ακούω Verb  [akuo, akoyw]

  Verb
(2490)
  Verb
(184)
  Verb
(147)
  Verb
(1)

Etymologie zu ακούω

ακούω altgriechisch ἀκούω


GriechischDeutsch
Van Rompuy διευκρίνισε ότι: "θα είναι μια ευκαιρία να ακούω τις απόψεις σας και να τις συνεκτιμώ στα συμπεράσματα που θα παρουσιάζω στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων".Dies bietet mir die Gelegenheit, Ihren Standpunkt zu hören und in den Schlussfolgerungen zu berücksichtigen, die ich den Staatsund Regierungschefs vorlegen werde."

Übersetzung bestätigt

Με ικανοποιεί ιδιαίτερα που ακούω τώρα ότι ο κ. Javier Solana θα καλέσει αυτό το Σαββατοκύριακο τους υπουργούς Εσωτερικών για να συζητήσουν το ζήτημα της αστυνομίας.Es freut mich daher, jetzt zu hören, daß Herr Javier Solana am Wochenende die Innenminister versammeln wird, um die Polizeifrage zu diskutieren.

Übersetzung bestätigt

Είμαι καινούριος βουλευτής και, συνεπώς, είμαι λίγο σοκαρισμένος όταν ακούω ότι η δυσάρεστη κατάσταση που επικρατεί τις Παρασκευές υφίσταται για χρόνια, χωρίς να υπάρξει κάποια αλλαγή.Ich bin als neues Mitglied ein wenig schockiert, wenn ich zu hören bekomme, daß die freitags herrschenden Mißstände schon seit Jahren existieren, ohne daß Veränderungen vorgenommen werden.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, χαίρομαι που ακούω ότι προκειμένου να τηρηθούν οι δεσμεύσεις απαιτούνται περισσότεροι πόροι και προσωπικό.Herr Präsident! Es freut mich zu hören, daß zur Erfüllung der Verpflichtungen mehr Mittel und mehr Personal erforderlich sind.

Übersetzung bestätigt

(DE) Αξιότιμε κύριε Επίτροπε, χαίρομαι που ακούω, πως πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα.Sehr geehrter Kommissar, es freut mich, zu hören, dass bestimmte Maßnahmen ergriffen werden sollen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ακούω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακούωακούουμεακούγομαιακουγόμαστε
ακούςακούτεακούγεσαιακούγεστε, ακουγόσαστε
ακούειακούν(ε)ακούγεταιακούγονται
Imper
fekt
άκουγαακούγαμεακουγόμουν(α)ακουγόμαστε, ακουγόμασταν
άκουγεςακούγατεακουγόσουν(α)ακουγόσαστε, ακουγόσασταν
άκουγεάκουγαν, ακούγαν(ε)ακουγόταν(ε)ακούγονταν, ακουγόντανε, ακουγόντουσαν
Aoristάκουσαακούσαμεακούστηκαακουστήκαμε
άκουσεςακούσατεακούστηκεςακουστήκατε
άκουσεάκουσαν, ακούσαν(ε)ακούστηκεακουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ακούσειέχουμε ακούσειέχω ακουστείέχουμε ακουστεί
έχεις ακούσειέχετε ακούσειέχεις ακουστείέχετε ακουστεί
έχει ακούσειέχουν ακούσειέχει ακουστείέχουν ακουστεί
Plu
per
fekt
είχα ακούσειείχαμε ακούσειείχα ακουστείείχαμε ακουστεί
είχες ακούσειείχατε ακούσειείχες ακουστείείχατε ακουστεί
είχε ακούσειείχαν ακούσειείχε ακουστείείχαν ακουστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακούωθα ακούμεθα ακούγομαιθα ακουγόμαστε
θα ακούςθα ακούτεθα ακούγεσαιθα ακούγεστε, θα ακουγόσαστε
θα ακούειθα ακούν(ε)θα ακούγεταιθα ακούγονται
Fut
ur
θα ακούσωθα ακούσουμε, θα ακούσομεθα ακουστώθα ακουστούμε
θα ακούσειςθα ακούσετεθα ακουστείςθα ακουστείτε
θα ακούσειθα ακούσουν(ε)θα ακουστείθα ακουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακούσειθα έχουμε ακούσειθα έχω ακουστείθα έχουμε ακουστεί
θα έχεις ακούσειθα έχετε ακούσειθα έχεις ακουστείθα έχετε ακουστεί
θα έχει ακούσειθα έχουν ακούσειθα έχει ακουστείθα έχουν ακουστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακούωνα ακούομενα ακούγομαινα ακουγόμαστε
να ακούςνα ακούτενα ακούγεσαινα ακούγεστε, να ακουγόσαστε
να ακούεινα ακούν(ε)να ακούγεταινα ακούγονται
Aoristνα ακούσωνα ακούσουμε, να ακούσομενα ακουστώνα ακουστούμε
να ακούσειςνα ακούσετενα ακουστείςνα ακουστείτε
να ακούσεινα ακούσουν(ε)να ακουστείνα ακουστούν(ε)
Perfνα έχω ακούσεινα έχουμε ακούσεινα έχω ακουστείνα έχουμε ακουστεί
να έχεις ακούσεινα έχετε ακούσεινα έχεις ακουστείνα έχετε ακουστεί
να έχει ακούσεινα έχουν ακούσεινα έχει ακουστείνα έχουν ακουστεί
Imper
ativ
Presάκου, άκουγεακούτεακούγεστε
Aoristάκουσεακούστεακουστείτε
Part
izip
Presακούγοντας
Perfέχοντας ακούσειακουσμένος, -η, -οακουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristακούσειακουστεί











Griechische Definition zu ακούω

ακούω [akúo] -γομαι Ρ ενεστ. ακούς, ακούει, ακούμε, ακούτε, ακούν(ε), προστ. άκου, ακούτε, μεε. ακούγοντας, πρτ. άκουγα, αόρ. άκουσα, απαρέμφ. ακούσει, παθ. αόρ. ακούστηκα, απαρέμφ. ακουστεί, μππ. ακουσμένος : 1.έχω την αίσθηση της ακοής, μπορώ και αντιλαμβάνομαι ήχους με το αισθητήριο όργανο της ακοής: Είναι κουφός· δεν ακούει καθόλου. Xωρίς ακουστικά, δεν ακούει καλά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback