παρελθόν altgriechisch παρελθόν, Maskulinum von παρελθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος πάρειμι / παρέρχομαι παρά + εἶμι / ἔρχομαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τέλος, ο όρος εφάπαξ που αναφέρεται στο σημείο 72 και επόμενα των κατευθυντηρίων γραμμών πληρούται, αφού η Ottana Energia δεν έτυχε ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης στο παρελθόν. | Schließlich ist auch der Grundsatz der „einmaligen“ Beihilfe (Randnummern 72 ff. der Leitlinien) beachtet, da Ottana Energia in der Vergangenheit noch keine Rettungsoder Umstrukturierungsbeihilfe erhalten hat. Übersetzung bestätigt |
Επειδή η Sovello έχει λάβει ήδη στο παρελθόν ενίσχυση για προηγούμενο επενδυτικό σχέδιο (Sovello1) κείμενο στην ίδια τοποθεσία (σε οικόπεδο όμορο με τις εγκαταστάσεις του Sovello2) και μεταξύ των εργασιών κατασκευής του έργου Sovello1 (2005) και αυτών του έργου Sovello2 (Ιούλιος 2006) παρήλθαν λιγότερα από τρία έτη, θα πρέπει να διαπιστωθεί αν η εν λόγω προηγούμενη επένδυση αποτελεί ενιαία επένδυση από κοινού με το κοινοποιηθέν σχέδιο Sovello2. | Da Sovello bereits in der Vergangenheit eine Beihilfe für ein früheres Investitionsvorhaben (Sovello1) am selben Standort (auf einem an das Sovello2-Gelände angrenzenden Grundstück) erhalten hat und zwischen dem Beginn der Arbeiten am Sovello1-Vorhaben (2005) und dem der Arbeiten am Sovello2-Vorhaben (Juli 2006) weniger als drei Jahre vergangen sind, muss festgestellt werden, ob diese frühere Investition zusammen mit dem angemeldeten Vorhaben Sovello2 eine Einzelinvestition bildet. Übersetzung bestätigt |
Οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν ότι μια επιχείρηση που έχει ήδη λάβει στο παρελθόν ενίσχυση αναδιάρθρωσης δεν μπορεί φυσιολογικά να λάβει δεύτερη ενίσχυση σε διάστημα δέκα ετών μετά τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης. | In den Leitlinien wird festgelegt, dass ein Unternehmen, das bereits in der Vergangenheit eine Umstrukturierungsbeihilfe erhalten hat, normalerweise in den zehn Jahren nach Ende der Umstrukturierungsphase nicht erneut eine Beihilfe erhalten kann. Übersetzung bestätigt |
Η Επιτροπή έχει εγκρίνει κατά το παρελθόν ορισμένα καθεστώτα εγγυήσεων στον κλάδο της ναυπηγικής βιομηχανίας τα οποία δεν εμπεριείχαν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, στα εξής κράτη μέλη: Γερμανία (ΕΕ C 62 της 11.3.2004, σ. 3), Κάτω Χώρες (ΕΕ C 228 της 17.9.2005, σ. 10), Γαλλία (ΕΕ C 259 της 27.10.2006, σ. 14) και Φινλανδία (ΕΕ C 152 της 6.7.2007, σ. 6). | Die Kommission hat in der Vergangenheit bestimmte Garantieregelungen für den Schiffbau genehmigt, die keine staatliche Beihilfe beinhalteten, und zwar in folgenden Ländern: Deutschland (ABI C 62 vom 11.3.2004, S. 3), Niederlande (ABI C 228 vom 17.9.2005, S. 10), Frankreich (ABI C 259 vom 27.10.2006, S. 14) und Finnland (ABI C 152 vom 6.7.2007, S. 6). Übersetzung bestätigt |
Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από τα δεκαέξι μέτρα που αφορούσε η επίσημη διαδικασία έρευνας, ορισμένα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1, ορισμένα συνιστούν συμβιβάσιμη ενίσχυση, αρκετά συνιστούν μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις, ενώ αρκετές ενισχύσεις που είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή κατά το παρελθόν εφαρμόσθηκαν καταχρηστικά. | Die Kommission stellte fest, dass von den sechzehn Maßnahmen Der förmlichen Prüfung manche keine staatlichen Beihilfe im Sinne von Artikel 87 Absatz 1 sind, manche eine vereinbare Beihilfe sind, andere nicht vereinbare Beihilfen, während mehrere Beihilfen, die in der Vergangenheit von der Kommission genehmigt waren, missbräuchlich durchgeführt wurden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
παρελθοντολογικός -ή -ό |
Deutsche Synonyme |
---|
Mitvergangenheit |
Präteritum |
Imperfekt |
Vergangenheit |
Noch keine Grammatik zu παρελθόν.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Vergangenheit | die Vergangenheiten |
Genitiv | der Vergangenheit | der Vergangenheiten |
Dativ | der Vergangenheit | den Vergangenheiten |
Akkusativ | die Vergangenheit | die Vergangenheiten |
παρελθόν το [parelθón] : 1. ο χρόνος, το χρονικό διάστημα που έχει ήδη περάσει, που έχει προηγηθεί της παρούσας χρονικής στιγμής: Πρόσφατο / κοντινό / μακρινό / απώτερο παρελθόν. Ο ύποπτος έχει απασχολήσει επανειλημμένα κατά το παρελθόν την αστυνομία. Mνήμες / εικόνες από το παρελθόν. Ο χρόνος γίνεται αντιληπτός ως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Aναδρομή στο παρελθόν. Οι ιστορικοί ερευνούν το παρελθόν. Kτ. ανήκει στο / αποτελεί παρελθόν, έχει παρέλθει οριστικά, ανεπίστρεπτα: Tο καθεστώς της δουλείας ανήκει στο παρελθόν. || (γραμμ.) γραμματικός τύπος που τοποθετεί το γεγονός ή την κατάσταση που δηλώνει το ρήμα στο παρελθόν: Οι χρόνοι του παρελθόντος είναι τρεις: ο παρατατικός, ο αόριστος κι ο υπερσυντέλικος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.