herschleppen
 

κουβαλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Warum liess ich mich herschleppen?Γιατι σε αφησα να με φερεις εδω;

Übersetzung nicht bestätigt

Hätte die Alte lieber die Polizei herschleppen sollen?Προτιμούσες να μας φέρει τους μπάτσους η γρια;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden sie einfach in 2-Mann-Teams herschleppen.Θα τις μεταφέρουμε με δυο ομάδες.

Übersetzung nicht bestätigt

Warum Ihnen einen Sack über den Kopf stülpen und Sie mitten in der Nacht herschleppen.Γιατί να σας βάλουμε ένα σακί στο κεφάλι και να σας σύρουμε εδώ μεσ' τα μεσάνυκτα; Γιατί υπάρχει ένας αστροναύτης στη γωνία που φτιάχνει τοστάκια;

Übersetzung nicht bestätigt

Warum, verflucht, musstest du mich hier herschleppen?Γιατί στον πούτσο με έφερες εδώ πέρα;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουβαλάω, κουβαλώκουβαλάμε, κουβαλούμεκουβαλιέμαικουβαλιόμαστε
κουβαλάςκουβαλάτεκουβαλιέσαικουβαλιέστε, κουβαλιόσαστε
κουβαλάει, κουβαλάκουβαλάν(ε), κουβαλούν(ε)κουβαλιέταικουβαλιούνται, κουβαλιόνται
Imper
fekt
κουβαλούσα, κουβάλαγακουβαλούσαμε, κουβαλάγαμεκουβαλιόμουν(α)κουβαλιόμαστε, κουβαλιόμασταν
κουβαλούσες, κουβάλαγεςκουβαλούσατε, κουβαλάγατεκουβαλιόσουν(α)κουβαλιόσαστε, κουβαλιόσασταν
κουβαλούσε, κουβάλαγεκουβαλούσαν(ε), κουβάλαγαν, κουβαλάγανεκουβαλιόταν(ε)κουβαλιόνταν(ε), κουβαλιούνταν, κουβαλιόντουσαν
Aoristκουβάλησακουβαλήσαμεκουβαλήθηκακουβαληθήκαμε
κουβάλησεςκουβαλήσατεκουβαλήθηκεςκουβαληθήκατε
κουβάλησεκουβάλησαν, κουβαλήσαν(ε)κουβαλήθηκεκουβαλήθηκαν, κουβαληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κουβαλήσει
έχω κουβαλημένο
έχουμε κουβαλήσει
έχουμε κουβαλημένο
έχω κουβαληθεί
είμαι κουβαλημένος, -η
έχουμε κουβαληθεί
είμαστε κουβαλημένοι, -ες
έχεις κουβαλήσει
έχεις κουβαλημένο
έχετε κουβαλήσει
έχετε κουβαλημένο
έχεις κουβαληθεί
είσαι κουβαλημένος, -η
έχετε κουβαληθεί
είστε κουβαλημένοι, -ες
έχει κουβαλήσει
έχει κουβαλημένο
έχουν κουβαλήσει
έχουν κουβαλημένο
έχει κουβαληθεί
είναι κουβαλημένος, -η, -ο
έχουν κουβαληθεί
είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κουβαλήσει
είχα κουβαλημένο
είχαμε κουβαλήσει
είχαμε κουβαλημένο
είχα κουβαληθεί
ήμουν κουβαλημένος, -η
είχαμε κουβαληθεί
ήμαστε κουβαλημένοι, -ες
είχες κουβαλήσει
είχες κουβαλημένο
είχατε κουβαλήσει
είχατε κουβαλημένο
είχες κουβαληθεί
ήσουν κουβαλημένος, -η
είχατε κουβαληθεί
ήσαστε κουβαλημένοι, -ες
είχε κουβαλήσει
είχε κουβαλημένο
είχαν κουβαλήσει
είχαν κουβαλημένο
είχε κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένος, -η, -ο
είχαν κουβαληθεί
ήταν κουβαλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουβαλάω, θα κουβαλώθα κουβαλάμε, θα κουβαλούμεθα κουβαλιέμαιθα κουβαλιόμαστε
θα κουβαλάςθα κουβαλάτεθα κουβαλιέσαιθα κουβαλιέστε, θα κουβαλιόσαστε
θα κουβαλάει, θα κουβαλάθα κουβαλάν(ε), θα κουβαλούν(ε)θα κουβαλιέταιθα κουβαλιούνται, θα κουβαλιόνται
Fut
ur
θα κουβαλήσωθα κουβαλήσουμε, θα κουβαλήσομεθα κουβαληθώθα κουβαληθούμε
θα κουβαλήσειςθα κουβαλήσετεθα κουβαληθείςθα κουβαληθείτε
θα κουβαλήσειθα κουβαλήσουν(ε)θα κουβαληθείθα κουβαληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουβαλήσει
θα έχω κουβαλημένο
θα έχουμε κουβαλήσει
θα έχουμε κουβαλημένο
θα έχω κουβαληθεί
θα είμαι κουβαλημένος, -η
θα έχουμε κουβαληθεί
θα είμαστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχεις κουβαλήσει
θα έχεις κουβαλημένο
θα έχετε κουβαλήσει
θα έχετε κουβαλημένο
θα έχεις κουβαληθεί
θα είσαι κουβαλημένος, -η
θα έχετε κουβαληθεί
θα είστε κουβαλημένοι, -ες
θα έχει κουβαλήσει
θα έχει κουβαλημένο
θα έχουν κουβαλήσει
θα έχουν κουβαλημένο
θα έχει κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένος, -η, -ο
θα έχουν κουβαληθεί
θα είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουβαλάω, να κουβαλώνα κουβαλάμε, να κουβαλούμενα κουβαλιέμαινα κουβαλιόμαστε
να κουβαλάςνα κουβαλάτενα κουβαλιέσαινα κουβαλιέστε, να κουβαλιόσαστε
να κουβαλάει, να κουβαλάνα κουβαλάν(ε), να κουβαλούν(ε)να κουβαλιέταινα κουβαλιούνται, να κουβαλιόνται
Aoristνα κουβαλήσωνα κουβαλήσουμε, να κουβαλήσομενα κουβαληθώνα κουβαληθούμε
να κουβαλήσειςνα κουβαλήσετενα κουβαληθείςνα κουβαληθείτε
να κουβαλήσεινα κουβαλήσουν(ε)να κουβαληθείνα κουβαληθούν(ε)
Perfνα έχω κουβαλήσει
να έχω κουβαλημένο
να έχουμε κουβαλήσει
να έχουμε κουβαλημένο
να έχω κουβαληθεί
να είμαι κουβαλημένος, -η
να έχουμε κουβαληθεί
να είμαστε κουβαλημένοι, -ες
να έχεις κουβαλήσει
να έχεις κουβαλημένο
να έχετε κουβαλήσει
να έχετε κουβαλημένο
να έχεις κουβαληθεί
να είσαι κουβαλημένος, -η
να έχετε κουβαληθεί
να είστε κουβαλημένοι, -η
να έχει κουβαλήσει
να έχει κουβαλημένο
να έχουν κουβαλήσει
να έχουν κουβαλημένο
να έχει κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένος, -η, -ο
να έχουν κουβαληθεί
να είναι κουβαλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκουβάλα, κουβάλαγεκουβαλάτεκουβαλιέστε
Aoristκουβάλησε, κουβάλακουβαλήστεκουβαλήσουκουβαληθείτε
Part
izip
Presκουβαλώντας
Perfέχοντας κουβαλήσει, έχοντας κουβαλημένοκουβαλημένος, -η, -οκουβαλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκουβαλήσεικουβαληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback