κουβαλώ Verb  [kuvalo, koybalw]

  Verb
(11)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu κουβαλώ

κουβαλώ mittelgriechisch κουβαλῶ Koine-Griechisch κοβαλεύω altgriechisch κόβαλος


GriechischDeutsch
Αναφέρω αυτά τα γεγονότα επειδή, καθώς βρίσκομαι σε αυτό το βήμα, σύμβολο συνεννόησης μεταξύ διαφορετικών λαών, το πράττω έχοντας επίγνωση του ιστορικού φορτίου που κουβαλώ στην πλάτη μου και που και σεις κουβαλάτε στο παρελθόν καθενός από τα έθνη που εκπροσωπείτε.Ich erinnere an diese Ereignisse, weil ich dieses Podium ein Symbol der Gemeinschaft verschiedener Völker betrete und mir dabei des historischen Gepäcks bewusst bin, das ich auf meinen Schultern trage und das auch Sie tragen mit der Vergangenheit jeder einzelnen Nation, die Sie vertreten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κουβαλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουβαλάω, κουβαλώκουβαλάμε, κουβαλούμεκουβαλιέμαικουβαλιόμαστε
κουβαλάςκουβαλάτεκουβαλιέσαικουβαλιέστε, κουβαλιόσαστε
κουβαλάει, κουβαλάκουβαλάν(ε), κουβαλούν(ε)κουβαλιέταικουβαλιούνται, κουβαλιόνται
Imper
fekt
κουβαλούσα, κουβάλαγακουβαλούσαμε, κουβαλάγαμεκουβαλιόμουν(α)κουβαλιόμαστε, κουβαλιόμασταν
κουβαλούσες, κουβάλαγεςκουβαλούσατε, κουβαλάγατεκουβαλιόσουν(α)κουβαλιόσαστε, κουβαλιόσασταν
κουβαλούσε, κουβάλαγεκουβαλούσαν(ε), κουβάλαγαν, κουβαλάγανεκουβαλιόταν(ε)κουβαλιόνταν(ε), κουβαλιούνταν, κουβαλιόντουσαν
Aoristκουβάλησακουβαλήσαμεκουβαλήθηκακουβαληθήκαμε
κουβάλησεςκουβαλήσατεκουβαλήθηκεςκουβαληθήκατε
κουβάλησεκουβάλησαν, κουβαλήσαν(ε)κουβαλήθηκεκουβαλήθηκαν, κουβαληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κουβαλήσει
έχω κουβαλημένο
έχουμε κουβαλήσει
έχουμε κουβαλημένο
έχω κουβαληθεί
είμαι κουβαλημένος, -η
έχουμε κουβαληθεί
είμαστε κουβαλημένοι, -ες
έχεις κουβαλήσει
έχεις κουβαλημένο
έχετε κουβαλήσει
έχετε κουβαλημένο
έχεις κουβαληθεί
είσαι κουβαλημένος, -η
έχετε κουβαληθεί
είστε κουβαλημένοι, -ες
έχει κουβαλήσει
έχει κουβαλημένο
έχουν κουβαλήσει
έχουν κουβαλημένο
έχει κουβαληθεί
είναι κουβαλημένος, -η, -ο
έχουν κουβαληθεί
είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κουβαλήσει
είχα κουβαλημένο
είχαμε κουβαλήσει
είχαμε κουβαλημένο
είχα κουβαληθεί
ήμουν κουβαλημένος, -η
είχαμε κουβαληθεί
ήμαστε κουβαλημένοι, -ες
είχες κουβαλήσει
είχες κουβαλημένο
είχατε κουβαλήσει
είχατε κουβαλημένο
είχες κουβαληθεί
ήσουν κουβαλημένος, -η
είχατε κουβαληθεί
ήσαστε κουβαλημένοι, -ες
είχε κουβαλήσει
είχε κουβαλημένο
είχαν κουβαλήσει
είχαν κουβαλημένο
είχε κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένος, -η, -ο
είχαν κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουβαλάω, θα κουβαλώθα κουβαλάμε, θα κουβαλούμεθα κουβαλιέμαιθα κουβαλιόμαστε
θα κουβαλάςθα κουβαλάτεθα κουβαλιέσαιθα κουβαλιέστε, θα κουβαλιόσαστε
θα κουβαλάει, θα κουβαλάθα κουβαλάν(ε), θα κουβαλούν(ε)θα κουβαλιέταιθα κουβαλιούνται, θα κουβαλιόνται
Fut
ur
θα κουβαλήσωθα κουβαλήσουμε, θα κουβαλήσομεθα κουβαληθώθα κουβαληθούμε
θα κουβαλήσειςθα κουβαλήσετεθα κουβαληθείςθα κουβαληθείτε
θα κουβαλήσειθα κουβαλήσουν(ε)θα κουβαληθείθα κουβαληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουβαλήσει
θα έχω κουβαλημένο
θα έχουμε κουβαλήσει
θα έχουμε κουβαλημένο
θα έχω κουβαληθεί
θα είμαι κουβαλημένος, -η
θα έχουμε κουβαληθεί
θα είμαστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχεις κουβαλήσει
θα έχεις κουβαλημένο
θα έχετε κουβαλήσει
θα έχετε κουβαλημένο
θα έχεις κουβαληθεί
θα είσαι κουβαλημένος, -η
θα έχετε κουβαληθεί
θα είστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχει κουβαλήσει
θα έχει κουβαλημένο
θα έχουν κουβαλήσει
θα έχουν κουβαλημένο
θα έχει κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένος, -η, -ο
θα έχουν κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουβαλάω, να κουβαλώνα κουβαλάμε, να κουβαλούμενα κουβαλιέμαινα κουβαλιόμαστε
να κουβαλάςνα κουβαλάτενα κουβαλιέσαινα κουβαλιέστε, να κουβαλιόσαστε
να κουβαλάει, να κουβαλάνα κουβαλάν(ε), να κουβαλούν(ε)να κουβαλιέταινα κουβαλιούνται, να κουβαλιόνται
Aoristνα κουβαλήσωνα κουβαλήσουμε, να κουβαλήσομενα κουβαληθώνα κουβαληθούμε
να κουβαλήσειςνα κουβαλήσετενα κουβαληθείςνα κουβαληθείτε
να κουβαλήσεινα κουβαλήσουν(ε)να κουβαληθείνα κουβαληθούν(ε)
Perfνα έχω κουβαλήσει
να έχω κουβαλημένο
να έχουμε κουβαλήσει
να έχουμε κουβαλημένο
να έχω κουβαληθεί
να είμαι κουβαλημένος, -η
να έχουμε κουβαληθεί
να είμαστε κουβαλημένοι, -ες
να έχεις κουβαλήσει
να έχεις κουβαλημένο
να έχετε κουβαλήσει
να έχετε κουβαλημένο
να έχεις κουβαληθεί
να είσαι κουβαλημένος, -η
να έχετε κουβαληθεί
να είστε κουβαλημένοι, -η
να έχει κουβαλήσει
να έχει κουβαλημένο
να έχουν κουβαλήσει
να έχουν κουβαλημένο
να έχει κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένος, -η, -ο
να έχουν κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκουβάλα, κουβάλαγεκουβαλάτεκουβαλιέστε
Aoristκουβάλησε, κουβάλακουβαλήστεκουβαλήσουκουβαληθείτε
Part
izip
Presκουβαλώντας
Perfέχοντας κουβαλήσει, έχοντας κουβαλημένοκουβαλημένος, -η, -οκουβαλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκουβαλήσεικουβαληθεί











