ελεύθερος Adj.  [eleftheros, eleytheros]

  Adj.
(1581)
  Adj.
(22)

Etymologie zu ελεύθερος

ελεύθερος altgriechisch ἐλεύθερος[1]


GriechischDeutsch
Αφού εξαντληθεί η πρώτη δυνατότητα προσφυγής (χαριστική), ο υπάλληλος είναι ελεύθερος να απευθύνει ιεραρχική προσφυγή στην επιτροπή προσφυγών του Κέντρου.Ist die erste Beschwerdemöglichkeit (informelle Beschwerde) ausgeschöpft, so steht es dem Bediensteten frei, beim Beschwerdeausschuss des Zentrums eine formelle Beschwerde einzulegen.

Übersetzung bestätigt

Εκτός αν άλλως ορίζεται, ο διασαφιστής είναι ελεύθερος να επιλέγει το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο επιθυμεί να υπαγάγει τα εμπορεύματα, βάσει των όρων που ισχύουν για το καθεστώς αυτό, ανεξάρτητα από το είδος ή την ποσότητα, τη χώρα καταγωγής, την προέλευση ή τον προορισμό τους.Sofern nichts anderes bestimmt ist, kann der Anmelder das Zollverfahren, in das er die Waren überführen möchte, unter den für dieses Verfahren geltenden Voraussetzungen ungeachtet ihrer Beschaffenheit oder ihrer Menge oder ihres Ursprungs-, Herkunftsoder Bestimmungslands frei wählen.

Übersetzung bestätigt

Ένας επενδυτής σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν θα είχε οικονομικό συμφέρον να θέσει ανάλογους όρους (συγκεκριμένα τη διατήρηση του επιπέδου απασχόλησης, όρους επωφελείς για την εν λόγω γεωγραφική περιοχή ή όρους που εξασφαλίζουν συγκεκριμένο επίπεδο επενδύσεων), αλλά θα πωλούσε την εταιρεία στον πλειοδότη, ο οποίος θα ήταν μετά ελεύθερος να καθορίσει το μέλλον της εταιρείας ή των παγίων στοιχείων που θα είχε αποκτήσει [12].Ein marktwirtschaftlich handelnder Wirtschaftsteilnehmer hätte kein wirtschaftliches Interesse daran, Bedingungen dieser Art (insbesondere Aufrechterhaltung der Mitarbeiterzahl, Förderung der Region oder Gewährleistung eines bestimmten Investitionsvolumens) festzulegen, sondern würde das Unternehmen an den Meistbietenden verkaufen, dem es dann frei stände, über die Zukunft des erworbenen Unternehmens oder der gekauften Vermögenswerte zu entscheiden [12].

Übersetzung bestätigt

Παρόλα αυτά, ο εξεταστής είναι ελεύθερος να αποφασίσει κατά πόσον η εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς πρέπει να ολοκληρωθεί ή όχι.Der Prüfer kann jedoch frei entscheiden, ob die Prüfung der Fähigkeiten und Verhaltensweisen zu Ende zu führen ist.

Übersetzung bestätigt

Οποιοσδήποτε επιθυμεί να χρησιμοποιήσει μια δήλωση προκειμένου να δείξει ότι δεν έχουν διενεργηθεί δοκιμές σε ζώα είναι ελεύθερος να επιλέξει τη διατύπωση της δήλωσης ή/και να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε εικόνα, σκίτσο ή άλλη μορφή παρουσίασης, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ.Jede Person, die eine Angabe verwenden möchte, um darauf hinzuweisen, dass keine Tierversuche durchgeführt wurden, kann den Wortlaut der Angabe und/oder Bilder, bildliche Darstellungen oder sonstige Zeichen frei wählen, solange alle einschlägigen Anforderungen der Richtlinie 76/768/EWG erfüllt werden.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu ελεύθερος.



Griechische Definition zu ελεύθερος

ελεύθερος, επίθ.· ελεύτερος· ’λεύθερος· λεύτερος.

1)
α) (Προκ. για χώρα) που δε βρίσκεται κάτω από ξένη εξουσία:
(Ιντ. κρ. θεάτρ. Α´ 166
β) αυτόνομος:
(Αχέλ. 2399).
2)
α) Απαλλαγμένος από κάπ. ή κ.:
από σκλαβιά παντοτινή λεύτερος απομένω (Πανώρ. Β´ 506
β) απαλλαγμένος από ευθύνη, αθώος:
Το δίκαιον κρίνει ότι να ένι ελεύθερος απέ … τον φόνον (Ασσίζ. 46010).
3) Αποφυλακισμένος, απελευθερωμένος:
τον Καλλίμαχον τα σίδηρα λυτρώσας, ελεύθερον παρέδωκεν τούτον τῃ Χρυσορρόῃ (Καλλίμ. 2593).
4) (Προκ. για χέρι) που κινείται ελεύθερα:
(Ερωτόκρ. Δ´ 1857).
5)
α) Άγαμος:
άνδρα έτερον … μηδέν επάρει, αλλά να μένει ελευθέρα (Σφρ., Χρον. 11225
β) έκφρ. ο βλέπων φως ελεύθερον = άγαμος:
(Γλυκά, Στ. 126).
6) Προσιτός· γενναιόδωρος:
αμή είχεν χέριν αγαθόν, ελεύθερον εις πάντας (Χρον. Τόκκων 3362).
7) Ανεπηρέαστος:
ας έν’ … η γνώμη σου ελευθέρα (Σπαν. P 13).
8) (Προκ. για ζώα) διαθέσιμος:
(Χρον. σουλτ. 694).
Το θηλ. ως ουσ. = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη:
(Πτωχολ. α 593).
[αρχ. επίθ. ελεύθερος. Ο τ. ’λεύθερος στο Du Cange. Η λ. και οι τ. ελεύτερος και λεύτερος και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback