υποστηρίζω Verb (143) |
στηρίζω Verb (59) |
ενισχύω Verb (0) |
υποβοηθώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Obwohl ich nicht dafür eintrete, daß jenen Flüchtlinge Zugang zu EQUAL gewährt wird, denen aufgrund der Tatsache, daß ihnen kein Flüchtlingsstatus zuerkannt wurde, Rückführung droht, würde ich doch die Zugangsmöglichkeit für alle anderen Asylsuchenden und Flüchtlinge unterstützen wollen. | Μολονότι δεν υποστηρίζω να έχουν πρόσβαση στο EQUAL οι πρόσφυγες εκείνοι, στους οποίους δεν χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα και απειλούνται με επαναπατρισμό, υποστηρίζω εντούτοις τη δυνατότητα πρόσβασης στο πρόγραμμα όλων των άλλων αιτούντων άσυλο και προσφύγων. Übersetzung bestätigt |
Herr Präsident, wir und das gilt auch für mich ganz persönlich unterstützen den Bericht von Frau Lienemann sowie die dort gesetzten Ziele und die zur Debatte stehende Richtlinie. | Κύριε Πρόεδρε, εμείς υποστηρίζουμε, και εγώ προσωπικά υποστηρίζω την έκθεση της κ. Lienemann και τους στόχους που θέτει και η οδηγία που εξετάζουμε. Übersetzung bestätigt |
In diesem Sinne unterstützen wir die Entschließung. | Από την άποψη αυτή, υποστηρίζω το ψήφισμα. Übersetzung bestätigt |
Kurzum, das Grundanliegen der Berichte werde ich sicherlich unterstützen, obgleich einige der vorgeschlagenen Elemente hier fehl am Platze sind. | Με δυο λόγια, κύριε Πρόεδρε, υποστηρίζω την κεντρική ιδέα των εκθέσεων, παρ' όλο που ορισμένα από τα στοιχεία που προτείνονται πιστεύουμε ότι δεν θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte zunächst die in das jetzige Abkommen aufgenommenen Neuerungen hervorheben und unterstützen, mit denen 50 % aller finanziellen Hilfen der Europäischen Union in gezielte Maßnahmen zur nachhaltigen Entwicklung des Sektors fließen sollen. | Επισημαίνω καταρχήν και υποστηρίζω τις καινοτομίες που έχουν εισαχθεί στην παρούσα συμφωνία σχετικά με τη διάθεση του 50% της συνολικής ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ειδικές δράσεις που προορίζονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
befürworten |
dafür sein |
anpreisen |
sekundieren |
unterstützen |
eintreten (für) |
empfehlen |
(sich) aussprechen für |
(ein) gutes Wort einlegen (für) |
Schützenhilfe leisten |
(sich) engagieren (für) |
Ähnliche Wörter |
---|
unterstützend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | unterstütze | ||
du | unterstützt | |||
er, sie, es | unterstützt | |||
Präteritum | ich | unterstützte | ||
Konjunktiv II | ich | unterstützte | ||
Imperativ | Singular | unterstütze! unterstütz! | ||
Plural | unterstützt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
unterstützt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterstützen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υποστηρίζω | υποστηρίζουμε, υποστηρίζομε | υποστηρίζομαι | στηριζόμαστε |
υποστηρίζεις | υποστηρίζετε | υποστηρίζεσαι | υποστηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
υποστηρίζει | υποστηρίζουν(ε) | υποστηρίζεται | υποστηρίζονται | ||
Imper fekt | υποστήριζα | υποστηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
υποστήριζες | υποστηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
υποστήριζε | υποστήριζαν, υποστηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | υποστηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
Aorist | υποστήριξα | υποστηρίξαμε | υποστηρίχτηκα, υποστηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
υποστήριξες | υποστηρίξατε | υποστηρίχτηκες, υποστηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
υποστήριξε | υποστήριξαν, υποστηρίξαν(ε) | υποστηρίχτηκε, υποστηρίχθηκε | υποστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) υποστηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υποστηρίξει | έχουμε υποστηρίξει | έχω στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
έχεις υποστηρίξει έχεις υποστηριγμένο | έχετε υποστηρίξει έχετε υποστηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι υποστηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
έχει υποστηρίξει | έχουν υποστηρίξει | έχει στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
Plu per fekt | είχα υποστηρίξει | είχαμε υποστηρίξει | είχα στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
είχες υποστηρίξει είχες υποστηριγμένο | είχατε υποστηρίξει είχατε υποστηριγμένο | είχες στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν υποστηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
είχε υποστηρίξει είχε υποστηριγμένο | είχαν υποστηρίξει είχαν υποστηριγμένο | είχε στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν υποστηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υποστηρίζω | θα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζομε | θα υποστηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
θα υποστηρίζεις | θα υποστηρίζετε | θα υποστηρίζεσαι | θα υποστηρίζεστε, | ||
θα υποστηρίζει | θα υποστηρίζουν(ε) | θα υποστηρίζεται | θα υποστηρίζονται | ||
Fut ur | θα υποστηρίξω | θα υποστηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
θα υποστηρίξεις | θα υποστηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
θα υποστηρίξει | θα υποστηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω υποστηρίξει | θα έχουμε υποστηρίξει | θα έχω στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
