Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, ich möchte die Annahme der Entschließung Dimitrakopoulos/Leinen wärmstens empfehlen, da in ihr sowohl unsere Enttäuschung über die unzureichende Agenda als auch unser Wille, die Regierungskonferenz so bald wie möglich durchzuführen, klar und deutlich zum Ausdruck kommen. | Κύριε Πρόεδρε, συνιστώ ένθερμα την υπερψήφιση του ψηφίσματος Δημητρακόπουλου/Leinen. Σα αυτό εκφράζεται καθαρά τόσο η απογοήτευσή μας για την ανεπάρκεια της ημερήσιας διάταξης, όσο όμως και η θέλησή μας να γίνει το συντομότερο η Διακυβερνητική Διάσκεψη. Übersetzung bestätigt |
Abschließend möchte ich auch wenn es zu einigen Punkten des Berichts sicher kritische Bemerkungen geben wird natürlich seine Annahme empfehlen in der Hoffnung, dass die darin formulierten Vorschläge die gebührende Zustimmung finden. | Ολοκληρώνοντας θα έλεγα ότι, ακόμη και αν θα μπορούσαν να διατυπωθούν ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές της έκθεσης, συνιστώ αναμφίβολα την έγκρισή της, με την ελπίδα ότι οι προτάσεις που διατυπώνονται θα συναντήσουν τη δέουσα υποδοχή. Übersetzung bestätigt |
In Luxemburg haben wir uns ihm Rahmen des nationalen Beschäftigungsplans für eine solche Vereinfachung entschieden, und das funktioniert sehr gut und ist ein Modell, das ich in aller Bescheidenheit empfehlen möchte. | Στο Λουξεμβούργο αποφασίσαμε μια τέτοια απλοποίηση στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου απασχόλησης, η οποία σημειώνει μεγάλη επιτυχία και αποτελεί πρότυπο το οποίο συνιστώ, χωρίς να θέλω να υπερηφανευθώ. Übersetzung bestätigt |
Da jedoch dieser politische Rahmen jetzt unbedingt auch hier diskutiert werden sollte, möchte ich den diesbezüglichen Änderungsantrag nachdrücklich empfehlen. | Αλλά, νομίζω, ακόμη, ότι είναι μεγάλης σημασίας να συζητήσουμε το θέμα του πολιτικού πλαισίου και, γι' αυτό, συνιστώ θερμά αυτή την τροπολογία. Übersetzung bestätigt |
Daher möchte ich empfehlen, dass in der Satzung des gemeinsamen Unternehmens ein Flugzeug-Bereitschaftsgewicht von 600 kg als ausschlaggebendes Merkmal festgelegt wird. | Κατά συνέπεια, συνιστώ ο καθοριστικός παράγοντας που θα πρέπει να οριστεί στο καταστατικό της κοινής επιχείρησης να είναι τα αεροσκάφη βάρους 600 κιλών σε αναμονή. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
befürworten |
dafür sein |
anpreisen |
sekundieren |
unterstützen |
eintreten (für) |
empfehlen |
(sich) aussprechen für |
(ein) gutes Wort einlegen (für) |
Schützenhilfe leisten |
(sich) engagieren (für) |
Ähnliche Wörter |
---|
empfehlenswert |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | empfehle | ||
du | empfiehlst | |||
er, sie, es | empfiehlt | |||
Präteritum | ich | empfahl | ||
Konjunktiv II | ich | empfähle empföhle | ||
Imperativ | Singular | empfiehl! | ||
Plural | empfehlt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
empfohlen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:empfehlen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνιστώ, συστήνω | συνιστούμε | συνιστώμαι | (συνιστόμαστε, συνιστώμεθα) |
συνιστάς | συνιστάτε | συνιστάσαι | (συνιστάστε, συνιστάσθε) | ||
συνιστά | συνιστούν(ε) | συνιστάται | συνιστώνται | ||
Imper fekt | συνιστούσα | συνιστούσαμε | |||
συνιστούσες | συνιστούσατε | ||||
συνιστούσε | συνιστούσαν(ε) | συνίστατο | συνίσταντο | ||
Aorist | σύστησα, συνέστησα | συστήσαμε | συστάθηκα, συνεστήθην | συσταθήκαμε | |
σύστησες, συνέστησες | συστήσατε | συστάθηκες, συνεστήθης | συσταθήκατε | ||
σύστησε, συνέστησε | συνέστησαν, συστήσαν(ε) | συστάθηκε, συνεστήθη | συστάθηκαν, συσταθήκαν(ε), συνέστησαν | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνιστώ | θα συνιστούμε | θα συνιστώμαι | (θα συνιστόμαστε, θα συνιστώμεθα) | |
θα συνιστάς | θα συνιστάτε | θα συνιστάσαι | (θα συνιστάστε, θα συνιστάσθε) | ||
θα συνιστά | θα συνιστούν(ε) | θα συνιστάται | θα συνιστώνται | ||
Fut ur | θα συστήσω | θα συστήσουμε, | θα συσταθώ | θα συσταθούμε | |
θα συστήσεις | θα συστήσετε | θα συσταθείς | θα συσταθείτε | ||
θα συστήσει | θα συστήσουν(ε) | θα συσταθεί | θα συσταθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνιστώ | να συνιστούμε | να συνιστώμαι | (να συνιστόμαστε, να συνιστώμεθα) |
να συνιστάς | να συνιστάτε | να συνιστάσαι | (να συνιστάστε, να συνιστάσθε) | ||
να συνιστά | να συνιστούν(ε) | να συνιστάται | να συνιστώνται | ||
Aorist | να συστήσω | να συστήσουμε, | να συσταθώ | να συσταθούμε | |
να συστήσεις | να συστήσετε | να συσταθείς | να συσταθείτε | ||
να συστήσει | να συστήσουν(ε) | να συσταθεί | να συσταθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συνιστάτε | (συνιστάστε, συνιστάσθε) | ||
Aorist | σύστησε | συστήστε, συστήσετε | συστήσου | συσταθείτε | |
Part izip | Pres | συνιστώντας | συνιστώμενος | ||
Perf | έχοντας συστήσει | συστημένος, -η, -ο | συστημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συστήσει | συσταθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συστήνω, sunisto61">συνιστώ | συστήνουμε, συστήνομε | συστήνομαι | συστηνόμαστε |
συστήνεις | συστήνετε | συστήνεσαι | συστήνεστε, συστηνόσαστε | ||
συστήνει | συστήνουν(ε) | συστήνεται | συστήνονται | ||
Imper fekt | σύστηνα | συστήναμε | συστηνόμουν(α) | συστηνόμαστε, συστηνόμασταν | |
σύστηνες | συστήνατε | συστηνόσουν(α) | συστηνόσαστε, συστηνόσασταν | ||
σύστηνε | σύστηναν, συστήναν(ε) | συστηνόταν(ε) | συστήνονταν, συστηνόντανε, συστηνόντουσαν | ||
Aorist | σύστησα | συστήσαμε | συστήθηκα | συστηθήκαμε | |
σύστησες | συστήσατε | συστήθηκες | συστηθήκατε | ||
σύστησε | σύστησαν, συστήσαν(ε) | συστήθηκε | συστήθηκαν, συστηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συστήνω | θα συστήνουμε, θα συστήνομε | θα συστήνομαι | θα συστηνόμαστε | |
θα συστήνεις | θα συστήνετε | θα συστήνεσαι | θα συστήνεστε, | ||
θα συστήνει | θα συστήνουν(ε) | θα συστήνεται | θα συστήνονται | ||
Fut ur | θα συστήσω | θα συστήσουμε | θα συστηθώ | θα συστηθούμε | |
θα συστήσεις | θα συστήσετε | θα συστηθείς | θα συστηθείτε | ||
θα συστήσει | θα συστήσουν | θα συστηθεί | θα συστηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συστήνω | να συστήνουμε | να συστήνομαι | να συστηνόμαστε |
να συστήνεις | να συστήνετε | να συστήνεσαι | να συστήνεστε, | ||
να συστήνει | να συστήνουν | να συστήνεται | να συστήνονται | ||
Aorist | να συστήσω | να συστήσουμε | να συστηθώ | να συστηθούμε | |
να συστήσεις | να συστήσετε | να συστηθείς | να συστηθείτε | ||
να συστήσει | να συστήσουν | να συστηθεί | να συστηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συστήνε | συστήνετε | συστήνεστε | |
Aorist | συστήσε | συστήστε, συστήσετε | συστήσου | συστηθείτε | |
Part izip | Pres | συστήνοντας | |||
Perf | έχοντας συστήσει, έχοντας συστημένο | συστημένος, -η, -ο | συστημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συστήσει | συστηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.