στηρίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Fakten muss man psychologisch untermauern. | Είναι πάρα πολλά, και παραείναι τέλεια. Übersetzung nicht bestätigt |
Lassen Sie mich untermauern, dass niemand überleben wird, sollten wir versagen. | Σε διαβεβαιώ ότι αν αποτύχουμε, δεν πρόκειται κανείς να ζήσει. Übersetzung nicht bestätigt |
Lass mich untermauern, dass niemand überleben wird, sollten wir versagen. | Σε διαβεβαιώ ότι αν αποτύχουμε, δεν πρόκειται κανείς να ζήσει. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich sollte herausfinden, was los ist, und nicht seine Vermutungen untermauern. Genau dabei bin ich. | Ο Τζόναθαν έχει αναστατωθεί που μπλέκεσαι στις δουλειές του... αντί να κανονίζεις το θέμα με τον Γουίτμπυ. Übersetzung nicht bestätigt |
Können Sie die Anklage untermauern? | Ο Μπεν. Έχετε αδιάσειστα στοιχεία εναντίον του; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ankurbeln |
stärken |
vertiefen |
verstärken |
untermauern |
intensivieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | untermauere | ||
du | untermauerst | |||
er, sie, es | untermauert | |||
Präteritum | ich | untermauerte | ||
Konjunktiv II | ich | untermauerte | ||
Imperativ | Singular | untermauere! untermauer! untermaure! | ||
Plural | untermauert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
untermauert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:untermauern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στηρίζω | στηρίζουμε, στηρίζομε | στηρίζομαι | στηριζόμαστε |
στηρίζεις | στηρίζετε | στηρίζεσαι | στηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
στηρίζει | στηρίζουν(ε) | στηρίζεται | στηρίζονται | ||
Imper fekt | στήριζα | στηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
στήριζες | στηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
στήριζε | στήριζαν, στηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | στηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
Aorist | στήριξα | στηρίξαμε | στηρίχτηκα, στηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
στήριξες | στηρίξατε | στηρίχτηκες, στηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
στήριξε | στήριξαν, στηρίξαν(ε) | στηρίχτηκε, στηρίχθηκε | στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στηρίξει | έχουμε στηρίξει | έχω στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
έχεις στηρίξει έχεις στηριγμένο | έχετε στηρίξει έχετε στηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι στηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε στηριγμένοι, -ες | ||
έχει στηρίξει | έχουν στηρίξει | έχει στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
Plu per fekt | είχα στηρίξει | είχαμε στηρίξει | είχα στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
είχες στηρίξει είχες στηριγμένο | είχατε στηρίξει είχατε στηριγμένο | είχες στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν στηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε στηριγμένοι, -ες | ||
είχε στηρίξει είχε στηριγμένο | είχαν στηρίξει είχαν στηριγμένο | είχε στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν στηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στηρίζω | θα στηρίζουμε, θα στηρίζομε | θα στηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
θα στηρίζεις | θα στηρίζετε | θα στηρίζεσαι | θα στηρίζεστε, | ||
θα στηρίζει | θα στηρίζουν(ε) | θα στηρίζεται | θα στηρίζονται | ||
Fut ur | θα στηρίξω | θα στηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
θα στηρίξεις | θα στηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
θα στηρίξει | θα στηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω στηρίξει | θα έχουμε στηρίξει | θα έχω στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
θα έχεις στηρίξει θα έχεις στηριγμένο | θα έχετε στηρίξει θα έχετε στηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι στηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε στηριγμένοι, -ες | ||
θα έχει στηρίξει θα έχει στηριγμένο | θα έχουν στηρίξει θα έχουν στηριγμένο | θα έχει στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι στηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι στηριγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στηρίζω | να στηρίζουμε, | να στηρίζομαι | να στηριζόμαστε |
να στηρίζεις | να στηρίζετε | να στηρίζεσαι | να στηρίζεστε, | ||
να στηρίζει | να στηρίζουν(ε) | να στηρίζεται | να στηρίζονται | ||
Aorist | να στηρίξω | να στηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
να στηρίξεις | να στηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
να στηρίξει | να στηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω στηρίξει | να έχουμε στηρίξει | να έχω στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
να έχεις στηρίξει | να έχετε στηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
να έχει στηρίξει | να έχουν στηρίξει | να έχει στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
Imper ativ | Pres | στήριζε | στηρίζετε | στηρίζεστε | |
Aorist | στήριξε | στηρίξτε, στηρίχτε | στηρίξου | στηριχτείτε | |
Part izip | Pres | στηρίζοντας | |||
Perf | έχοντας στηρίξει, έχοντας στηριγμένο | στηριγμένος, -η, -ο | στηριγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.