θα έχεις υποστηρίξει θα έχεις υποστηριγμένο | θα έχετε υποστηρίξει θα έχετε υποστηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι υποστηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
θα έχει υποστηρίξει θα έχει υποστηριγμένο | θα έχουν υποστηρίξει θα έχουν υποστηριγμένο | θα έχει στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υποστηρίζω | να υποστηρίζουμε, | να υποστηρίζομαι | να στηριζόμαστε |
να υποστηρίζεις | να υποστηρίζετε | να υποστηρίζεσαι | να υποστηρίζεστε, | ||
να υποστηρίζει | να υποστηρίζουν(ε) | να υποστηρίζεται | να υποστηρίζονται | ||
Aorist | να υποστηρίξω | να υποστηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
να υποστηρίξεις | να υποστηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
να υποστηρίξει | να υποστηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω υποστηρίξει | να έχουμε υποστηρίξει | να έχω στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
να έχεις υποστηρίξει | να έχετε υποστηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
να έχει υποστηρίξει | να έχουν υποστηρίξει | να έχει στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
Imper ativ | Pres | υποστήριζε | υποστηρίζετε | υποστηρίζεστε | |
Aorist | υποστήριξε | υποστηρίξτε, υποστηρίχτε | υποστηρίξου | στηριχτείτε | |
Part izip | Pres | υποστηρίζοντας | |||
Perf | έχοντας υποστηρίξει, έχοντας υποστηριγμένο | υποστηριγμένος, -η, -ο | υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υποστηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στηρίζω | στηρίζουμε, στηρίζομε | στηρίζομαι | στηριζόμαστε |
στηρίζεις | στηρίζετε | στηρίζεσαι | στηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
στηρίζει | στηρίζουν(ε) | στηρίζεται | στηρίζονται | ||
Imper fekt | στήριζα | στηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
στήριζες | στηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
στήριζε | στήριζαν, στηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | στηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
Aorist | στήριξα | στηρίξαμε | στηρίχτηκα, στηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
στήριξες | στηρίξατε | στηρίχτηκες, στηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
στήριξε | στήριξαν, στηρίξαν(ε) | στηρίχτηκε, στηρίχθηκε | στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στηρίξει | έχουμε στηρίξει | έχω στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
έχεις στηρίξει έχεις στηριγμένο | έχετε στηρίξει έχετε στηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι στηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε στηριγμένοι, -ες | ||
έχει στηρίξει | έχουν στηρίξει | έχει στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
Plu per fekt | είχα στηρίξει | είχαμε στηρίξει | είχα στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
είχες στηρίξει είχες στηριγμένο | είχατε στηρίξει είχατε στηριγμένο | είχες στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν στηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε στηριγμένοι, -ες | ||
είχε στηρίξει είχε στηριγμένο | είχαν στηρίξει είχαν στηριγμένο | είχε στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν στηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στηρίζω | θα στηρίζουμε, θα στηρίζομε | θα στηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
θα στηρίζεις | θα στηρίζετε | θα στηρίζεσαι | θα στηρίζεστε, | ||
θα στηρίζει | θα στηρίζουν(ε) | θα στηρίζεται | θα στηρίζονται | ||
Fut ur | θα στηρίξω | θα στηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
θα στηρίξεις | θα στηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
θα στηρίξει | θα στηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω στηρίξει | θα έχουμε στηρίξει | θα έχω στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
θα έχεις στηρίξει θα έχεις στηριγμένο | θα έχετε στηρίξει θα έχετε στηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι στηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε στηριγμένοι, -ες | ||
θα έχει στηρίξει θα έχει στηριγμένο | θα έχουν στηρίξει θα έχουν στηριγμένο | θα έχει στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι στηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι στηριγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στηρίζω | να στηρίζουμε, | να στηρίζομαι | να στηριζόμαστε |
να στηρίζεις | να στηρίζετε | να στηρίζεσαι | να στηρίζεστε, | ||
να στηρίζει | να στηρίζουν(ε) | να στηρίζεται | να στηρίζονται | ||
Aorist | να στηρίξω | να στηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
να στηρίξεις | να στηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
να στηρίξει | να στηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω στηρίξει | να έχουμε στηρίξει | να έχω στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
να έχεις στηρίξει | να έχετε στηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
να έχει στηρίξει | να έχουν στηρίξει | να έχει στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
Imper ativ | Pres | στήριζε | στηρίζετε | στηρίζεστε | |
Aorist | στήριξε | στηρίξτε, στηρίχτε | στηρίξου | στηριχτείτε | |
Part izip | Pres | στηρίζοντας | |||
Perf | έχοντας στηρίξει, έχοντας στηριγμένο | στηριγμένος, -η, -ο | στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.