Griechische Definition zu κουβαλώ

κουβαλώ [kuvaló] & -άω, -ιέμαι : 1α. μεταφέρω κτ., συνήθ. βαρύ και ογκώδες, από ένα μέρος σε ένα άλλο: Kουβαλούσε ένα μεγάλο κιβώτιο. Δεν μπορώ να κουβαλήσω όλες αυτές τις τσάντες! Bοήθησέ με να κουβαλήσω τα ψώνια. Kουβαλάει κάθε μέρα νερό από τη βρύση. Ο Aινείας έφυγε κουβαλώντας στην πλάτη του το γέροντα πατέρα του. Kουβαλάει χώμα με το φορτηγό. || Kαι τι δεν κουβαλάει στο σπίτι του!, φέρνει με αφθονία όλα τα απαραίτητα για την οικογένειά του, τρόφιμα κτλ. || κουβαλώ πάντα ομπρέλα μαζί μου, έχω. ΦΡ κουβαλώ νερό στο μύλο κάποιου, με τα λόγια ή με τις πράξεις μου ενισχύω τις απόψεις ή τις πράξεις κάποιου, συνήθ. χωρίς να έχω αυτή την πρόθεση, αλλά από κακή εκτίμηση της πραγματικότητας. ΠAΡ Ο ποντικός* στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί. || (έκφρ.) κουβαλώ κπ. στην πλάτη μου, έχω τη φροντίδα και την ευθύνη του: Ως πότε θα σε κουβαλώ στην πλάτη μου; β. (οικ.) μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε ένα άλλο· μετακομίζω: Πότε θα κουβαληθείτε; Θα κουβαλήσουμε σε μια βδομάδα. 2. (μτφ.) α. υποχρεώνω κπ. να έρθει μαζί μου ή τον αναγκάζω να πάει κάπου: Tζάμπα μας κουβάλησες! Tι μας κουβάλησες τέτοια ώρα; Tον κουβαλήσαμε με το ζόρι. || πηγαίνω κάπου απρόσκλητος ή συνοδεύω κπ. απρόσκλητο και ανεπιθύμητο: Mας κουβαλήθηκαν κι άλλοι. Tι μας τους κουβάλησες όλους αυτούς; β. για οτιδήποτε αντιμετωπίζεται, μέσα σε μια χρονική διαδρομή, είτε ως δυσβάσταχτο φορτίο είτε ως στοιχείο πλούσιας πείρας ή μεγάλης ευθύνης: Όλοι μας κουβαλάμε το προπατορικό αμάρτημα. Tο Άγιο Όρος κουβαλάει μια χιλιόχρονη παράδοση. Kουβαλάει ένα μεγάλο όνομα. γ. (λογοτ.): Οι ευωδιές που κουβαλούσε το αεράκι.

[μσν. κουβαλώ < ελνστ. κοβαλ(εύω) `μεταφέρω (για χαμάλη)΄ μεταπλ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] ) < αρχ. κόβαλος (μαρτυρείται στη σημ.: `ξεδιάντροπος απατεώνας΄)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback