{το}  ποδήλατο Subst.  [podilato, pothilato, podhlato]

{das}    Subst.
(1507)
{das}    Subst.
(4)
{der}  
Drahtesel (ugs.)
  Subst.
(2)

Etymologie zu ποδήλατο

ποδήλατο substantiviertes Neutrum des Adjektivs ποδήλατος (ποδήλατο όχημα) altgriechisch ποδ- ( πούς) + -ήλατο ( ελαύνω: προχωρώ)


GriechischDeutsch
Στους επισκέπτες διατίθενται ποδήλατα (τουλάχιστον 3 ποδήλατα για κάθε 50 δωμάτια).(Für jeweils 50 Zimmer müssen mindestens 3 Fahrräder vorhanden sein.)

Übersetzung bestätigt

Στους επισκέπτες διατίθενται ποδήλατα.Den Gästen sind Fahrräder zur Verfügung zu stellen.

Übersetzung bestätigt

(Τουλάχιστον 3 ποδήλατα για κάθε 50 θέσεις κατασκήνωσης/κάμπινγκ ή/και μονάδες ενοικιαζόμενων καταλυμάτων).(Je 50 Stellplätze und/oder Mietunterkünfte müssen mindestens 3 Fahrräder vorhanden sein.)

Übersetzung bestätigt

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 71/97 του Συμβουλίου, της 10ης Ιανουαρίου 1997, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, που επεβλήθη με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2474/93 στα ποδήλατα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την επιβολή του επεκταθέντος δασμού στις εισαγωγές που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 703/96 [2] (ο «κανονισμός επέκτασης»),gestützt auf die Verordnung (EG) Nr. 71/97 des Rates vom 10. Januar 1997 zur Ausweitung des mit der Verordnung (EWG) Nr. 2474/93 auf Fahrräder mit Ursprung in der Volksrepublik China eingeführten endgültigen Antidumpingzolls auf die Einfuhren bestimmter Fahrradteile aus der Volksrepublik China und zur Erhebung des ausgeweiteten Zolls auf derartige gemäß der Verordnung (EG) Nr. 703/96 zollamtlich erfasste Einfuhren [2]

Übersetzung bestätigt

Μοτοσικλέτες (στις οποίες περιλαμβάνονται και τα μοτοποδήλατα) και ποδήλατα με βοηθητικό κινητήρα, με ή χωρίς πλάγιο κιβώτιο· πλάγια κιβώτια (καρότσες)Krafträder (einschließlich Mopeds) und Fahrräder mit Hilfsmotor, auch mit Beiwagen; Beiwagen

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu ποδήλατο

ποδήλατο το [poδílato] : ελαφρό όχημα με δύο (ή τρεις) τροχούς, που κινείται με πετάλια, τα οποία χειρίζεται με τα πόδια του ο αναβάτης: Ρόδες / φρένα / σέλα / σχάρα ποδηλάτου. Εκδρομή / αγώνες με ποδήλατο. Aγωνιστικό / γυναικείο / παιδικό ποδήλατο. ΦΡ κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο, του δημιουργώ μεγάλες δυσκολίες, προβλήματα, τον ταλαιπωρώ. γίνομαι ποδήλατο, ταλαιπωρούμαι. || ποδήλατο γυμναστικής, όργανο γυμναστικής με πεντάλ που γυμνάζει τα κάτω άκρα. || (Θαλάσσιο) ποδήλατο, είδος πλωτού οχήματος με πεντάλ που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους για αναψυχή. ποδηλατάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ποδήλατος (ενν. όχημα)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback