lehnen
 Verb

απαλογέρνω Verb
(0)
στηρίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Warum lehnen Sie denn die Vertragsunterzeichnung auf einmal ab?Γιατί πρέπει να εμποδιστεί ξαφνικά η υπογραφή των εγγράφων;

Übersetzung nicht bestätigt

Sie lehnen den Vertrag ab?-Ακυρώνεται η συμφωνία;

Übersetzung nicht bestätigt

Sie lehnen es ab, meine Hand zu nehmen?Αρνείστε λοιπόν τη χειραψία;

Übersetzung nicht bestätigt

Bevor der Abend vorbei ist, lehnen Sie gegen den Turm von Pisa und besteigen Mount Everest.Πριν τελειώσει το βράδυ θα στηρίζεσαι στον Πύργο της Πίζας και θα ανεβαίνεις το Έβερεστ.

Übersetzung nicht bestätigt

Darum sind wir so erfolgreich. Wir lehnen keine 45 Dollar ab.Γι' αυτό η σχολή μας είναι τόσο επιτυχημένη.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
lehnen an

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στηρίζωστηρίζουμε, στηρίζομεστηρίζομαιστηριζόμαστε
στηρίζειςστηρίζετεστηρίζεσαιστηρίζεστε, στηριζόσαστε
στηρίζειστηρίζουν(ε)στηρίζεταιστηρίζονται
Imper
fekt
στήριζαστηρίζαμεστηριζόμουν(α)στηριζόμαστε, στηριζόμασταν
στήριζεςστηρίζατεστηριζόσουν(α)στηριζόσαστε, στηριζόσασταν
στήριζεστήριζαν, στηρίζαν(ε)στηριζόταν(ε)στηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν
Aoristστήριξαστηρίξαμεστηρίχτηκα, στηρίχθηκαστηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε
στήριξεςστηρίξατεστηρίχτηκες, στηρίχθηκεςστηριχτήκατε, στηριχθήκατε
στήριξεστήριξαν, στηρίξαν(ε)στηρίχτηκε, στηρίχθηκεστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε)
στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στηρίξει
έχω στηριγμένο
έχουμε στηρίξει
έχουμε στηριγμένο
έχω στηριχτεί
έχω στηριχθεί
είμαι στηριγμένος, -η
έχουμε στηριχτεί
έχουμε στηριχθεί
είμαστε στηριγμένοι, -ες
έχεις στηρίξει
έχεις στηριγμένο
έχετε στηρίξει
έχετε στηριγμένο
έχεις στηριχτεί
έχεις στηριχθεί
είσαι στηριγμένος, -η
έχετε στηριχτεί
έχετε στηριχθεί
είστε στηριγμένοι, -ες
έχει στηρίξει
έχει στηριγμένο
έχουν στηρίξει
έχουν στηριγμένο
έχει στηριχτεί
έχει στηριχθεί
είναι στηριγμένος, -η, -ο
έχουν στηριχτεί
έχουν στηριχθεί
είναι στηριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στηρίξει
είχα στηριγμένο
είχαμε στηρίξει
είχαμε στηριγμένο
είχα στηριχτεί
είχα στηριχθεί
ήμουν στηριγμένος, -η
είχαμε στηριχτεί
είχαμε στηριχθεί
ήμαστε στηριγμένοι, -ες
είχες στηρίξει
είχες στηριγμένο
είχατε στηρίξει
είχατε στηριγμένο
είχες στηριχτεί
είχες στηριχθεί
ήσουν στηριγμένος, -η
είχατε στηριχτεί
είχατε στηριχθεί
ήσαστε στηριγμένοι, -ες
είχε στηρίξει
είχε στηριγμένο
είχαν στηρίξει
είχαν στηριγμένο
είχε στηριχτεί
είχε στηριχθεί
ήταν στηριγμένος, -η, -ο
είχαν στηριχτεί
είχαν στηριχθεί
ήταν στηριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στηρίζωθα στηρίζουμε, θα στηρίζομεθα στηρίζομαιθα στηριζόμαστε
θα στηρίζειςθα στηρίζετεθα στηρίζεσαιθα στηρίζεστε, θα στηριζόσαστε
θα στηρίζειθα στηρίζουν(ε)θα στηρίζεταιθα στηρίζονται
Fut
ur
θα στηρίξωθα στηρίξουμε, θα στηρίξομεθα στηριχτώθα στηριχτούμε
θα στηρίξειςθα στηρίξετεθα στηριχτείςθα στηριχτείτε
θα στηρίξειθα στηρίξουν(ε)θα στηριχτείθα στηριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στηρίξει
θα έχω στηριγμένο
θα έχουμε στηρίξει
θα έχουμε στηριγμένο
θα έχω στηριχτεί
θα έχω στηριχθεί
θα είμαι στηριγμένος, -η
θα έχουμε στηριχτεί
θα έχουμε στηριχθεί
θα είμαστε στηριγμένοι, -ες
θα έχεις στηρίξει
θα έχεις στηριγμένο
θα έχετε στηρίξει
θα έχετε στηριγμένο
θα έχεις στηριχτεί
θα έχεις στηριχθεί
θα είσαι στηριγμένος, -η
θα έχετε στηριχτεί
θα έχετε στηριχθεί
θα είστε στηριγμένοι, -ες
θα έχει στηρίξει
θα έχει στηριγμένο
θα έχουν στηρίξει
θα έχουν στηριγμένο
θα έχει στηριχτεί
θα έχει στηριχθεί
θα είναι στηριγμένος, -η, -ο
θα έχουν στηριχτεί
θα έχουν στηριχθεί
θα είναι στηριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στηρίζωνα στηρίζουμε, να στηρίζομενα στηρίζομαινα στηριζόμαστε
να στηρίζειςνα στηρίζετενα στηρίζεσαινα στηρίζεστε, να στηριζόσαστε
να στηρίζεινα στηρίζουν(ε)να στηρίζεταινα στηρίζονται
Aoristνα στηρίξωνα στηρίξουμε, να στηρίξομενα στηριχτώνα στηριχτούμε
να στηρίξειςνα στηρίξετενα στηριχτείςνα στηριχτείτε
να στηρίξεινα στηρίξουν(ε)να στηριχτείνα στηριχτούν(ε)
Perf να έχω στηρίξει
να έχω στηριγμένο
να έχουμε στηρίξει
να έχουμε στηριγμένο
να έχω στηριχτεί
να έχω στηριχθεί
να είμαι στηριγμένος, -η
να έχουμε στηριχτεί
να έχουμε στηριχθεί
να είμαστε στηριγμένοι, -ες
να έχεις στηρίξει
να έχεις στηριγμένο
να έχετε στηρίξει
να έχετε στηριγμένο
να έχεις στηριχτεί
να έχεις στηριχθεί
να είσαι στηριγμένος, -η
να έχετε στηριχτεί
να έχετε στηριχθεί
να είστε στηριγμένοι, -ες
να έχει στηρίξει
να έχει στηριγμένο
να έχουν στηρίξει
να έχουν στηριγμένο
να έχει στηριχτεί
να έχει στηριχθεί
να είναι στηριγμένος, -η, -ο
να έχουν στηριχτεί
να έχουν στηριχθεί
να είναι στηριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστήριζεστηρίζετεστηρίζεστε
Aoristστήριξεστηρίξτε, στηρίχτεστηρίξουστηριχτείτε
Part
izip
Presστηρίζοντας
Perfέχοντας στηρίξει, έχοντας στηριγμένοστηριγμένος, -η, -οστηριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristστηρίξειστηριχτεί, στηριχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback