ποδήλατο substantiviertes Neutrum des Adjektivs ποδήλατος (ποδήλατο όχημα) altgriechisch ποδ- ( πούς) + -ήλατο ( ελαύνω: προχωρώ)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Στους επισκέπτες διατίθενται ποδήλατα (τουλάχιστον 3 ποδήλατα για κάθε 50 δωμάτια). | (Für jeweils 50 Zimmer müssen mindestens 3 Fahrräder vorhanden sein.) Übersetzung bestätigt |
Στους επισκέπτες διατίθενται ποδήλατα. | Den Gästen sind Fahrräder zur Verfügung zu stellen. Übersetzung bestätigt |
(Τουλάχιστον 3 ποδήλατα για κάθε 50 θέσεις κατασκήνωσης/κάμπινγκ ή/και μονάδες ενοικιαζόμενων καταλυμάτων). | (Je 50 Stellplätze und/oder Mietunterkünfte müssen mindestens 3 Fahrräder vorhanden sein.) Übersetzung bestätigt |
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 71/97 του Συμβουλίου, της 10ης Ιανουαρίου 1997, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, που επεβλήθη με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2474/93 στα ποδήλατα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την επιβολή του επεκταθέντος δασμού στις εισαγωγές που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 703/96 [2] (ο «κανονισμός επέκτασης»), | gestützt auf die Verordnung (EG) Nr. 71/97 des Rates vom 10. Januar 1997 zur Ausweitung des mit der Verordnung (EWG) Nr. 2474/93 auf Fahrräder mit Ursprung in der Volksrepublik China eingeführten endgültigen Antidumpingzolls auf die Einfuhren bestimmter Fahrradteile aus der Volksrepublik China und zur Erhebung des ausgeweiteten Zolls auf derartige gemäß der Verordnung (EG) Nr. 703/96 zollamtlich erfasste Einfuhren [2] Übersetzung bestätigt |
Μοτοσικλέτες (στις οποίες περιλαμβάνονται και τα μοτοποδήλατα) και ποδήλατα με βοηθητικό κινητήρα, με ή χωρίς πλάγιο κιβώτιο· πλάγια κιβώτια (καρότσες) | Krafträder (einschließlich Mopeds) und Fahrräder mit Hilfsmotor, auch mit Beiwagen; Beiwagen Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Drahtesel | die Drahtesel |
Genitiv | des Drahtesels | der Drahtesel |
Dativ | dem Drahtesel | den Drahteseln |
Akkusativ | den Drahtesel | die Drahtesel |
ποδήλατο το [poδílato] : ελαφρό όχημα με δύο (ή τρεις) τροχούς, που κινείται με πετάλια, τα οποία χειρίζεται με τα πόδια του ο αναβάτης: Ρόδες / φρένα / σέλα / σχάρα ποδηλάτου. Εκδρομή / αγώνες με ποδήλατο. Aγωνιστικό / γυναικείο / παιδικό ποδήλατο. ΦΡ κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο, του δημιουργώ μεγάλες δυσκολίες, προβλήματα, τον ταλαιπωρώ. γίνομαι ποδήλατο, ταλαιπωρούμαι. || ποδήλατο γυμναστικής, όργανο γυμναστικής με πεντάλ που γυμνάζει τα κάτω άκρα. || (Θαλάσσιο) ποδήλατο, είδος πλωτού οχήματος με πεντάλ που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους για αναψυχή.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.