hemmen
 Verb

καθυστερώ Verb
(0)
αναστέλλω Verb
(0)
κωλύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich bin ein Justizbeamter und Sie haben nicht das Recht, das Verfahren der Justiz zu hemmen.Υπηρετώ τον νόμο 24 ώρες τη μέρα. Τίποτα δε δικαιολογεί... την απόκρυψη στοιχείων, εκτός από συνταγματικούς λόγους.

Übersetzung nicht bestätigt

Das könnte Ihre Karriere sehr hemmen. Im Ernst?Θα μπορούσε να βλάψει την προαγωγή σας.

Übersetzung nicht bestätigt

Meine Mutter hat mir mal gesagt, es würde mein Wachstum hemmen.Η μαμά μου μού είπε ότι μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξή μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Umweltfragen hemmen alle Geschäftsangelegenheiten, die ich, oder Sie oder jeder andere verfolgen könnte.Τα περιβαλλοντολογικά θέματα, εδώ, σμικρύνουν τα τοπικιστικά επαγγελματικά ενδιαφέροντα, που εγώ, ή εσύ ή οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να επιδιώκουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Sollen etwa Bürokraten aus Washington... den Fortschritt hemmen?Θα αφήσουμε τους γραφειοκράτες της Ουάσιγκντον να σταθούν εμπόδιο στην πρόοδο;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθυστερώκαθυστερούμε
καθυστερείςκαθυστερείτε
καθυστερείκαθυστερούν(ε)
Imper
fekt
καθυστερούσακαθυστερούσαμε
καθυστερούσεςκαθυστερούσατε
καθυστερούσεκαθυστερούσαν(ε)
Aoristκαθυστέρησακαθυστερήσαμε
καθυστέρησεςκαθυστερήσατε
καθυστέρησεκαθυστέρησαν, καθυστερήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω καθυστερήσειέχουμε καθυστερήσει
έχεις καθυστερήσειέχετε καθυστερήσει
έχει καθυστερήσειέχουν καθυστερήσει
Plu
perf
ekt
είχα καθυστερήσειείχαμε καθυστερήσει
είχες καθυστερήσειείχατε καθυστερήσει
είχε καθυστερήσειείχαν καθυστερήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθυστερώθα καθυστερούμε
θα καθυστερείςθα καθυστερείτε
θα καθυστερείθα καθυστερούν(ε)
Fut
ur
θα καθυστερήσωθα καθυστερήσουμε
θα καθυστερήσειςθα καθυστερήσετε
θα καθυστερήσειθα καθυστερήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθυστερήσειθα έχουμε καθυστερήσει
θα έχεις καθυστερήσειθα έχετε καθυστερήσει
θα έχει καθυστερήσειθα έχουν καθυστερήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθυστερώνα καθυστερούμε
να καθυστερείςνα καθυστερείτε
να καθυστερείνα καθυστερούν(ε)
Aoristνα καθυστερήσωνα καθυστερήσουμε, να καθυστερήσομε
να καθυστερήσειςνα καθυστερήσετε
να καθυστερήσεινα καθυστερήσουν(ε)
Perfνα έχω καθυστερήσεινα έχουμε καθυστερήσει
να έχεις καθυστερήσεινα έχετε καθυστερήσει
να έχει καθυστερήσεινα έχουν καθυστερήσει
Imper
ativ
Presκαθυστερείτε
Aoristκαθυστέρησεκαθυστερήστε, καθυστερήσετε
Part
izip
Presκαθυστερώντας
Perfέχοντας καθυστερήσει
InfinAoristκαθυστερήσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναστέλλωαναστέλλουμε, αναστέλλομεαναστέλλομαιαναστελλόμαστε
αναστέλλειςαναστέλλετεαναστέλλεσαιαναστέλλεστε, αναστελλόσαστε
αναστέλλειαναστέλλουν(ε)αναστέλλεταιαναστέλλονται
Imper
fekt
ανέστελλααναστέλλαμεαναστελλόμουν(α)αναστελλόμαστε
ανέστελλεςαναστέλλατεαναστελλόσουν(α)αναστελλόσαστε
ανέστελλεανάστελλαν, αναστέλλαν(ε), ανέστελλαναναστελλόταν(ε)αναστέλλονταν
Aoristανέστειλααναστείλαμε
ανέστειλεςαναστείλατε
ανέστειλεανέστειλαν, αναστείλαν(ε)ανεστάλεανεστάλησαν
Per
fekt
έχω αναστείλειέχουμε αναστείλειέχω ανασταλείέχουμε ανασταλεί
έχεις αναστείλειέχετε αναστείλειέχεις ανασταλείέχετε ανασταλεί
έχει αναστείλειέχουν αναστείλειέχει ανασταλείέχουν ανασταλεί
Plu
per
fekt
είχα αναστείλειείχαμε αναστείλειείχα ανασταλείείχαμε ανασταλεί
είχες αναστείλειείχατε αναστείλειείχες ανασταλείείχατε ανασταλεί
είχε αναστείλειείχαν αναστείλειείχε ανασταλείείχαν ανασταλεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναστέλλωθα αναστέλλουμε, θα αναστέλλομεθα αναστέλλομαιθα αναστελλόμαστε
θα αναστέλλειςθα αναστέλλετεθα αναστέλλεσαιθα αναστέλλεστε, θα αναστελλόσαστε
θα αναστέλλειθα αναστέλλουν(ε)θα αναστέλλεταιθα αναστέλλονται
Fut
ur
θα αναστείλωθα αναστείλουμε, θα αναστείλομεθα ανασταλώθα ανασταλούμε
θα αναστείλειςθα αναστείλετεθα ανασταλείςθα ανασταλείτε
θα αναστείλειθα αναστείλουν(ε)θα ανασταλείθα ανασταλούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναστείλειθα έχουμε αναστείλειθα έχω ανασταλείθα έχουμε ανασταλεί
θα έχεις αναστείλειθα έχετε αναστείλειθα έχεις ανασταλείθα έχετε ανασταλεί
θα έχει αναστείλειθα έχουν αναστείλειθα έχει ανασταλείθα έχουν ανασταλεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναστέλλωνα αναστέλλουμε, να αναστέλλομενα αναστέλλομαινα αναστελλόμαστε
να αναστέλλειςνα αναστέλλετενα αναστέλλεσαινα αναστέλλεστε, να αναστελλόσαστε
να αναστέλλεινα αναστέλλουν(ε)να αναστέλλεταινα αναστέλλονται
Aoristνα αναστείλωνα αναστείλουμε, να αναστείλομενα ανασταλώνα ανασταλούμε
να αναστείλειςνα αναστείλετενα ανασταλείςνα ανασταλείτε
να αναστείλεινα αναστείλουν(ε)να ανασταλείνα ανασταλούν(ε)
Perfνα έχω αναστείλεινα έχουμε αναστείλεινα έχω ανασταλείνα έχουμε ανασταλεί
να έχεις αναστείλεινα έχετε αναστείλεινα έχεις ανασταλείνα έχετε ανασταλεί
να έχει αναστείλεινα έχουν αναστείλεινα έχει ανασταλείνα έχουν ανασταλεί
Imper
ativ
Presανάστελλεαναστέλλετεαναστέλλεστε
Aoristανέστειλεαναστείλετε, αναστείλτεανασταλείτε
Part
izip
Presαναστέλλοντας
Perfέχοντας αναστείλειαναστελεμένος, -η, -οαναστελεμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναστείλειανασταλεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback