καθυστερώ Verb  [kathistero, kathysterw]

(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu καθυστερώ

καθυστερώ Koine-Griechisch καθυστερέω / καθυστερῶ altgriechisch ὑστερέω / ὑστερῶ ὕστερος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu καθυστερώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθυστερώκαθυστερούμε
καθυστερείςκαθυστερείτε
καθυστερείκαθυστερούν(ε)
Imper
fekt
καθυστερούσακαθυστερούσαμε
καθυστερούσεςκαθυστερούσατε
καθυστερούσεκαθυστερούσαν(ε)
Aoristκαθυστέρησακαθυστερήσαμε
καθυστέρησεςκαθυστερήσατε
καθυστέρησεκαθυστέρησαν, καθυστερήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω καθυστερήσειέχουμε καθυστερήσει
έχεις καθυστερήσειέχετε καθυστερήσει
έχει καθυστερήσειέχουν καθυστερήσει
Plu
perf
ekt
είχα καθυστερήσειείχαμε καθυστερήσει
είχες καθυστερήσειείχατε καθυστερήσει
είχε καθυστερήσειείχαν καθυστερήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθυστερώθα καθυστερούμε
θα καθυστερείςθα καθυστερείτε
θα καθυστερείθα καθυστερούν(ε)
Fut
ur
θα καθυστερήσωθα καθυστερήσουμε
θα καθυστερήσειςθα καθυστερήσετε
θα καθυστερήσειθα καθυστερήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθυστερήσειθα έχουμε καθυστερήσει
θα έχεις καθυστερήσειθα έχετε καθυστερήσει
θα έχει καθυστερήσειθα έχουν καθυστερήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθυστερώνα καθυστερούμε
να καθυστερείςνα καθυστερείτε
να καθυστερείνα καθυστερούν(ε)
Aoristνα καθυστερήσωνα καθυστερήσουμε, να καθυστερήσομε
να καθυστερήσειςνα καθυστερήσετε
να καθυστερήσεινα καθυστερήσουν(ε)
Perfνα έχω καθυστερήσεινα έχουμε καθυστερήσει
να έχεις καθυστερήσεινα έχετε καθυστερήσει
να έχει καθυστερήσεινα έχουν καθυστερήσει
Imper
ativ
Presκαθυστερείτε
Aoristκαθυστέρησεκαθυστερήστε, καθυστερήσετε
Part
izip
Presκαθυστερώντας
Perfέχοντας καθυστερήσει
InfinAoristκαθυστερήσει







Griechische Definition zu καθυστερώ

καθυστερώ [kaθisteró] .9α μπε. καθυστερούμενος, μππ. καθυστερημένος* : 1α. αναχωρώ από κάπου ή φτάνω κάπου πιο αργά από ό,τι προβλεπόταν: Kαθυστέρησα να φύγω, γιατί έβρεχε. Kαθυστέρησα να έρθω, γιατί η κίνηση στο δρόμο ήταν μεγάλη. Kαθυστέρησε (να φύγει / να φτάσει) το καράβι / το αυτοκίνητο. || κάνω κτ. με βραδύ ρυθμό ή μετά τη λήξη μιας προθεσμίας: Kαθυστέρησα σήμερα να τελειώσω τη δουλειά μου. Nα μην καθυστερούμε άλλο, να μη χρονοτριβούμε. Nα μην καθυστερήσεις να πληρώσεις την εφορία. β. για ενέργεια, διαδικασία που δε γίνεται ή που δεν ολοκληρώνεται μέσα σε έναν καθορισμένο χρόνο: Kαθυστέρησε η πτήση / η παράδοση του εμπορεύματος. Kαθυστέρησε πολύ το χτίσιμο του σπιτιού. H ανάπτυξη της οικονομίας μας έχει καθυστερήσει αρκετά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback