verschleppen
 Verb

κουβαλώ Verb
(0)
μεταδίδω Verb
(0)
καθυστερώ Verb
(0)
εκτοπίζω Verb
(0)
απάγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
(Virge) Du kannst jemanden nicht einfach verschleppen.Τσέρυ! Δεν μπορείς να την αναγκάσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Wieder zerstören sie unsere Städte und verschleppen die Menschen in die Sklaverei. Erbarme dich, hilf uns, Vater.Βοήθησέ μας, στείλε κάποιον που θα μας οδηγήσει στο φως.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie werden ihn mit an Bord des U-Boots nehmen und ihn verschleppen.Θα τον βάλουν σε υποβρύχιο και θα τον πάρουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Oh, und ob. Diese Spionen will Tony einen Betäubungstee einflößen... und ihn in einem U-Boot verschleppen.Αυτή η κατάσκοπος θα δώσει στον Τόνι τσάι με ναρκωτικό και θα τον πάρει με υποβρύχιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Es wurde nichts davon gesagt, ihn außer Landes zu verschleppen.Δεν είπαν να τον βγάλουμε απ' τη χώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουβαλάω, κουβαλώκουβαλάμε, κουβαλούμεκουβαλιέμαικουβαλιόμαστε
κουβαλάςκουβαλάτεκουβαλιέσαικουβαλιέστε, κουβαλιόσαστε
κουβαλάει, κουβαλάκουβαλάν(ε), κουβαλούν(ε)κουβαλιέταικουβαλιούνται, κουβαλιόνται
Imper
fekt
κουβαλούσα, κουβάλαγακουβαλούσαμε, κουβαλάγαμεκουβαλιόμουν(α)κουβαλιόμαστε, κουβαλιόμασταν
κουβαλούσες, κουβάλαγεςκουβαλούσατε, κουβαλάγατεκουβαλιόσουν(α)κουβαλιόσαστε, κουβαλιόσασταν
κουβαλούσε, κουβάλαγεκουβαλούσαν(ε), κουβάλαγαν, κουβαλάγανεκουβαλιόταν(ε)κουβαλιόνταν(ε), κουβαλιούνταν, κουβαλιόντουσαν
Aoristκουβάλησακουβαλήσαμεκουβαλήθηκακουβαληθήκαμε
κουβάλησεςκουβαλήσατεκουβαλήθηκεςκουβαληθήκατε
κουβάλησεκουβάλησαν, κουβαλήσαν(ε)κουβαλήθηκεκουβαλήθηκαν, κουβαληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κουβαλήσει
έχω κουβαλημένο
έχουμε κουβαλήσει
έχουμε κουβαλημένο
έχω κουβαληθεί
είμαι κουβαλημένος, -η
έχουμε κουβαληθεί
είμαστε κουβαλημένοι, -ες
έχεις κουβαλήσει
έχεις κουβαλημένο
έχετε κουβαλήσει
έχετε κουβαλημένο
έχεις κουβαληθεί
είσαι κουβαλημένος, -η
έχετε κουβαληθεί
είστε κουβαλημένοι, -ες
έχει κουβαλήσει
έχει κουβαλημένο
έχουν κουβαλήσει
έχουν κουβαλημένο
έχει κουβαληθεί
είναι κουβαλημένος, -η, -ο
έχουν κουβαληθεί
είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κουβαλήσει
είχα κουβαλημένο
είχαμε κουβαλήσει
είχαμε κουβαλημένο
είχα κουβαληθεί
ήμουν κουβαλημένος, -η
είχαμε κουβαληθεί
ήμαστε κουβαλημένοι, -ες
είχες κουβαλήσει
είχες κουβαλημένο
είχατε κουβαλήσει
είχατε κουβαλημένο
είχες κουβαληθεί
ήσουν κουβαλημένος, -η
είχατε κουβαληθεί
ήσαστε κουβαλημένοι, -ες
είχε κουβαλήσει
είχε κουβαλημένο
είχαν κουβαλήσει
είχαν κουβαλημένο
είχε κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένος, -η, -ο
είχαν κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουβαλάω, θα κουβαλώθα κουβαλάμε, θα κουβαλούμεθα κουβαλιέμαιθα κουβαλιόμαστε
θα κουβαλάςθα κουβαλάτεθα κουβαλιέσαιθα κουβαλιέστε, θα κουβαλιόσαστε
θα κουβαλάει, θα κουβαλάθα κουβαλάν(ε), θα κουβαλούν(ε)θα κουβαλιέταιθα κουβαλιούνται, θα κουβαλιόνται
Fut
ur
θα κουβαλήσωθα κουβαλήσουμε, θα κουβαλήσομεθα κουβαληθώθα κουβαληθούμε
θα κουβαλήσειςθα κουβαλήσετεθα κουβαληθείςθα κουβαληθείτε
θα κουβαλήσειθα κουβαλήσουν(ε)θα κουβαληθείθα κουβαληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουβαλήσει
θα έχω κουβαλημένο
θα έχουμε κουβαλήσει
θα έχουμε κουβαλημένο
θα έχω κουβαληθεί
θα είμαι κουβαλημένος, -η
θα έχουμε κουβαληθεί
θα είμαστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχεις κουβαλήσει
θα έχεις κουβαλημένο
θα έχετε κουβαλήσει
θα έχετε κουβαλημένο
θα έχεις κουβαληθεί
θα είσαι κουβαλημένος, -η
θα έχετε κουβαληθεί
θα είστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχει κουβαλήσει
θα έχει κουβαλημένο
θα έχουν κουβαλήσει
θα έχουν κουβαλημένο
θα έχει κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένος, -η, -ο
θα έχουν κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουβαλάω, να κουβαλώνα κουβαλάμε, να κουβαλούμενα κουβαλιέμαινα κουβαλιόμαστε
να κουβαλάςνα κουβαλάτενα κουβαλιέσαινα κουβαλιέστε, να κουβαλιόσαστε
να κουβαλάει, να κουβαλάνα κουβαλάν(ε), να κουβαλούν(ε)να κουβαλιέταινα κουβαλιούνται, να κουβαλιόνται
Aoristνα κουβαλήσωνα κουβαλήσουμε, να κουβαλήσομενα κουβαληθώνα κουβαληθούμε
να κουβαλήσειςνα κουβαλήσετενα κουβαληθείςνα κουβαληθείτε
να κουβαλήσεινα κουβαλήσουν(ε)να κουβαληθείνα κουβαληθούν(ε)
Perfνα έχω κουβαλήσει
να έχω κουβαλημένο
να έχουμε κουβαλήσει
να έχουμε κουβαλημένο
να έχω κουβαληθεί
να είμαι κουβαλημένος, -η
να έχουμε κουβαληθεί
να είμαστε κουβαλημένοι, -ες
να έχεις κουβαλήσει
να έχεις κουβαλημένο
να έχετε κουβαλήσει
να έχετε κουβαλημένο
να έχεις κουβαληθεί
να είσαι κουβαλημένος, -η
να έχετε κουβαληθεί
να είστε κουβαλημένοι, -η
να έχει κουβαλήσει
να έχει κουβαλημένο
να έχουν κουβαλήσει
να έχουν κουβαλημένο
να έχει κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένος, -η, -ο
να έχουν κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκουβάλα, κουβάλαγεκουβαλάτεκουβαλιέστε
Aoristκουβάλησε, κουβάλακουβαλήστεκουβαλήσουκουβαληθείτε
Part
izip
Presκουβαλώντας
Perfέχοντας κουβαλήσει, έχοντας κουβαλημένοκουβαλημένος, -η, -οκουβαλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκουβαλήσεικουβαληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταδίδωμεταδίδουμε, μεταδίδομεμεταδίδομαιμεταδιδόμαστε
μεταδίδειςμεταδίδετεμεταδίδεσαιμεταδίδεστε, μεταδιδόσαστε
μεταδίδειμεταδίδουν(ε)μεταδίδεταιμεταδίδονται
Imper
fekt
μετέδιδαμεταδίδαμεμεταδιδόμουν(α)μεταδιδόμαστε
μετέδιδεςμεταδίδατεμεταδιδόσουν(α)μεταδιδόσαστε
μετέδιδεμετέδιδαν, μεταδίδαν(ε)μεταδιδόταν(ε)μεταδίδονταν
Aoristμετέδωσα, μετάδωσαμεταδώσαμεμεταδόθηκαμεταδοθήκαμε
μετέδωσες, μετάδωσεςμεταδώσατεμεταδόθηκεςμεταδοθήκατε
μετέδωσε, μετάδωσεμετέδωσαν, μεταδώσαν(ε)μεταδόθηκεμεταδόθηκαν, μεταδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταδώσειέχουμε μεταδώσειέχω μεταδοθεί
(είμαι μεταδομένος, -η)
έχουμε μεταδοθεί
(είμαστε μεταδομένοι, -ες)
έχεις μεταδώσειέχετε μεταδώσειέχεις μεταδοθεί
(είσαι μεταδομένος, -η)
έχετε μεταδοθεί
(είστε μεταδομένοι, -ες)
έχει μεταδώσειέχουν μεταδώσειέχει μεταδοθεί
(είναι μεταδομένος, -η, -ο)
έχουν μεταδοθεί
(είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα μεταδώσειείχαμε μεταδώσειείχα μεταδοθεί
(ήμουν μεταδομένος, -η)
είχαμε μεταδοθεί
(ήμαστε μεταδομένος, -η)
είχες μεταδώσειείχατε μεταδώσειείχες μεταδοθεί
(ήσουν μεταδομένος, -η)
είχατε μεταδοθεί
(ήσαστε μεταδομένος, -η)
είχε μεταδώσειείχαν μεταδώσειείχε μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένος, -η, -ο)
είχαν μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταδίδωθα μεταδίδουμε, θα μεταδίδομεθα μεταδίδομαιθα μεταδιδόμαστε
θα μεταδίδειςθα μεταδίδετεθα μεταδίδεσαιθα μεταδίδεστε, θα μεταδιδόσαστε
θα μεταδίδειθα μεταδίδουν(ε)θα μεταδίδεταιθα μεταδίδονται
Fut
ur
θα μεταδώσωθα μεταδώσουμε, θα μεταδώσομεθα μεταδοθώθα μεταδοθούμε
θα μεταδώσειςθα μεταδώσετεθα μεταδοθείςθα μεταδοθείτε
θα μεταδώσειθα μεταδώσουν(ε)θα μεταδοθείθα μεταδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταδώσειθα έχουμε μεταδώσειθα έχω μεταδοθεί
(θα είμαι μεταδομένος, -η)
θα έχουμε μεταδοθεί
(θα είμαστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχεις μεταδώσειθα έχετε μεταδώσειθα έχεις μεταδοθεί
(θα είσαι μεταδομένος, -η)
θα έχετε μεταδοθεί
(θα είστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχει μεταδώσειθα έχουν μεταδώσειθα έχει μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένος, -η, -ο)
θα έχουν μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταδίδωνα μεταδίδουμε, να μεταδίδομενα μεταδίδομαινα μεταδιδόμαστε
να μεταδίδειςνα μεταδίδετενα μεταδίδεσαινα μεταδίδεστε, να μεταδιδόσαστε
να μεταδίδεινα μεταδίδουν(ε)να μεταδίδεταινα μεταδίδονται
Aoristνα μεταδώσωνα μεταδώσουμε, να μεταδώσομενα μεταδοθώνα μεταδοθούμε
να μεταδώσειςνα μεταδώσετενα μεταδοθείςνα μεταδοθείτε
να μεταδώσεινα μεταδώσουν(ε)να μεταδοθείνα μεταδοθούν(ε)
Perfνα έχω μεταδώσεινα έχουμε μεταδώσεινα έχω μεταδοθεί
(να είμαι μεταδομένος, -η)
να έχουμε μεταδοθεί
(να είμαστε μεταδομένοι, -ες)
να έχεις μεταδώσεινα έχετε μεταδώσεινα έχεις μεταδοθεί
(να είσαι μεταδομένος, -η)
να έχετε μεταδοθεί
(να είστε μεταδομένοι, -ες)
να έχει μεταδώσεινα έχουν μεταδώσεινα έχει μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένος, -η, -ο)
να έχουν μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presμετάδιδεμεταδίδετεμεταδίδεστε
Aoristμετάδωσεμεταδώστε, μεταδώσετεμεταδώσουμεταδοθείτε
Part
izip
Presμεταδίδονταςμεταδιδόμενος
Perfέχοντας μεταδώσειμεταδομένος, -η, -ομεταδομένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταδώσειμεταδοθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθυστερώκαθυστερούμε
καθυστερείςκαθυστερείτε
καθυστερείκαθυστερούν(ε)
Imper
fekt
καθυστερούσακαθυστερούσαμε
καθυστερούσεςκαθυστερούσατε
καθυστερούσεκαθυστερούσαν(ε)
Aoristκαθυστέρησακαθυστερήσαμε
καθυστέρησεςκαθυστερήσατε
καθυστέρησεκαθυστέρησαν, καθυστερήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω καθυστερήσειέχουμε καθυστερήσει
έχεις καθυστερήσειέχετε καθυστερήσει
έχει καθυστερήσειέχουν καθυστερήσει
Plu
perf
ekt
είχα καθυστερήσειείχαμε καθυστερήσει
είχες καθυστερήσειείχατε καθυστερήσει
είχε καθυστερήσειείχαν καθυστερήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθυστερώθα καθυστερούμε
θα καθυστερείςθα καθυστερείτε
θα καθυστερείθα καθυστερούν(ε)
Fut
ur
θα καθυστερήσωθα καθυστερήσουμε
θα καθυστερήσειςθα καθυστερήσετε
θα καθυστερήσειθα καθυστερήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθυστερήσειθα έχουμε καθυστερήσει
θα έχεις καθυστερήσειθα έχετε καθυστερήσει
θα έχει καθυστερήσειθα έχουν καθυστερήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθυστερώνα καθυστερούμε
να καθυστερείςνα καθυστερείτε
να καθυστερείνα καθυστερούν(ε)
Aoristνα καθυστερήσωνα καθυστερήσουμε, να καθυστερήσομε
να καθυστερήσειςνα καθυστερήσετε
να καθυστερήσεινα καθυστερήσουν(ε)
Perfνα έχω καθυστερήσεινα έχουμε καθυστερήσει
να έχεις καθυστερήσεινα έχετε καθυστερήσει
να έχει καθυστερήσεινα έχουν καθυστερήσει
Imper
ativ
Presκαθυστερείτε
Aoristκαθυστέρησεκαθυστερήστε, καθυστερήσετε
Part
izip
Presκαθυστερώντας
Perfέχοντας καθυστερήσει
InfinAoristκαθυστερήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback