα έχει βληθεί
θα είναι βλημένος, -η, -ο
θα έχουν βληθεί
θα είναι βλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάλλωνα βάλλουμε, να βάλλομενα βάλλομαινα βαλλόμαστε
να βάλλειςνα βάλλετενα βάλλεσαινα βάλλεστε, να βαλλόσαστε
να βάλλεινα βάλλουν(ε)να βάλλεταινα βάλλονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βληθώνα βληθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βληθείςνα βληθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βληθείνα βληθούν(ε)
Perfνα έχω βάλεινα έχουμε βάλεινα έχω βληθεί
να είμαι βλημένος, -η
να έχουμε βληθεί
να είμαστε βλημένοι, -ες
να έχεις βάλεινα έχετε βάλεινα έχεις βληθεί
να είσαι βλημένος, -η
να έχετε βληθεί
να είστε βλημένοι, -ες
να έχει βάλεινα έχουν βάλεινα έχει βληθεί
να είναι βλημένος, -η, -ο
να έχουν βληθεί
να είναι βλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάλλεβάλλετεβάλλεστε
Aoristβάλεβάλετεβληθείτε
Part
izip
Presβάλλονταςβαλλόμενος
Perfέχοντας βάλειβλημένος, -η, -οβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback