hinhören
 Verb

ακούω Verb
(1)
DeutschGriechisch
Ich muss nicht hinhören.Δε θ' ακούω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακούωακούουμεακούγομαιακουγόμαστε
ακούςακούτεακούγεσαιακούγεστε, ακουγόσαστε
ακούειακούν(ε)ακούγεταιακούγονται
Imper
fekt
άκουγαακούγαμεακουγόμουν(α)ακουγόμαστε, ακουγόμασταν
άκουγεςακούγατεακουγόσουν(α)ακουγόσαστε, ακουγόσασταν
άκουγεάκουγαν, ακούγαν(ε)ακουγόταν(ε)ακούγονταν, ακουγόντανε, ακουγόντουσαν
Aoristάκουσαακούσαμεακούστηκαακουστήκαμε
άκουσεςακούσατεακούστηκεςακουστήκατε
άκουσεάκουσαν, ακούσαν(ε)ακούστηκεακουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ακούσειέχουμε ακούσειέχω ακουστείέχουμε ακουστεί
έχεις ακούσειέχετε ακούσειέχεις ακουστείέχετε ακουστεί
έχει ακούσειέχουν ακούσειέχει ακουστείέχουν ακουστεί
Plu
per
fekt
είχα ακούσειείχαμε ακούσειείχα ακουστείείχαμε ακουστεί
είχες ακούσειείχατε ακούσειείχες ακουστείείχατε ακουστεί
είχε ακούσειείχαν ακούσειείχε ακουστείείχαν ακουστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακούωθα ακούμεθα ακούγομαιθα ακουγόμαστε
θα ακούςθα ακούτεθα ακούγεσαιθα ακούγεστε, θα ακουγόσαστε
θα ακούειθα ακούν(ε)θα ακούγεταιθα ακούγονται
Fut
ur
θα ακούσωθα ακούσουμε, θα ακούσομεθα ακουστώθα ακουστούμε
θα ακούσειςθα ακούσετεθα ακουστείςθα ακουστείτε
θα ακούσειθα ακούσουν(ε)θα ακουστείθα ακουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακούσειθα έχουμε ακούσειθα έχω ακουστείθα έχουμε ακουστεί
θα έχεις ακούσειθα έχετε ακούσειθα έχεις ακουστείθα έχετε ακουστεί
θα έχει ακούσειθα έχουν ακούσειθα έχει ακουστείθα έχουν ακουστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακούωνα ακούομενα ακούγομαινα ακουγόμαστε
να ακούςνα ακούτενα ακούγεσαινα ακούγεστε, να ακουγόσαστε
να ακούεινα ακούν(ε)να ακούγεταινα ακούγονται
Aoristνα ακούσωνα ακούσουμε, να ακούσομενα ακουστώνα ακουστούμε
να ακούσειςνα ακούσετενα ακουστείςνα ακουστείτε
να ακούσεινα ακούσουν(ε)να ακουστείνα ακουστούν(ε)
Perfνα έχω ακούσεινα έχουμε ακούσεινα έχω ακουστείνα έχουμε ακουστεί
να έχεις ακούσεινα έχετε ακούσεινα έχεις ακουστείνα έχετε ακουστεί
να έχει ακούσεινα έχουν ακούσεινα έχει ακουστείνα έχουν ακουστεί
Imper
ativ
Presάκου, άκουγεακούτεακούγεστε
Aoristάκουσεακούστεακουστείτε
Part
izip
Presακούγοντας
Perfέχοντας ακούσειακουσμένος, -η, -οακουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristακούσειακουστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback